Γιωργος Βουλγαρακης: Στον χιονιά που είχε ακινητοποιήσει πυροσβεστικά και αστυνομικά οχήματα, εκείνος έβαλε στο τζιπ τα χιονολάστιχα και ...


απο Καθημερινη.
Eίχε ένα ή ενάμισι εκατομμύριο ευρώ στην Τράπεζα. Είναι αδιαμφισβήτητα σημαντικό μέλος της πολιτικής ελίτ. (Εστω κι αν η παρουσία του στις τελευταίες κυβερνήσεις «συνέπεσε» με τις υποκλοπές και την πυρκαγιά στην Ολυμπία. Περίπου δεν του χρεώθηκαν). Επίσης, η οικογένειά του είναι αντάξια των προσδοκιών σχεδόν του συνόλου των ψηφοφόρων του. Αυτό που λέμε είχε «εξασφαλισμένο το μέλλον του και των παιδιών του».
Γιατί, λοιπόν, χρειάστηκε να μπει σ’ αυτή την περιπέτεια;
Τα ακριβά σχολεία εξασφαλισμένα, η (εξαιρετικής ποιότητας και status) στέγη επίσης, όπως και οι «τζιπάρες» και το «άγριο» ταχύπλοο. Ενας «σπόρτσμαν» της πολιτικής, που συνδύαζε τα χόμπι του με το εκάστοτε υπουργείο. Στον χιονιά που είχε ακινητοποιήσει πυροσβεστικά και αστυνομικά οχήματα, εκείνος έβαλε στο τζιπ τα χιονολάστιχα και άφησε πίσω του τον κρατικό μηχανισμό. Στο υπουργείο Ναυτιλίας ήταν ώρα (και) για ταχύπλοο.....
ολο το αρθρο στο πρωτο σχολιο.

Σχόλια

Ο χρήστης wolf είπε…
Eίχε ένα ή ενάμισι εκατομμύριο ευρώ στην Τράπεζα. Είναι αδιαμφισβήτητα σημαντικό μέλος της πολιτικής ελίτ. (Εστω κι αν η παρουσία του στις τελευταίες κυβερνήσεις «συνέπεσε» με τις υποκλοπές και την πυρκαγιά στην Ολυμπία. Περίπου δεν του χρεώθηκαν). Επίσης, η οικογένειά του είναι αντάξια των προσδοκιών σχεδόν του συνόλου των ψηφοφόρων του. Αυτό που λέμε είχε «εξασφαλισμένο το μέλλον του και των παιδιών του».

Γιατί, λοιπόν, χρειάστηκε να μπει σ’ αυτή την περιπέτεια;

Τα ακριβά σχολεία εξασφαλισμένα, η (εξαιρετικής ποιότητας και status) στέγη επίσης, όπως και οι «τζιπάρες» και το «άγριο» ταχύπλοο. Ενας «σπόρτσμαν» της πολιτικής, που συνδύαζε τα χόμπι του με το εκάστοτε υπουργείο. Στον χιονιά που είχε ακινητοποιήσει πυροσβεστικά και αστυνομικά οχήματα, εκείνος έβαλε στο τζιπ τα χιονολάστιχα και άφησε πίσω του τον κρατικό μηχανισμό. Στο υπουργείο Ναυτιλίας ήταν ώρα (και) για ταχύπλοο.

Η πολιτική του σκέψη και δράση δεν άνοιξε νέους δρόμους, αντίθετα. Η εμμονή στην «κοινή λογιστική λογική» ως υψίστης πολιτικής αξίας εκσυγχρονίστηκε στο πλαίσιο ενός μη πολιτικού κυνισμού, τον οποίο έχουμε ξαναζήσει.

Στη δεκαετία του ’80, τα απόνερα του «Θατσερισμού» και του «Ρεϊγκανισμού» γέννησαν και στην ελληνική κοινωνία μια ιδιαίτερη ομάδα (μια νέα «ταυτότητα» θα την χαρακτηρίσει ο Παναγής Παναγιωτόπουλος – διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών). Τους «γιάπις» (ή «γιάπηδες»). Ο όρος προήλθε από τα αρχικά των λέξεων «Νεαροί Αστοί Επαγγελματίες» (Yοung Urban Professionals). Τα κυριότερα χαρακτηριστικά τους στήθηκαν πάνω στη σημασία που έχει το «φαίνεσθαι» ως προς το «είναι».

