Την επιστημονική επιβεβαίωση ότι ο Τάφος του Ιησού στην Ιερουσαλήμ είναι ο αυθεντικός, εκείνος δηλαδή που έστησαν οι Ρωμαίοι περί τα μέσα του 4ου αιώνα, έχει το περιοδικό National Geographic, μετά την εργασία των στελεχών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου που άνοιξαν τον Πανάγιο Τάφο τον Οκτώβριο του 2016. Οι επιστήμονες κατόρθωσαν να επιβεβαιώσουν ότι τα πιο αρχαία υλικά της κατασκευής χρονολογούνται από τους ρωμαϊκούς χρόνους, παρά τις δεκάδες καταστροφές, αλλά και την ολοκληρωτική διάλυση που υπέστη το μνημείο το 1007.
Πολεμικές επιδρομές, φωτιές και σεισμοί που συνέβησαν στην περιοχή ανά τους αιώνες οδήγησαν πολλούς σύγχρονους μελετητές στην αμφισβήτηση της αυθεντικότητας του σημείου που είχε ταφεί ο Ιησούς. Πλέον όμως, τα αποτελέσματα των επιστημονικών δοκιμών που δημοσιεύει το National Geographic επιβεβαιώνουν πως τα ερείπια του σπηλαίου που βρίσκεται μέσα στην εκκλησία στους Άγιους Τόπους, είναι μέρος του αρχικού ταφικού μνημείου που είχαν πρώτοι κατασκευάσει οι Ρωμαίοι.
Ειδικότερα, η επιστημονική χρονολόγηση έδειξε ότι τα πετρώματα του μνημείου ανήκουν στο 345 μΧ, την ώρα που γνωρίζουμε από ιστορικές πηγές ότι οι Ρωμαίοι είχαν εντοπίσει το ακριβές σημείο της ταφής του Ιησού το 326.
Μέχρι τώρα, επιστημονικά είχε επιβεβαιωθεί ότι ο Τάφος του Ιησού ήταν έργο της περιόδου των Σταυροφόρων, περί το 1000 μΧ δηλαδή. «Αν και είναι αρχαιολογικά αδύνατον να επιβεβαιωθεί ότι ο τάφος είναι το σημείο ταφής ενός Εβραίου που ήταν γνωστός ως Ιησούς από την Ναζαρέτ και ο οποίος σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη σταυρώθηκε στην Ιερουσαλήμ το 30 ή το 33 μΧ, οι νέες επιστημονικές χρονολογήσεις επιβεβαιώνουν πως η πρώτη κατασκευή του ταφικού μνημείου έγινε την εποχή του Κωνσταντίνου, του πρώτου Χριστιανού αυτοκράτορα της Ρώμης», αναφέρει το δημοσίευμα.
Ο Τάφος του Ιησού ανοίχτηκε για πρώτη φορά μετά από αιώνες τον Οκτώβριο του 2016, όταν το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο προέβη σε εργασίες αναστήλωσης του μνημείου. Τότε ελήφθησαν αρκετά δείγματα, προκειμένου οι επιστήμονες σήμερα να οδηγηθούν στο συμπέρασμα της χρονολόγησης.
Όταν οι εκπρόσωποι του Μεγάλου Κωνσταντίνου έφτασαν στην Ιερουσαλήμ περί το 325 μΧ με σκοπό να εντοπίσουν το σημείο ταφής του Χριστού, εστίασαν από την πρώτη στιγμή σε έναν ναό που είχε χτιστεί περίπου 200 χρόνια νωρίτερα. Τον αναστήλωσαν και άρχισαν τις ανασκαφές, ανακαλύπτοντας έναν τάφο, σκεπασμένο από μια «σπηλιά» ασβεστόλιθου. Η κορυφή του σπηλαίου αυτού είχε αφαιρεθεί, προκειμένου να αποκαλύπτεται το εσωτερικό του τάφου, ενώ το Άγιο Κουβούκλιο ήταν χτισμένο γύρω - γύρω.
