Οι φυτείες του Νότου >> H ιστορία πίσω από το σύστημα των εκλεκτόρων στις ΗΠΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για νοτος ηπα εμφυλιος


Δύο είναι οι βασικές αφηγήσεις σχετικά με το γιατί υιοθετήθηκε το σύστημα των εκλεκτόρων στις ΗΠΑ. Η παραδοσιακή αφήγηση παρουσιάζει το περίτεχνο σύστημα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών ως ένα έξυπνο τέχνασμα εξισορρόπησης μεταξύ μεγάλων και μικρών πολιτειών (κάτι σαν τον μεγάλο συμβιβασμό που συμφωνήθηκε σχετικά με το Κογκρέσο: εκπροσώπηση στη Βουλή των Αντιπροσώπων ανάλογα με τον πληθυσμό αλλά ίση εκπροσώπηση στη Γερουσία, όπου κάθε πολιτεία έχει δύο γερουσιαστές). Η άλλη εκδοχή λέει ότι το σύστημα των εκλεκτόρων είναι απλώς η απόδειξη ότι οι ιδρυτές των ΗΠΑ ήταν ελιτιστές που μισούσαν τη δημοκρατία. Καμιά από τις δύο εκδοχές δεν λέει την απόλυτη αλήθεια και, πριν αποφασίσουμε αν το σύστημα μας φαίνεται σωστό ή λάθος (προσωπικά μου φαίνεται λάθος), καλό θα είναι να καταλάβουμε πρώτα πώς και γιατί υιοθετήθηκε.

Σύμφωνα με την παραδοσιακή αφήγηση, το άρθρο 2 του αμερικανικού Συντάγματος προβλέπει μια εκλογική διαδικασία στην οποία οι μεγάλες πολιτείες θα είχαν βέβαια ένα προβάδισμα, αλλά οι μικρές πολιτείες ήταν πιθανό να διατηρήσουν ένα κάποιο αποφασιστικό πλεονέκτημα. Αρχικά, κάθε πολιτεία θα επέλεγε, με όποιο τρόπο διάλεγε η ίδια, έναν αριθμό προεδρικών εκλεκτόρων ίσο με τον αριθμό των μελών του Κογκρέσου που της αντιστοιχούσαν (μέλη της Βουλής συν δύο γερουσιαστές). Ενώ καμία πολιτεία, όσο μικρή κι αν ήταν, δεν θα έπεφτε ποτέ κάτω από το ελάχιστο όριο των τριών εκλεκτόρων (αφού κάθε πολιτεία έχει σύμφωνα με το Σύνταγμα ένα τουλάχιστον μέλος στη Βουλή και δύο γερουσιαστές), οι πιο πολυπληθείς πολιτείες θα είχαν και τους περισσότερους εκλέκτορες. Οι εκλέκτορες κάθε πολιτείας θα συνεδρίαζαν την ημέρα που θα καθόριζε το Κογκρέσο (ίδια μέρα για όλες τις πολιτείες) και θα ψήφιζαν για πρόεδρο. Εάν όμως κανένας υποψήφιος δεν λάμβανε την απόλυτη πλειοψηφία των εκλεκτορικών ψήφων, η προεδρική κούρσα θα είχε και δεύτερο γύρο. Εκεί, η Βουλή των Αντιπροσώπων, αποφασίζοντας σύμφωνα με τον ειδικό κανόνα του “μία ψήφος για κάθε πολιτεία” θα επέλεγε τον πρόεδρο ανάμεσα στους πέντε πρώτους (σε εκλεκτορικές ψήφους) υποψήφιους.   
Θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι οι ιδρυτές των ΗΠΑ, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του ιδρυτικού συνεδρίου στη Φιλαδέλφεια, ήταν απόλυτα (και ομόφωνα) βέβαιοι ότι ο πρώτος πρόεδρος θα ήταν ο Τζωρτζ Ουάσινγκτον. Πίστευαν (και το λένε στα πρακτικά) ότι μετά την αποχώρηση του Ουάσινγκτον, οι εκλογείς θα διασκόρπιζαν συνήθως την ψήφο τους σε ένα ευρύ φάσμα υποψηφίων, καθιστώντας έτσι αποφασιστικό τον δεύτερο γύρο, αυτόν όπου ψήφιζε η Βουλή. Όπως προέβλεψε τότε ο Τζώρτζ Μέισον (μεγάλη προσωπικότητα του ιδρυτικού συνεδρίου στη Φιλαδέλφεια, που αρνήθηκε να προσυπογράψει το τελικό κείμενο του Συντάγματος επειδή δεν περιείχε Bill of Rights και επειδή δεν απαγόρευε το δουλεμπόριο) “δεκαεννέα φορές στις είκοσι” οι εκλέκτορες δεν θα εξέλεγαν νικητή και την απόφαση θα την έπαιρνε η Βουλή. 