Στην Ελλάδα του ’80, λοιπόν, οι «γιάπηδες» εξέφρασαν –όπως γράφει ο Γιάννης Βούλγαρης (αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο)– την «αποδοχή και “θεωρητικοποίηση” του επιθετικού και αποενοχοποιημένου ατομισμού που αναδυόταν εκείνη την περίοδο σε όλες τις δυτικές κοινωνίες. Ο πλουτισμός ως μέτρο της προσωπικής αξίας και επιτυχίας, η αποσύνδεση της ατομικής ελευθερίας από τις δεσμεύσεις της κοινωνικής αλληλεγγύης, η πραγμάτωση της ατομικότητας μέσω της ναρκισσιστικής κατανάλωσης αποτελούσαν νοοτροπίες και συμπεριφορές που χαρακτήρισαν αυτό το ρεύμα».

Την ίδια εποχή κάτι άλλαζε και στα κόμματα, με ακραίο το παράδειγμα της ΔΑΠ στη Νομική Θεσσαλονίκης, που προσέφερε στους πρωτοετείς την χαρακτηριστική σαμσονάιτ του «γιάπη».

Ο Γιώργος Βουλγαράκης είχε ήδη καταγράψει ένα βήμα. Ηταν ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ. Την περίοδο που οι «γιάπηδες» στρέφονταν εναντίον του κράτους πρόνοιας και κήρυσσαν τη μη-σημασία της συμμετοχής σε πολιτικές διαδικασίες, τα δύο μεγάλα κόμματα τους άκουγαν με πολύ μεγάλη προσοχή. Τα πάρτυ της ΔΑΠ (αργότερα και της ΠΑΣΠ) μετεξελίχθηκαν σε πολυτελείς συνεστιάσεις σε κυριλέ σκυλάδικα. Ο κομματικός λόγος δεν άλλαξε, παρέμεινε μη-συγκρουσιακός (όπως άλλωστε μη-συγκρουσιακή και βαθιά συστημική ήταν η κουλτούρα των γιάπηδων) αλλά το κομματικό «φαίνεσθαι» επίσης άλλαζε. Οπως οι γιάπηδες, οι περισσότεροι «παιδιά χωρίς ιστορία», διεκδικούσαν δυναμικά συμμετοχή στα κέρδη, στον πλουτισμό και στα must της κατανάλωσης, έτσι και σε μεγάλο μέρος των κομματικών μηχανισμών εκδηλώθηκε η αναρρίχηση στελεχών επίσης χωρίς καταγωγή από «βαρωνίες». Ομως κάποιοι από αυτούς επίσης διεκδίκησαν ό,τι και οι «γιάπηδες». Πλουτισμό και συμμετοχή στα must της κατανάλωσης. Αλλά μέσω της ελληνικής «κομματικής δημοκρατίας», όπως την χαρακτηρίζει ο Γιάννης Βούλγαρης.

Πιθανότατα ήταν εξαιρετικά ειλικρινής ο κ. Βουλγαράκης στην γνωστή ανακοίνωσή του. Η αντικρατική (αντικοινωνική) συμπεριφορά (μέσω και της μείωσης της φορολογίας ελέω offshore) και ο (ατομικός) απενοχοποιημένος πλουτισμός είναι αξίες που διαμορφώθηκαν έντονα στα χρόνια των «γιάπηδων». Και, σήμερα, χαίρουν πλατιάς αποδοχής.

Ο πολιτικός λόγος των «γιάπηδων» χαρακτηρίστηκε από την απλοϊκότητα και τον κυνισμό του «αυτοδημιούργητου» και διανθίστηκε κυρίως μέσω έντονων συμβολισμών. Το ριγέ πουκάμισο αντικατέστησε το «λευκό κολλάρο» και η έντονη γραβάτα αμφισβήτησε την ομοιομορφία. (Ο συμβολισμός του ριγέ έχει και ιστορική αναφορά. Σύμφωνα με έρευνα του Μισέλ Παστουρώ, το ριγέ «αποποινικοποιήθηκε» με τη Γαλλική Επανάσταση σηματοδοτώντας τη ρήξη με το παρελθόν).

Ο «γιάπης» δεν χρειαζόταν να έχει χρήματα. Μόνον τόσα ώστε να μπορεί να συχνάζει στα νέα στέκια και στα νέα θέρετρα και –κυρίως– τόσα ώστε να μπορεί να φαίνεται «επιτυχημένος».