Στο εσωτερικό του τάφου, όπως αποκαλύφθηκε από τις πρόσφατες έρευνες του Πολυτεχνείου, βρίσκεται ένα μακρόστενο ξύλινο «ταφικό κρεβάτι», όπου πιστεύεται ότι τοποθετήθηκε το σώμα του Ιησού μετά την Σταύρωση, ενώ το μάρμαρο που το καλύπτει πιστεύεται ότι τοποθετήθηκε εκεί το αργότερο το 1555 μΧ.
Όταν ο Πανάγιος Τάφος ανοίχτηκε την νύχτα της 26ης Οκτωβρίου 2016, οι επιστήμονες εξεπλάγησαν από τα ευρήματα κάτω από το μάρμαρο αυτό. Ένα παλιότερο, σπασμένο μάρμαρο με έναν σταυρό πάνω της, βρισκόταν ακριβώς πάνω από το ταφικό κρεβάτι.
Οι επιστήμονες διαφώνησαν για την χρονολόγηση της δεύτερης αυτής μαρμάρινης πλάκας, καθώς άλλοι την τοποθετούν την περίοδο των Σταυροφορειών και άλλοι θεωρούν ότι είναι πρωθύστερη. Κανείς πάντως δεν τόλμησε μέχρι τώρα να ισχυριστεί ότι αυτή ήταν η πρώτη εκείνη πλάκα που τοποθετήθηκε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, στο πρώτο ταφικό μνημείο για τον Χριστό.
Αυτό ακριβώς είναι όμως που επιβεβαίωσαν σήμερα οι μελέτες χρονολόγησης: Εκείνη η πλάκα που εντόπισαν οι επιστήμονες του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου όταν άνοιξαν τον Πανάγιο Τάφο είναι η πρώτη πλάκα που είχε στηθεί επί Ρωμαϊκής εποχής, υπό τις εντολές του Μέγα Κωνσταντίνου.
Κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης του Αγίου Κουβουκλίου από την ομάδα του ΕΜΠ, οι επιστήμονες ήταν επίσης σε θέση να προσδιορίσουν ότι μεγάλο μέρος της ταφικής σπηλιάς παραμένει περικλεισμένο μέσα στα τοιχώματα του ιερού. Τα δείγματα κονιάματος που ελήφθησαν από υπολείμματα του νότιου τοίχου της σπηλιάς χρονολογούνται από το 335 έως και το 1570, γεγονός που έδωσε ακόμα περισσότερα στοιχεία για την κατασκευή της ρωμαϊκής περιόδου, αλλά και την αποκατάσταση του 16ου αιώνα, που ήταν άλλωστε γνωστή. Το κονίαμα που ελήφθη από την είσοδο του τάφου χρονολογείται στον 11ο αιώνα και είναι σύμφωνο με την ανακατασκευή του Αγίου Κουβουκλίου, μετά την καταστροφή του το 1009.
«Είναι ενδιαφέρον το πώς αυτά τα κονιάματα όχι μόνο παρέχουν στοιχεία για το αρχαιότερο ιερό στο χώρο, αλλά και επιβεβαιώνουν την ιστορική ακολουθία κατασκευής του Αγίου Κουβουκλίου», είναι η χαρακτηριστική δήλωση της επικεφαλής των ερευνών του ΕΜΠ Καθηγήτριας Τόνιας Μοροπούλου.
Τα δείγματα κονιάματος προσδιορίστηκαν σε δύο ανεξάρτητα εργαστήρια, με την χρήσης οπτικά διεγερμένης φωταύγειας (OSL), μια τεχνική που καθορίζει πότε το ίζημα χαλαζία εκτέθηκε στο φως. Τα επιστημονικά αποτελέσματα θα δημοσιευθούν από την κυρία Μοροπούλου και την ομάδα της αναλυτικά σε προσεχές τεύχος του αρχαιολογικού περιοδικού «Reports».
Σχόλια