Αν ο κύριος στόχος του άρθρου 2 ήταν πράγματι να ενισχυθούν οι υποψήφιοι από μικρές πολιτείες, οι συντάκτες απέτυχαν παταγωδώς. Στα 250 χρόνια που μεσολάβησαν, μόνο τρεις από τους 45 προέδρους προήλθαν από μικρές πολιτείες: ο Ζάκαρι Τέιλορ από τη Λουιζιάνα, ο Φράνκλιν Πιρς από το Νιού Χάμπσαϊρ και ο Μπιλ Κλίντον από το Άρκανσω (θεωρώντας “μικρές” τις πολιτείες με πληθυσμό μικρότερο από τον μέσο όρο πληθυσμού του εκάστοτε συνόλου των πολιτειών). Όπως λειτούργησε το σύστημα στην πράξη, έγινε το ακριβώς  ανάποδο από αυτό που προέβλεψε ο Μέισον: “δεκαεννέα φορές στις είκοσι” οι εκλογές κρίθηκαν από τους εκλέκτορες. Μόνο δύο φορές χρειάστηκε να παρέμβει η Βουλή, και στις δύο περιπτώσεις η Βουλή κατέληξε να επιλέξει τον υποψήφιο από την μεγαλύτερη πολιτεία (αυτόν από την Βιρτζίνια το 1801 και αυτόν από την Μασαχουσέτη το 1825). Μια τρίτη φορά (1877) το Κογκρέσο καθόρισε το αποτέλεσμα των εκλογών, αλλά όχι ψηφίζοντας: αποφάσισε σχετικά με το κύρος ορισμένων αμφισβητούμενων εκλεκτορικών ψήφων και απεφάνθη ότι ο Ράδερφορντ Χέιζ είχε κερδίσει την πλειοψηφία των εκλεκτόρων. 
Καθώς τα εθνικά κόμματα (τα δύο μεγάλα) εξελίχθηκαν σιγά-σιγά σε μόνιμο χαρακτηριστικό του πολιτικού τοπίου, η ευρεία διασπορά εκλεκτορικών ψήφων που προέβλεψε ο Μέισον δεν έγινε ποτέ. Αντ' αυτού, το σύστημα των τοπικών primaries (προκριματικών) και των εθνικών συνεδρίων των κομμάτων περιόρισε την κούρσα σε δύο κορυφαίους προεδρικούς υποψηφίους, ένας εκ των οποίων σχεδόν πάντα παίρνει την απόλυτη πλειοψηφία των εκλεκτόρων. Επίσης, από το 1800 περίπου σχεδόν όλες οι πολιτείες εφαρμόζουν πλειοψηφικό σύστημα (ο νικητής της λαϊκής ψήφου στην πολιτεία παίρνει όλες τις εκλεκτορικές ψήφους της πολιτείας): αυτό ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τις πολυπληθείς πολιτείες εις βάρος των μικρότερων (αν κάποιος κερδίσει τις 11 μεγαλύτερες πολιτείες, θα εκλεγεί πρόεδρος ακόμη κι αν ο αντίπαλός του έχει κερδίσει τις υπόλοιπες 39). 
Αν το σύστημα των εκλεκτόρων είχε κυρίως σχεδιαστεί για να βοηθήσει τις μικρές πολιτείες (όπως λέει η παραδοσιακή αφήγηση), οι ανεπάρκειές του ήταν ήδη πλήρως ορατές μέσα στα πρώτα δώδεκα χρόνια λειτουργίας του. Ωστόσο, η 12η Τροποποίηση, που υιοθετήθηκε στο φως αυτής της εμπειρίας, δεν έκανε τίποτα για να προστατεύσει τις μικρές πολιτείες. Στην πραγματικότητα, η Τροποποίηση αυτή (που άλλαξε τον τρόπο εκλογής του προέδρου) αποδυνάμωσε την επιρροή των μικρών πολιτειών περιορίζοντας τις περιπτώσεις όπου η Βουλή θα εμπλεκόταν στην εκλογική διαδικασία και περιορίζοντας τον αριθμό των υποψηφίων μεταξύ των οποίων η Βουλή θα επέλεγε. 
Η παραδοσιακή αφήγηση ξεχνάει συνήθως ότι το πλαίσιο εκλογής προέδρου που ισχύει σήμερα δεν είναι αυτό που γράφτηκε στη Φιλαδέλφεια το 1787, αλλά ένα μάλλον διαφορετικό σύστημα που υιοθετήθηκε μετά τις δύσκολες εκλογές του 1800. Και η παραδοσιακή αφήγηση ξεχνάει να αναφέρει το γεγονός αυτό, επειδή ακριβώς προκαλεί προφανή ερωτήματα: Αν το σύστημα εκλογής προέδρου του 1787 ήταν τόσο καλό, γιατί χρειάστηκε τροποποίηση τόσο σύντομα; Αν το σύστημα του 1787 σχεδιάστηκε κυρίως για να προστατεύει τις μικρές πολιτείες, γιατί το σύστημα του 1804 εγκατέλειψε αυτόν τον στόχο; Από τη στιγμή που ο στόχος αυτός εγκαταλείφθηκε, γιατί οι συντάκτες της 12ης Τροποποίησης κράτησαν τους εκλέκτορες και δεν έβαλαν στην θέση τους την απλή, άμεση λαϊκή εκλογή του προέδρου; 
Η αφήγηση περί εξισορρόπησης μεταξύ μικρών και μεγάλων πολιτειών επίσης αποτυγχάνει να εξηγήσει τις βασικές πτυχές των προεδρικών εκλογών πριν από τη 12η Τροποποίηση (αυτές που έγιναν με το αρχικό σύστημα). Για παράδειγμα, όλοι το 1789 ήξεραν ότι ο Ουάσινγκτον (που προερχόταν από τη Βιρτζίνια, την μεγαλύτερη πολιτεία) θα είναι ο πρώτος πρόεδρος. Αν ίσχυαν τα περί ισορροπίας μεταξύ μικρών και μεγάλων πολιτειών, θα ήταν λογικό ο αντιπρόεδρος του Ουάσιγκτον να προέρχεται από μια εκ των μικρότερων πολιτειών. Κι όμως ο αντιπρόεδρος Τζον Άνταμς προερχόταν από την Μασαχουσέτη, που ήταν μόλις δεύτερη σε πληθυσμό μετά την Βιρτζίνια. 