Το ίδιο και οι αναρριχώμενοι κομματικοί γιάπηδες. Η πολιτική τους σκέψη δεν χρειαζόταν να είναι πλούσια, αρκεί να φαινόταν ως τέτοια. Με τη μαγική λέξη «ορθή διαχείριση» ξεπερνούσαν τους σκοπέλους, έστω κι αν η ορθή διαχείριση είναι μεν η διαδικασία προς τον πολιτικό στόχο αλλά δεν μπορεί να τον υποκαταστήσει. Αλλωστε, και οι «γιάπηδες», στην οικονομία, τον όποιο στόχο τους τον εξαντλούσαν –όπως λέει ο Θοδωρής Πελαγίδης (καθηγητής, Πανεπιστήμιο Πειραιά)– επίσης στη διαδικασία. «Πουλούσαν το μέλλον. Γι’ αυτό και δεν χρειάζονταν κεφάλαιο, αλλά προεξοφλούσαν από το μελλοντικό. Οι προβλέψεις τους για τα οικονομικά μεγέθη βρήκαν χώρο και τους απέφεραν κέρδη» αλλά ήδη, τη δεκαετία του ’90 η ταυτότητά τους άρχισε να ξεθωριάζει. Πρώτο το αντιλήφθηκε το Χόλιγουντ. Τρεις σημαντικές ταινίες γύρω από την Wall Street και μία για την εξαγορά (αρπαγή) επιχειρήσεων χωρίς να υπολογίζεται το «ανθρώπινο κεφάλαιο» έδειξαν τον δρόμο της παρακμής. Η οποία σύμφωνα με τον Θοδωρή Πελαγίδη οφειλόταν ακριβώς στη δικαίωσή τους. Η νέα καταναλωτική κουλτούρα (τους) κυριάρχησε. Σύμφωνα με τον Ζίγκμουντ Μπάουμαν, ο ατομισμός αναδύθηκε μέσω της «επιλογής που είναι η ύψιστη καταναλωτική αξία: Ο ορθός τύπος καταναλωτή, ο επιτυχημένος, είναι το πρόσωπο που περιβάλλει με στοργή το δικαίωμα επιλογής περισσότερο από το αντικείμενο της επιλογής και τιμά τις επισκέψεις στην αγορά ως δημόσια έκφραση της ειδημοσύνης» και της ατομικής ισχύος. Το να είναι κάποιος δεξιοτέχνης της κατανάλωσης συνιστά σε μία καταναλωτική κοινωνία την πιο ποθητή επιβράβευση.

Ή, για να δούμε και το πολιτικό αντίστοιχο, οι «γιαπάκηδες» και οι «γιαπόπουλοι» βασίστηκαν στον «ρεϊγκανικό» κυνισμό («τα προγράμματα για τους φτωχούς είναι φτωχά προγράμματα») αλλά διεκδίκησαν χώρο και εκτός πολιτικής. Το χρηματιστήριο και οι διάφορες άλλες επιχειρηματικότητες στο πλαίσιο της ιδιότυπης ελληνικής κομματικής δημοκρατίας διευκόλυναν, αν όχι προέτρεψαν, τη δράση των γιάπηδων της «νέας» πολιτικής.

Ακόμη κι αυτών που, όπως στην περίπτωση του Γ. Βουλγαράκη, τα είχαν όλα. Εκτός από ένα.

Αυτό που ο Νικόλας Σεβαστάκης (αναπληρωτής καθηγητής στο ΑΠΘ) ονομάζει «ακεραιότητα». Οχι ηθικολογικά. Η ακεραιότητα είναι το όριο (ή η αναζήτησή του). Πόσα περισσότερα χρειάζεται επιτέλους κάποιος που τα έχει όλα;

Ιnfo
- Γιάννη Βούλγαρη «Η Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση στην Παγκοσμιοποίηση», Αθήνα 2008, εκδ. Πόλις

- Ζίγκμουντ Μπάουμαν «Η Εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι», Αθήνα 2002, εκδ. Μεταίχμιο

- Μισέλ Παστουρώ «Το ρούχο του διαβόλου», Αθήνα 2003, εκδ. Μελάνι

- Damien De Blic-Jeanne Lazarus «Η κοινωνιολογία του χρήματος», Αθήνα 2008, εκδ. Πολύτροπον

- Νικόλα Σεβαστάκη «Η αλχημεία της ευτυχίας», Αθήνα 2000, εκδ. Πόλις

- Ζίγκμουντ Μπάουμαν «Σπαταλημένες ζωές - οι απόβλητοι της νεοτερικότητας», Αθήνα 2005, εκδ. Κατάρτι