«Ανάρπαστες» έχουν γίνει οι κατοικίες υψηλής ενεργειακής απόδοσης παρά το συγκριτικά υψηλότερο κόστος τους.



 «Ανάρπαστες» έχουν γίνει οι κατοικίες υψηλής ενεργειακής απόδοσης παρά το συγκριτικά υψηλότερο κόστος τους. Ειδικότερα, το απόθεμα πωλούμενων κατοικιών που κατατάσσονται στις δύο υψηλότερες κατηγορίες ενεργειακής απόδοσης του ενεργειακού πιστοποιητικού καταγράφει πτώση κατά 30% τα τελευταία δύο χρόνια και συγκεκριμένα από το τρίτο τρίμηνο του 2020 μέχρι και το φετινό τρίτο τρίμηνο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε το δίκτυο ηλεκτρονικών αγγελιών Spitogatos.gr και επεξεργάστηκε το τμήμα αναλύσεων Spitogatos Insights, το μερίδιο των «πράσινων» κατοικιών διαμορφώνεται σήμερα στο 26% του συνόλου των πωλούμενων ακινήτων, έναντι 56% που ήταν πριν από δύο χρόνια.


Στον αντίποδα, αυξημένο κατά 25% εμφανίζεται το απόθεμα των λιγότερο αποδοτικών κατοικιών, όπως προκύπτει από την άνοδο των αγγελιών κατοικιών που κατατάσσονται στις τρεις χαμηλότερες κατηγορίες του ενεργειακού πιστοποιητικού. Σήμερα, το μερίδιο των εν λόγω ακινήτων αγγίζει το 31% του συνόλου, από 6% που ήταν προ διετίας. Ασφαλώς, η εξέλιξη αυτή καταδεικνύει και τη διαφοροποίηση της σύνθεσης των προς πώληση ακινήτων, καθώς το διάστημα της προηγούμενης διετίας αρκετοί ιδιοκτήτες επέλεξαν να διαθέσουν προς πώληση τα παλαιά τους ακίνητα προκειμένου να επωφεληθούν από την άνοδο των τιμών που έχει μεσολαβήσει. Για παράδειγμα, πριν από δύο χρόνια οι ζητούμενες τιμές αυτών των ακινήτων διαμορφώνονταν σε 1.670 ευρώ/τ.μ. κατά μέσον όρο, ενώ σήμερα αγγίζουν τα 1.991 ευρώ/τ.μ., μια αύξηση της τάξεως του 19%.




Σημαντικές υπεραξίες έχουν καταγράψει όμως και τα ακίνητα υψηλής ενεργειακής απόδοσης, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αφορά νεόδμητες κατασκευές ή ηλικίας μερικών ετών. Συγκεκριμένα, από τα 3.311 ευρώ/τ.μ. κατά μέσον όρο πριν από δύο χρόνια, σήμερα η μέση ζητούμενη τιμή αγγίζει τα 4.100 ευρώ/τ.μ., έχοντας καταγράψει αύξηση κατά σχεδόν 24%. Πέραν της υψηλής ζήτησης, ακόμη ένας λόγος γι’ αυτή την άνοδο έγκειται στις ανατιμήσεις των υλικών κατασκευής που έχουν μεσολαβήσει και έχουν αυξήσει το κατασκευαστικό κόστος.



Παρ’ όλα αυτά, το υψηλό κόστος δεν φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά τη ζήτηση, καθώς τα ακίνητα υψηλής ενεργειακής απόδοσης απορροφούνται 2,2 μήνες ή 28% ταχύτερα σε σύγκριση με εκείνα που βρίσκονται στις χαμηλότερες κατηγορίες.


Ειδικότερα, με βάση την ανάλυση του Spitogatos Insights, τα ακίνητα που βρίσκονται στην υψηλότερη κατηγορία (Α+) πωλούνται εντός 5,6 μηνών κατά μέσον όρο, έναντι 7,8 μηνών που χρειάζονται τα ακίνητα τα οποία βρίσκονται στη χαμηλότερη κατηγορία ενεργειακής απόδοσης. Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς ακινήτων, η ενεργειακή κρίση και η ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων έχουν καταστήσει το αγοραστικό κοινό πολύ πιο ενημερωμένο σε σχέση με ζητήματα ενεργειακής απόδοσης των κατοικιών, επιτρέποντας στους ιδιοκτήτες και πωλητές τέτοιων ακινήτων να επωφεληθούν από την τρέχουσα συγκυρία. Αντιθέτως, κατά τα προηγούμενα χρόνια και ιδίως την περίοδο της οικονομικής κρίσης η περιορισμένη ζήτηση περιστρεφόταν κυρίως γύρω από τα πιο προσιτά ακίνητα, χωρίς να δίνεται η απαραίτητη προσοχή στην κατάταξη του εκάστοτε ακινήτου ως προς την ενεργειακή του απόδοση. Ετσι, όσοι ιδιοκτήτες είχαν δαπανήσει σημαντικά ποσά για την ενεργειακή αναβάθμιση των ακινήτων τους δεν μπορούσαν εύκολα να τα κεφαλαιοποιήσουν μέσω μιας υψηλότερης τιμής πώλησης, όπως συμβαίνει σήμερα.


Σύμφωνα με τα στοιχεία του Spitogatos Insights, στα νότια προάστια εντοπίζεται το 40% των κατοικιών με την υψηλότερη ενεργειακή απόδοση, ενώ ακολουθούν με 28% τα βόρεια προάστια. Πρόκειται για μια σαφή ένδειξη και όσον αφορά το πού έχουν επενδύσει οι κατασκευαστές νεόδμητων κατοικιών, καθώς τα περισσότερα από αυτά τα σπίτια είναι νέες κατασκευές. Στον αντίποδα, στο κέντρο της Αθήνας μόλις το 11% των πωλούμενων κατοικιών είναι υψηλής ενεργειακής απόδοσης, έναντι 52% που κατατάσσεται στις τρεις χαμηλότερες κατηγορίες.


Σε ό,τι αφορά τα ενοικιαζόμενα ακίνητα, η εικόνα είναι αντίστοιχη. Συγκεκριμένα παρατηρείται μείωση του ποσοστού των «πράσινων» ακινήτων κατά 42% την τελευταία διετία και αντίστοιχα αύξηση του ποσοστού των ακινήτων χαμηλής ενεργειακής απόδοσης κατά 25%. Κάπως έτσι το απόθεμά τους διαμορφώνεται πλέον στο 31%, έναντι μόλις 11% των ακινήτων με υψηλή απόδοση. Ωστόσο δεν υπάρχει το ίδιο μεγάλη διαφορά στις ζητούμενες τιμές των ενοικίων (όσο εκείνη που παρατηρείται στις αγοραπωλησίες), καθώς τα «πράσινα» ακίνητα εκμισθώνονται σήμερα αντί 12 ευρώ/τ.μ. κατά μέσον όρο, έναντι 9,6 ευρώ/τ.μ. εκείνων που βρίσκονται στη χαμηλότερη κατηγορία. Αντίστοιχα, ένα ακίνητο της υψηλότερης βαθμίδας χρειάζεται σχεδόν δύο μήνες για να βρει ενοικιαστή, έναντι 2,3 μηνών που απαιτείται για ένα ακίνητο της χαμηλότερης βαθμίδας.

πηγή

Σχόλια