Υπήρχε πράγματι μια εξισορρόπηση μεταξύ των πολιτειών στο μυαλό των ιδρυτών των ΗΠΑ, αλλά δεν είχε να κάνει με το μέγεθός τους, αλλά με τη γεωγραφία: ο Τζων Άνταμς ήταν από βόρεια πολιτεία και αντιστάθμιζε τον Ουάσιγκτον που ήταν από νότια πολιτεία. Σε κάθε μία από τις τέσσερις εκλογές που έγιναν με το αρχικό σύστημα εκλεκτόρων, οι Αμερικανοί επέλεξαν για το ζεύγος προέδρου-αντιπροέδρου άτομα με βάση τη γεωγραφία, όχι το μέγεθος των πολιτειών: Βιρτζίνια-Μασαχουσέτη το 1789 και το 1792, Μασαχουσέτη-Βιρτζίνια το 1796, Βιρτζίνια-Νέα Υόρκη το 1800. Σε κάθε μία από αυτές τις πρώτες εκλογές, όλοι οι νικητές προέρχονταν από μεγάλες πολιτείες. Οι εκλογικές γραμμές δεν τραβήχτηκαν μεταξύ μεγάλων και μικρών πολιτειών, αλλά μεταξύ Βορρά και Νότου. 
 Η ιδέα μιας ισορροπίας Βορρά-Νότου στο πλαίσιο της ομοσπονδιακής εκτελεστικής εξουσίας υπάρχει διάσπαρτη στα πρακτικά του ιδρυτικού συνεδρίου στη Φιλαδέλφεια. Πριν καταλήξουν στον πρόεδρο, οι ιδρυτές συζήτησαν (και απέρριψαν) μια πρόταση να βάλουν επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας μια τριανδρία αποτελούμενη από έναν εκπρόσωπο των βόρειων, έναν των μέσων και έναν των νότιων πολιτειών. Επίσης συζήτησαν (και απέρριψαν) την πρόταση να υπάρχει κάτω από τον πρόεδρο ένα εκτελεστικό συμβούλιο έξι ατόμων, με δύο εκπροσώπους από τις ανατολικές πολιτείες, δύο από τις μεσαίες και δύο από τις νότιες. 
Ο ίδιος ο Τζέιμς Μάντισον τόνισε (κεκλεισμένων των θυρών) στην Φιλαδέλφεια ότι: “η μεγάλη διαίρεση συμφερόντων μεταξύ των πολιτειών δεν είναι μεταξύ των μεγάλων και των μικρών, είναι μεταξύ Βορείων και Νοτίων”. Και εξήγησε ότι αυτό συνέβαινε “εν μέρει λόγω του διαφορετικού κλίματος” (και άρα της οικονομίας) αλλά “κατά κύριο λόγο ανάλογα με το αν έχουν ή δεν έχουν δούλους”. Το πραγματικό ζήτημα για τον Μάντισον και τους υπόλοιπους δεν ήταν το πώς θα μετράει η γνώμη των μικρών πολιτειών, αλλά το πώς θα μετράνε οι δούλοι. Στην περίπτωση του Κογκρέσου, ο Μάντισον πρότεινε αρχικά η εκπροσώπηση στη Γερουσία να κατανέμεται “ανάλογα με τον αριθμό των ελεύθερων κατοίκων” και η εκπροσώπηση στη Βουλή των Αντιπροσώπων να κατανέμεται σύμφωνα με το συνολικό πληθυσμό, “μετρώντας και τους δούλους σαν ελεύθερους”. Η συγκεκριμένη πρόταση δεν έγινε δεκτή (ο αριθμός των γερουσιαστών είναι ο ίδιος για κάθε πολιτεία) αλλά στην τελική συμφωνία η εκπροσώπηση στη Βουλή των Αντιπροσώπων κατανεμόταν βάσει του αριθμού των ελεύθερων κατοίκων και των τριών πέμπτων των δούλων (κάθε δούλος μέτραγε ως τρία πέμπτα ενός ανθρώπου). Είναι ανατριχιαστικό, αλλά δείχνει ποιο ήταν το βασικό σημείο αντιδικίας: οι δούλοι. 
Για τις προεδρικές εκλογές όμως; Πώς μετράνε οι δούλοι στο πλαίσιο του άρθρου 2; Η παραδοσιακή αφήγηση αποφεύγει το θέμα, εστιάζοντας αφηρημένα σε “μεγάλες” και “μικρές” πολιτείες. Αλλά ήταν η Νέα Υόρκη μεγαλύτερη από τη Βόρεια Καρολίνα επειδή είχε περισσότερους ελεύθερους κατοίκους ή ήταν μικρότερη επειδή είχε λιγότερους κατοίκους συνολικά; Τι θα σνέβαινε αν μια “μεγάλη” πολιτεία σε πληθυσμό είχε “μικρό” εκλογικό σώμα λόγω της ύπαρξης περιορισμών στο δικαίωμα ψήφου με βάση την περιουσία;
 Εδώ μπαίνει στην εικόνα η άλλη αφήγηση σχετικά με το εκλεκτορικό σύστημα, αυτή που εστιάζει στην δημοκρατική συμμετοχή. Δυστυχώς και αυτή η αφήγηση είναι γεμάτη υπεραπλουστεύσεις και παρουσιάζει το εκλεκτορικό σύστημα απλώς ως αντανάκλαση της δήθεν περιφρόνησης των ιδρυτών για τη δημοκρατία και της προθυμίας τους να κάνουν τα πάντα για να αποφευχθεί η άμεση λαϊκή ετυμηγορία. Ο Τζωρτζ Μέισον έχει δώσει λαβή βέβαια σε τέτοιες επιθέσεις με την περίφημη φράση του: “Το να αφήσουμε την επιλογή του κατάλληλου ανθρώπου για τη θέση του προέδρου στο λαό θα ήταν το ίδιο αφύσικο με το να αναθέσουμε την κρίση περί των χρωμάτων στους τυφλούς”.   
