Σινεμά πάτε; Καλή ελληνική κωμωδία, λέει, τό «Βank Βang».


.....Η τέχνη της απλότητας, η πιο δύσκολη δουλειά. Απλό και αυτονόητο είναι πως το χιούμορ δεν αρχίζει και δεν τελειώνει με γυναικεία ξεκατινιάσματα, λεκτικά πορνογραφήματα και σεξουαλικά ευτράπελα. Έλεος πια. Απλό και αυτονόητο πως η κωμωδία δεν είναι η κουρελού του Σινεμά. Απλό και αυτονόητο πως επιτέλους πρέπει να διαχειριστούμε τη σκηνοθεσία με τα δικά του εργαλεία και τη δική του γλώσσα. Όλα αυτά ακούγονται εντελώς θεωρητικά και πολύ υπερβολικά. Συμφωνώ. Ούτε αριστούργημα μοναδικό, ούτε η ταινία όλων των εποχών, Απλώς κανονική, χα ριτωμένη, σωστά φτιαγμένη, με αφομοιωμένα δάνεια από τα τρέχοντα αμερικανικά και πολύ γνωστά. Όμως, όπως συμβαίνει σε όλα τα πράγματα τα ελληνικά, από τους δρόμους μέχρι τα δημόσια και γραφειοκρατικά, έτσι και εδώ. Από τη χαρά μας που κάτι λειτουργεί κανονικά, κάνουμε την τρίχα τριχιά. Για να καταλάβετε, είναι σαν να μπαίνεις σε μια δημόσια υπηρεσία και βλέποντας έναν από τους δέκα υπαλλήλους να δουλεύει και όχι να λύνει σταυρόλεξα, πετάς την σκούφια σου και φωνάζεις δυνατά: Επιτέλους υπάρχει ελπίδα και για εμάς!......

Σχόλια

Ο χρήστης wolf είπε…
Very young ο πιτσιρικάς. Μόλις 32 και με την πρώτη και το «Βank Βang» γκρεμίζει το σύμπαν του σύγχρονου ελληνικού σινεμά. Σκόνη, σκουριά, τηλεοπτική οπτική και κάθε ευκολία νεοελληνική. Με τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο στη σκηνοθεσία και τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο στο σενάριο, το ελληνικό σινεμά πάει ένα βήμα μπροστά!

Γελάνε και τα μουστάκια μου. Επιτέλους μια παραγωγή made in Greece που σέβεται τον εαυτό της και ως εκ τούτου σέβεται τον θεατή. Επιτέλους μια κωμωδία που ανεβάζει τον πήχυ κοιτώντας στα μάτια κάθε ανάλογη παραγωγή made in USΑ or in France. Επιτέλους μια ταινία που ανταποκρίνεται στις στοιχειώδεις προδιαγραφές του σύγχρονου σινεμά. Δηλαδή με story, που σημαίνει μπράβο στον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, τον σεναριογράφο αυτού του Βig Βang. Με σκηνοθεσία που καθαρίζει τη μούχλα και την ατελείωτη σκουριά. Δηλαδή, μπράβο στον πρωτοεμφανιζόμενο Αργύρη Παπαδημητρόπουλο. Με χαρακτήρες, με δεύτερους ρόλους, με παράπλευρα, χαριτωμένα περιστατικά. Δηλαδή, μπράβο στο καστ. Και όλα αυτά πακεταρισμένα σε μια παραγωγή που δεν έχει σχέση με τη συνηθισμένη αρπαχτή. Μπράβο στον Γιάννη Ιακωβίδη που έφερε σε αίσιο πέρας μια ευεργετική επιχείρηση σαν κι αυτή και έβαλε τα πράγματα σε τάξη και αξιολογική σειρά.

Και όλα αυτά έναν μήνα μετά το νεκροταφείο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Επομένως τρία bang. Πρώτο bang η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ταινίες που σάρωσαν στο φεστιβάλ και σ΄ αυτή την κωμωδία που σχεδόν ήρθε από το πουθενά. Δεύτερο bang η κατεδάφιση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Οτιδήποτε προέρχεται από αυτόν τον γραφειοκρατικό μηχανισμό είναι μείγμα σοβαροφάνειας, χάους και σκουριάς. Και τρίτο bang προς κάθε παραγωγό που έχει εκλάβει το σινεμά σαν προέκταση των τηλεοπτικών καναλιών και καφενείο ανέκδοτων αφασικών.