Η ιδέα ότι οι συντάκτες του Συντάγματος περιφρονούσαν τη δημοκρατία έρχεται σε αντίθεση με πολλά από τα ιστορικά δεδομένα του ίδιου του συνταγματικού κειμένου: μια εξαιρετικά δημοκρατική διαδικασία κύρωσης του Συντάγματος, άμεση εκλογή των μελών της Βουλής από το λαό, ευρύ δικαίωμα ψήφου στις εκλογές για τα μέλη της Βουλής, μισθοδοσία για τα μέλη του Κογκρέσου (ώστε να μπορούν και οι μη εύποροι να αναλάβουν τη δουλειά), σταθερές εκλογές κάθε ορισμένο διάστημα, τακτικός επανακαθορισμός του αριθμού των βουλευτών ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι πληθυσμιακές αλλαγές, πλήρης απουσία περιορισμών με βάση την περιουσία για την ανάληψη ομοσπονδιακών αξιωμάτων (ενώ υπήρχαν τέτοιοι περιορισμοί στις πολιτείες). 
Αν οι ιδρυτές πράγματι απεχθάνονταν τη δημοκρατία, γιατί το άρθρο 2 επέτρεπε στις πολιτείες να επιλέγουν τους εκλέκτορες τους με άμεση καθολική ψηφοφορία, όπως πολλές πολιτείες έκαναν από την αρχή; Το 1789 τέσσερις από τις δέκα πολιτείες επέλεγαν τους εκλέκτορες με λαϊκή ψήφο, τέσσερις έδιναν την επιλογή στα πολιτειακά νομοθετικά σώματα και δύο χρησιμοποιούσαν μικτά συστήματα. Το 1800  πέντε από τις δεκαέξι πολιτείες επέτρεψαν στους ψηφοφόρους να επιλέγουν άμεσα τους εκλέκτορες -  το 1804 το έκαναν οι έντεκα από τις δεκαεπτά. Κι ακόμη πιο βασικό: πώς εξηγείται ότι οι ίδιοι άνθρωποι που δεν ήθελαν την άμεση εκλογή του προέδρου από το λαό είχαν σε πολλές από τις πολιτείες τους συστήματα όπου ο κυβερνήτης εκλεγόταν απευθείας από το λαό; 
Η γεωγραφία είναι σίγουρα μέρος της απάντησης. Οι περισσότεροι Αμερικανοί του 18ου αιώνα περνούσαν όλη τη ζωή τους μέσα στην πολιτεία τους και είχαν περιορισμένη γνώση των ανθρώπων από άλλα μέρη της ηπείρου. Ο μέσος ψηφοφόρος θα μπορούσε κάλλιστα να διαλέξει τον κατάλληλο ηγέτη για την πολιτεία του, αλλά πώς θα ήξερε ποιος ήταν ο καλύτερος για να κυβερνήσει ολόκληρη τη χώρα; Αυτό ήταν το κύριο επιχείρημα του Τζωρτζ Μέισον: “Το μέγεθος της Χώρας καθιστά αδύνατο να έχουν οι άνθρωποι την ικανότητα να κρίνουν τους υποψηφίους”. Όπως με την πρόβλεψή του για τις “δεκαεννέα φορές στις είκοσι”, ο Μέισον απέτυχε και εδώ να προβλέψει την εμφάνιση των εθνικών κομμάτων που κατέστησαν δυνατή τη σύνδεση των υποψηφίων με τις τοπικές κοινωνίες μέσω των τοπικών γραφείων του κόμματος και των τοπικών πολιτευόμενων (που ήταν οι “εκπρόσωποι” του υποψηφίου του κόμματός τους). Μετά την αποχώρηση του Ουάσιγκτον, τα εθνικά κόμματα άρχισαν να γεμίζουν το πολιτικό κενό και η όλη συζήτηση περί της προεδρικής εκλογής κατέτεινε προς την όλο και πιο ευρεία συμμετοχή των πολιτών. Έτσι φτάσαμε στην 12η Τροποποίηση που ενθάρρυνε περαιτέρω τη μαζική συμμετοχή στις προεδρικές εκλογές. 
Για να καταλήξουμε εάν το άρθρο 2 ήταν φιλοδημοκρατικό ή αντιδημοκρατικό, πρέπει να αναρωτηθούμε αν αυτή η άνευ προηγουμένου μαζική κινητοποιήση των απλών Αμερικανών στην εκλογή του προέδρου τους συνέβη παρά το ομοσπονδιακό Σύνταγμα ή εξαιτίας του. Ανεξάρτητα από το τι είχαν στο μυαλό τους οι ιδρυτές στην Φιλαδέλφεια, αν η δομή του άρθρου 2 οδήγησε τελικά την Αμερική προς μια πιο δημοκρατική προεδρική εκλογή, τότε το Σύνταγμα θα πρέπει να θεωρείται φιλοδημοκρατικό (εκ του αποτελέσματος).    
Δημιουργώντας μια πολύ ισχυρή ομοσπονδιακή κυβέρνηση με επικεφαλής έναν πολύ ισχυρό πρόεδρο, το Σύνταγμα ουσιαστικά έχτιζε από το μηδέν μια (ανύπαρκτη μέχρι τότε) εθνική πολιτική σκηνή που απευθυνόταν σε ένα μαζικό ακροατήριο. Το Σύνταγμα βέβαια δεν απαιτούσε την άμεση δημοκρατική συμμετοχή των απλών ψηφοφόρων στη διαδικασία των προεδρικών εκλογών – αλλά ούτε και την απαγόρευε. Ενώ το άρθρο 1 προέβλεπε ρητώς την άμεση εκλογή των μελών της Βουλής από το λαό (και την επιλογή των γερουσιαστών από τα νομοθετικά σώματα των πολιτειών), το άρθρο 2 χάραξε μια μέση οδό, επιτρέποντας σε κάθε πολιτεία να αποφασίζει η ίδια το πώς θα επέλεγε τους εκλέκτορες της. Στην πράξη, αυτός ο “αγνωστικισμός” άνοιξε το δρόμο προς τη δημοκρατία: Μόλις ορισμένες πολιτείες άρχισαν να δίνουν στους ψηφοφόρους τους την επιλογή των εκλεκτόρων (και αυτό συνέβη αμέσως, από την αρχή), αποδείχθηκε πολύ δύσκολο μακροπρόθεσμα για τις υπόλοιπες να μην ακολουθήσουν. Το 1804 η πλειοψηφία των πολιτειών προέβλεπε την άμεση εκλογή των εκλεκτόρων από το λαό – το 1828 μόνο η Νότια Καρολάινα επέμενε να αντιστέκεται στη δημοκρατική παλίρροια. 
Το σύστημα των εκλεκτόρων, που ήταν στην ουσία ad hoc αξιωματούχοι που επιλέγονταν μία μόνο μία φορά κάθε τέσσερα χρόνια για έναν συγκεκριμένο σκοπό, άνοιξε νέους δρόμους για τη συμμετοχή στην πολιτική. Αφού το Σύνταγμα έλεγε ότι κάθε πολιτεία θα είχε τόσους εκλέκτορες όσοι ήταν οι αντιπρόσωποι της στο Κογκρέσο, θα φαινόταν ίσως εύλογο να διορίζονται ως εκλέκτορες αυτοί οι ίδιοι αιρετοί εκπρόσωποι (οι βουλευτές και γερουσιαστές). Ωστόσο, το Σύνταγμα απαγόρευε ρητά κάτι τέτοιο, όπως επίσης απαγόρευε σε όλους τους υπαλλήλους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και σε όλους τους δικαστές να υπηρετούν ως εκλέκτορες. 
Σε αντίθεση με την κυρίαρχη πρακτική τόσο στις πολιτείες όσο και στην μητέρα Αγγλία, το άρθρο 2 επέτρεπε σε άνδρες από όλες τις τάξεις να υπηρετήσουν ως εκλέκτορες – και, το πιο σημαντικό, τους επέτρεπε να εκλεγούν στη θέση του προέδρου. Εκτός από την Πενσυλβάνια, όλες οι άλλες πολιτείες προέβλεπαν περιορισμούς με βάση την περιουσία για το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Στη αποικιακή Μασαχουσέτη, για να εκλεγεί κάποιος στην πολιτειακή βουλή έπρεπε να έχει περιουσία τουλάχιστον 100 λιρών Αγγλίας, ενώ για να εκλεγεί κυβερνήτης έπρεπε να έχει περιουσία 1.000 λιρών. Στο Μέριλαντ για να εκλεγεί κάποιος κυβερνήτης έπρεπε να έχει προσωπική περιουσία αξίας 5.000 λιρών ενώ για να ψηφίσει έπρεπε να έχει τουλάχιστον 30 λίρες (πάρα πολλοί δεν είχαν ούτε τόσα). Στη Νότια Καρολάινα ο κυβερνήτης έπρεπε να έχει τουλάχιστον 10.000 λίρες μετρητά, αφού αφαιρεθούν από την περιουσία του τα τυχόν χρέη. Στην Αγγλία της εποχής, ο  αρχηγός του κράτους που κατείχε ανείπωτο πλούτο διάλεγε πρωθυπουργό από τη Βουλή των Κοινοτήτων, η οποία ήταν τότε ένα ιδιαίτερα προνομιούχο σώμα με μέλη από τις ανώτερες οικονομικά τάξεις.   
Όπως λειτούργησε στην πράξη το αμερικανικό σύστημα τον 19ο και 20ο αιώνα, περίπου το ένα τέταρτο των προέδρων ήταν γνησίως ταπεινής καταγωγής. Ο Λίνκολν πήγε μόνο ένα χρόνο σχολείο και μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου δεν υπήρχαν χρήματα για να αγοραστούν βιβλία. Ο στρατηγός Γκραντ έγινε πρόεδρος ενώ ήταν σχεδόν ακτήμων. Παρασιωπώντας το γεγονός ότι το άρθρο 2 αρνήθηκε να υιοθετήσει τα περιουσιακά κριτήρια που επικρατούσαν στην εποχή του, η αφήγηση περί δήθεν αντιδημοκρατικότητας των ιδρυτών των ΗΠΑ, παραλείπει να μιλήσει για τη βασική ριζοσπαστική καινοτομία του συστήματος (με όρους της εποχής του): την ισονομία. 