Πώς συνέβη αυτό; Απλό. Μη βιάζεστε. Η τέχνη της απλότητας, η πιο δύσκολη δουλειά. Απλό και αυτονόητο είναι πως το χιούμορ δεν αρχίζει και δεν τελειώνει με γυναικεία ξεκατινιάσματα, λεκτικά πορνογραφήματα και σεξουαλικά ευτράπελα. Έλεος πια. Απλό και αυτονόητο πως η κωμωδία δεν είναι η κουρελού του Σινεμά. Απλό και αυτονόητο πως επιτέλους πρέπει να διαχειριστούμε τη σκηνοθεσία με τα δικά του εργαλεία και τη δική του γλώσσα. Όλα αυτά ακούγονται εντελώς θεωρητικά και πολύ υπερβολικά. Συμφωνώ. Ούτε αριστούργημα μοναδικό, ούτε η ταινία όλων των εποχών, Απλώς κανονική, χα ριτωμένη, σωστά φτιαγμένη, με αφομοιωμένα δάνεια από τα τρέχοντα αμερικανικά και πολύ γνωστά. Όμως, όπως συμβαίνει σε όλα τα πράγματα τα ελληνικά, από τους δρόμους μέχρι τα δημόσια και γραφειοκρατικά, έτσι και εδώ. Από τη χαρά μας που κάτι λειτουργεί κανονικά, κάνουμε την τρίχα τριχιά. Για να καταλάβετε, είναι σαν να μπαίνεις σε μια δημόσια υπηρεσία και βλέποντας έναν από τους δέκα υπαλλήλους να δουλεύει και όχι να λύνει σταυρόλεξα, πετάς την σκούφια σου και φωνάζεις δυνατά: Επιτέλους υπάρχει ελπίδα και για εμάς!

Με δυο λόγια: Ο Μιχάλης (Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, το σοφό παιδί), άρτι απολυθείς από μεγάλη εταιρεία, πέφτει πάνω στον αδελφό του, τον Νώντα, (Δημήτρης Ήμελος, καλύτερος δεν γίνεται) και ακούει πρόταση εφιαλτική. Επειγόντως πρέπει να βρει έναν σκασμό λεφτά να πληρώσει τη μαφία, αλλιώτικα θα βρεθεί ten feet under στο χώμα. Πώς; Απλό. Με ψεύτικα πιστόλια θα μπουκάρουν και θα ξαφρίζουν υποκαταστήματα τραπεζών. Τι να κάνει ο καλός αδελφός; Αναγκάζεται να ακολουθήσει τον δρόμο τον κακό για να σώσει τον κακό του αδελφό. Και έτσι σε μια τέτοια επιδρομή πέφτει πάνω σε μια γοητευτική ταμία με το όνομα Λένα (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, επιτέλους γυναικείος χαρακτήρας χωρίς τηλεοπτική αναγωγή). Κι έτσι αρχίζει να της στέλνει λουλούδια μη γνωρίζοντας την αληθινή ιδιότητα αυτού του πλάσματος των ονείρων του, που δεν είναι άλλη παρά μυστική μπατσίνα. Η οποία στην ιδιωτική της ζωή είναι αναγκασμένη να διαχειριστεί δύο οικογενειακά προβλήματα. Το πρώτο, ο αθεράπευτος κατά φαντασίαν αυτόχειρ πατέρας της (Κώστας Βουτσάς, σταθερή αξία). Το δεύτερο, η ατίθαση κόρη της. Στο μεταξύ, ντουέτο γκέι μπάτσων που ορέγεται τη λεία των τραπεζών (Γεράσιμος Σκιαδαρέσης και Μιχάλης Ιατρόπουλος γράφουν ιστορία) θέτει το απλό ερώτημα: Γιατί αυτοί και όχι εμείς; Εδώ ακριβώς αρχίζουν να τέμνονται τρία πράγματα μεταξύ τους εχθρικά: Οι μπάτσοι, ο έρωτας και τα κλεφτρόνια!
http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artid=4492908