Στο ιδρυτικό συνέδριο στη Φιλαδέλφεια οι εκπρόσωποι της Νότιας Καρολάινα ζήτησαν επιτακτικά να υπάρξει συνταγματική πρόβλεψη σχετικά με τα περιουσιακά προσόντα του προέδρου, της τάξης των 100.000 δολαρίων (περίπου 2 εκατομμύρια με σημερινά μεγέθη). Στο τέλος, η Συνέλευση απέρριψε συντριπτικά την πρόταση. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά, οτιδήποτε θα έκανε τον πρόεδρο να μοιάζει με βασιλιά θεωρήθηκε ότι θα μείωνε τη δημοτικότητα του Συντάγματος – πράγμα επικίνδυνο αφού επρόκειτο να τεθεί στη λαϊκή ψήφο.   
Ακριβώς κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασία επικύρωσης (όπου το Σύνταγμα συζητήθηκε δημόσια σε συνελεύσεις και στις εφημερίδες πριν τεθεί σε ψηφοφορία), οι ηγέτες της ιδρυτικής γενιάς εξήγησαν πώς το σύστημα των εκλεκτόρων θα προωθούσε τη δημοκρατία αποθαρρύνοντας τη διαφθορά και την ιδιοτέλεια. Οι Άγγλοι μονάρχες παραδοσιακά χειραγωγούσαν τη Βουλή των Κοινοτήτων μέσω δωροδοκιών και οικονομικών ανταλλαγμάτων. Αντιθέτως, το άρθρο 2 εξαιρούσε από το σώμα των εκλεκτόρων αυτούς που (σύμφωνα με το Federalist Paper αρ. 68) “μπορεί να υπάρχουν υποψίες ότι δείχνουν πολύ μεγάλη αφοσίωση προς τον πρόεδρο” – δηλαδή τους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους (μερικοί από τους οποίους ήταν πιθανό να έχουν διοριστεί από τον απερχόμενο πρόεδρο) και τους ομοσπονδιακούς βουλευτές (που θα μπορούσαν να έχουν συμφωνήσει με τον πρόεδρο ότι θα υπογράψει χωρίς βέτο κάποιο νόμο που αυξάνει τους μισθούς τους ή κάποιο άλλο νομοθέτημα που τους αφορούσε ιδιαίτερα). Αυτοί οι κανόνες  στόχευαν λοιπόν  να δημιουργήσουν ισότιμους όρους ανταγωνισμού μεταξύ του απερχόμενου προέδρου και των ανθυποψηφίων του. 
Στα Federalist Papers αναλύεται διεξοδικά το πώς το άρθρο 2 θα καθιστούσε  αδύνατο να δωροδοκηθούν οι εκλέκτορες, των οποίων οι ταυτότητες δεν θα ήταν γνωστές πριν από την καταμέτρηση των ψήφων τους και οι οποίοι θα συνεδρίαζαν σε πολλές διαφορετικές πολιτείες την ίδια μέρα. Ο Αλεξάντερ Χάμιλτον έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην απειλή δωροδοκιών από “ξένες δυνάμεις”, φέρνοντας ως παράδειγμα τον τρόπο με τον οποίο η Ρωσία, η Πρωσία και η Αυστρία είχαν αναμιχθεί στην εκλογή των Πολωνών βασιλέων. Επιπλέον, τα Federalist Papers τόνιζαν ότι ένα σύστημα ανεξάρτητων εκλεκτόρων θα απελευθέρωνε τον πρόεδρο από την αδικαιολόγητη εξάρτηση από το Κογκρέσο, σε αντίθεση με κάποιες πολιτείες όπου τα νομοθετικά σώματα επέλεγαν τον κυβερνήτη.   
Ο Τζέιμς Γουίλσον, ένας εκ των αντιπροσώπων στη Φιλαδέλφεια, έγραψε ότι “η επιλογή του προέδρου φέρεται όσο πιο κοντά στο λαό είναι πρακτικά εφικτό”. Ο Γουίλσον είχε υποστηρίξει στο ιδρυτικό συνέδριο την άμεση εκλογή του προέδρου από το λαό. Αλλά, όπως έγραψε, “η μεγάλη πλειοψηφία των αντιπροσώπων ήταν της γνώμης ότι το πράγμα ήταν ανέφικτο – θα ανέκυπταν άλλα προβλήματα”. 
Ποια ήταν όμως αυτά τα προβλήματα; Εάν οι εκλέκτορες είχαν στόχο να περιορίσουν τη διαφθορά, δεν θα υπηρετείτο καλύτερα ο ίδιος στόχος από την άμεση εκλογή; Αν και ούτε ο Γουίλσον ούτε τα Federalist Papers δίνουν λεπτομερή απάντηση,  τρία ήταν τα κύρια εμπόδια που απέτρεψαν τους ιδρυτές από την άμεση λαϊκή ψήφο: η έλλειψη πληροφόρησης, οι αρχές του φεντεραλισμού και η δουλεία.  
Έγινε ήδη αναφορά στο πρόβλημα της έλλειψης πληροφόρησης: ο μέσος ψηφοφόρος πιθανότατα δεν θα γνώριζε αρκετά ώστε να μπορεί να αξιολογήσει προεδρικούς υποψηφίους από μακρινές πολιτείες. Το 1787 δεν υπήρχαν διαπολιτειακά δίκτυα επικοινωνίας και πολιτικού συντονισμού. Με το σύστημα του άρθρου 2, οι πολιτείες θα μπορούσαν να επιλέγουν ως εκλέκτορες πρόσωπα “μεγαλύτερης εμπειρίας και με πρόσβαση στην πληροφόρηση” (Federalist Paper αρ. 68). Αργότερα, όταν οι ψηφοφόροι θα γνώριζαν αρκετά για να αξιολογήσουν τους υποψηφίους, θα μπορούσαν να επιλέγουν τους εκλέκτορες με λαϊκή ψήφο και να είναι οι ελέκτορες “pledged” (υπεσχημένοι) σε έναν υποψήφιο, ήτοι να έχουν δεσμευθεί από πριν για το ποιον υποψήφιο θα στηρίξουν (οπότε οι ψηφοφόροι θα επέλεγαν εμμέσως το πρόσωπο του υποψηφίου). 
Αλλά εκτός από τα διαπολιτειακά ενημερωτικά δίκτυα, έλειπε και κάτι άλλο το 1787: ο εθνικός διοικητικός μηχανισμός. Εδώ έμπαινε το θέμα του φεντεραλισμού (δηλ. των σχέσεων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με τις πολιτείες): Η άμεση εθνική εκλογή θα ήταν αδύνατο να λάβει χώρα όσο δεν υπήρχε μια οργανωμένη ομοσπονδιακή κυβέρνηση για να την διαχειριστεί. Με ένα σύστημα άμεσης εκλογής χωρίς οργανωμένη ομοσπονδιακή κυβέρνηση, κάθε πολιτεία που θα ενίσχυε την προσέλευση των ψηφοφόρων της θα αποκτούσε μεγαλύτερη επιρροή στην τελική καταμέτρηση. Χωρίς ολοκληρωμένη ομοσπονδιακή εκλογική διαδικασία, πώς θα μπορούσε να προληφθεί η εκλογική νοθεία; Επίσης, μια πολιτεία θα μπορούσε να φουσκώσει τον αριθμό ψηφοφόρων της μειώνοντας την ηλικία ψήφου ή δίνοντας ψήφο στις γυναίκες. Οπότε η άμεση εκλογή του προέδρου θα απαιτούσε επιπλέον συνταγματικούς κανόνες που να καθορίζουν ποιοι θα είχαν δικαίωμα ψήφου.  
 Όταν αντιμετώπισαν το αντίστοιχο πρόβλημα στο θέμα της εκλογής των βουλευτών, οι αντιπρόσωποι στη Φιλαδέλφεια τελικά επέλεξαν να αφήσουν το θέμα στις πολιτείες και έτσι απέφυγαν την ανάγκη τόσο για εθνική νομοθεσία όσο και για δράση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης (που δεν υπήρχε ακόμη). Κάθε πολιτεία θα ψήφιζε με βάση το δικό της σύστημα αλλά αυτό δεν θα έπαιζε ρόλο στην κατανομή των εδρών αφού αυτή γινόταν βάσει του πληθυσμού όχι του αριθμού εκλογέων. Την ίδια λύση επέλεξαν και για την εκλογή προέδρου: οι εκλέκτορες επίσης κατανέμονταν βάσει του πληθυσμού και όχι του αριθμού εκλογέων.   
Το μεγαλύτερο δημοκρατικό ελάττωμα του άρθρου 2 είναι βασικώς το ίδιο ελάττωμα που κατατρέχει το όλο αμερικανικό Σύνταγμα: η δουλεία. Είναι εμφανής η σημασία της για το τελικό αποτέλεσμα αν δούμε προσεκτικά το διαθέσιμο ιστορικό υλικό. Στη Φιλαδέλφεια, ο Γουίλσον πρότεινε όπως είπαμε την άμεση εκλογή του προέδρου από το λαό. Παραδέχθηκε ότι κάποιοι μπορεί να το θεωρούν “χιμαιρικό” αλλά υποστήριξε ότι “η εμπειρία από τη Νέα Υόρκη και τη Μασαχουσέτη όπου ο κυβερνήτης εκλέγεται από το λαό στο σύνολό του” δείχνει ότι είναι εφικτό. Ο Γκουβερνέρ Μόρις από την Πενσυλβάνια συμφώνησε ότι η ομοσπονδιακή εκτελεστική εξουσία “θα έπρεπε να εκλέγεται από το λαό στο σύνολό του” ο οποίος θα είναι ο καλύτερος κριτής των πολιτικών της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς “θα γνωρίζει, θα βλέπει και θα αισθάνεται τις τις επιπτώσεις τους”. Πρόσθεσε μάλιστα ότι η άμεση λαϊκή εκλογή σε συνδυασμό με τη σύντομη θητεία θα καθιστούσε το συνταγματικό σχέδιο “εξαιρετικά ελκυστικό για το λαό” (που επρόκειτο να ψηφίσει για την επικύρωσή του). Ο Ρούφους Κινγκ από τη Μασαχουσέτη επεσήμανε ότι έπρεπε να δείξει η Συνέλευση εμπιστοσύνη ότι “ο λαός θα επιλέξει σοφά”.  
Κι ενώ η ιδέα του Γουίλσον κερδίζει έδαφος, παίρνει το λόγο ο Τζέιμς Μάντισον για να επισημάνει μια ζωτική διαφορά μεταξύ της άμεσης εκλογής και του συστήματος των εκλεκτόρων: οι δούλοι του αμερικανικού νότου δεν θα είχαν δικαίωμα ψήφου οπότε δεν θα μετρούσαν σε περίπτωση άμεσης εκλογής – αντίθετα θα μπορούσαν να λαμβάνονται υπόψη σε ένα σύστημα εκλεκτόρων (αφού θα καταμετρώνταν στον πληθυσμό ακόμη κι αν δεν συμμετείχαν στο εκλογικό σώμα). Συγκεκριμένα ο Μάντισον το διατύπωσε ως εξής: “Παρά το γεγονός ότι ο λαός στο σύνολό του είναι κατά τη γνώμη μου το καλύτερο σώμα για να επιλέγει την ομοσπονδιακή εκτελεστική εξουσία, υπάρχει μια πολύ σοβαρή δυσκολία αν επιλεγεί η άμεση εκλογή από το λαό. Το δικαίωμα της ψήφου είναι πολύ πιο εκτεταμένο στις βόρειες πολιτείες από ό,τι στις νότιες. Και οι νότιες πολιτείες δεν θα μπορούσαν ποτέ να έχουν επιρροή στην εκλογή αντίστοιχη του πληθυσμού τους λόγω της ύπαρξης των νέγρων. Το σύστημα των εκλεκτόρων αντιμετωπίζει αυτή τη δυσκολία και φαίνεται στο σύνολό του να είναι αυτό που εγείρει τις λιγότερες αντιρρήσεις”.   
Μια εβδομάδα αργότερα, ο Μάντισον ξαναέθεσε το θέμα σημειώνοντας την δυσαναλογία αυτή μεταξύ βορρά και νότου. Δήλωσε ότι ο ίδιος ήταν “πρόθυμος να κάνει τη θυσία” και να δεχτεί την άμεση εκλογή παρότι εκπροσωπούσε νότια πολιτεία επειδή “τα τοπικά συμφέροντα πρέπει να δώσουν τη θέση τους στο γενικό συμφέρον”. Όμως κανένας άλλος Νότιος δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Μάντισον. Μόλις κατάλαβαν ότι η άμεση εκλογή από το λαό (τους ελεύθερους πολίτες) σήμαινε τρομερά μειωμένη εκλογική δύναμη του Νότου με ενίσχυση των πολιτειών που δεν είχαν δούλους (όπως πχ η Πενσυλβάνια), οι αντιπρόσωποι των νότιων πολιτειών ψήφισαν ομοθυμαδόν εναντίον της. Όπως το διατύπωσε ο Χιου Γουίλιαμσον από την Καρολάινα: “Οι μεγαλύτερες πολιτείες θα έχουν την μεγαλύτερη επιρροή. Αλλά αυτό θα αδικεί για παράδειγμα την Βιρτζίνα που ο τεράστιος πληθυσμός δούλων της δεν θα μετράει καθόλου”.   
Και ακριβώς η Βιρτζίνια επρόκειτο να είναι ο μεγάλος νικητής του συστήματος των εκλεκτόρων το οποίο μετρούσε τους δούλους της με το σύστημα των 3/5. Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή, η Βιρτζίνια έλαβε έξι περισσότερες έδρες στη Βουλή (και άρα έξι παραπάνω εκλέκτορες) από την Πενσυλβάνια, παρότι είχαν σχεδόν ίδιους πληθυσμούς ελεύθερων πολιτών (η Πενσυλβάνια δεν είχε δούλους). Στην δεύτερη απογραφή, η Βιρτζίνια πήρε  20% παραπάνω εκλέκτορες από την Πενσυλβάνια, παρότι είχε μόνο 10% περισσότερους ελεύθερους πολίτες. Τα πρώτα 36 χρόνια των ΗΠΑ, όλοι οι πρόεδροι (πλην του Τζων Άνταμς) προέρχονταν από την δουλοκτητική Βιρτζίνια με τις φυτείες της: Τζωρτζ Ουάσινγκτον, Τόμας Τζέφερσον, Τζέιμς Μάντισον, Τζέιμς Μονρό.   
Καθ' όλη την διάρκεια της προ του Εμφυλίου εποχής (antebellum), φιλο-νότιοι υποψήφιοι (είτε Νότιοι οι ίδιοι είτε Βόρειοι αλλά με “νότιες αρχές”) είχαν το προβάδισμα στις προεδρικές κούρσες λόγω της ρήτρας των τριών πέμπτων όπως είχε ενσωματωθεί στο σύστημα των εκλεκτόρων. Οι φιλο-νότιοι πρόεδροι με τη σειρά τους σήμαιναν φιλο-νότια ομοσπονδιακή κυβέρνηση: καμία από τις εξέχουσες προσωπικότητες  που είχαν ταχθεί εναντίον της δουλείας δεν διορίστηκε σε υψηλή ομοσπονδιακή θέση πριν την έλευση του Λίνκολν.   
Με απλά λόγια: η άμεση εκλογή του προέδρου από το λαό θα σήμαινε λιγότερη δύναμη για τις φυτείες του Νότου και τους ιδιοκτήτες τους. Αυτή είναι η πιο άσχημη πλευρά της ιστορίας. Οι ιδρυτές των ΗΠΑ δεν ήταν “αντιδημοκράτες ελιτιστές”, ήταν πολιτικοί που και σε αυτό το θέμα (όπως και σε πολλά άλλα) συμβιβάστηκαν με τις απαιτήσεις του δουλοκτητικού Νότου.   
πηγή

Σχόλια