Συζητήσεις την προηγούμενη εβδομάδα με υψηλόβαθμα στελέχη όλων των πρωταγωνιστών που εμπλέκονται στο ελληνικό ζήτημα, στη διάρκεια της ετήσιας συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, επιβεβαίωσαν ότι το πρόβλημα με τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας και τη βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι πρωτίστως οικονομικό.
Ούτε νομικό, παρότι ο Σόιμπλε όντως έχει συχνά μια νομικίστικη προσέγγιση των πραγμάτων. Δεν είναι ούτε πολιτικό, με την έννοια ότι δεν αφορά την υποστήριξη των Γερμανών και των άλλων Ευρωπαίων –ή και των θεσμών γενικότερα– στο ένα ελληνικό κόμμα ή στο άλλο. Και εδώ θεωρητικά προτιμούν τη φιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία, αλλά από την άλλη βλέπουν τα οφέλη από την υλοποίηση του προγράμματος από τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ και σε αυτή τη φάση τον προτιμούν.
Το ζήτημα έχει όλες τις παραπάνω διαστάσεις, ενώ είναι αλήθεια ότι και τα νούμερα είναι μεγάλα, και το παζλ πολυσύνθετο, καθώς περιλαμβάνει πολλούς παίκτες που δεν έχουν τις ίδιες ευαισθησίες, τρόπους λήψης αποφάσεων και προτεραιότητες.
Ωστόσο, το κύριο ζήτημα, που διαπερνά όλα τα άλλα, είναι η χαμένη αξιοπιστία της Ελλάδας. Ελληνες πολιτικοί που είτε αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων είτε στον βωμό της εκλογής τους δεν τολμούν να περιγράψουν με απόλυτη ειλικρίνεια την κατάσταση.
Δεν είναι ιδεολογικό το θέμα. Ο κεντροδεξιός Καραμανλής τα «μπέρδεψε» με τα στατιστικά. Ο κεντροαριστερός Παπανδρέου έλεγε ότι λεφτά υπάρχουν, βιάστηκε να ρίξει τη Nέα Δημοκρατία, αλλά άργησε να κατανοήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ο δεξιός Σαμαράς αντιτάχθηκε στο μνημόνιο και όχι μόνο δεν δέχθηκε την πρόταση Παπανδρέου να συγκυβερνήσουν, αλλά λίγους μήνες αργότερα επέμεινε να ρίξει και τον Παπαδήμο. Ο Τσίπρας κήρυξε τον αντιμνημονιακό ανένδοτο, έλεγε και αυτός το δικό του «λεφτά υπάρχουν» με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και έριξε τον Σαμαρά τη στιγμή που η χώρα έμπαινε σε πορεία ανάπτυξης.
Ετσι, ενώ βρισκόμαστε σε μια καθοριστική στιγμή, οι θεσμοί και οι σημαντικές χώρες αναρωτιούνται πόσο αξιόπιστη είναι και αυτή η ελληνική κυβέρνηση. Και φοβούνται, αν δεν είναι βέβαιοι, ότι εάν «διευκολύνουν» τώρα την Ελλάδα, αναδιαρθρώσουν το χρέος και δεν είναι τόσο αυστηροί στις εκταμιεύσεις των δόσεων, ο κ. Τσίπρας θα εκμεταλλευθεί την όποια στήριξη και το βαρέλι δεν θα αποκτήσει ποτέ πάτο.
Ενδεικτική του προβληματισμού που επικρατεί είναι άλλωστε η σχετική τοποθέτηση του Μπενουά Κερέ της ΕΚΤ, χθες στο Ευρωκοινοβούλιο, ότι για να υπάρξει ελάφρυνση του χρέους, αλλά και για να συμπεριληφθεί η Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, «είναι πάνω απ’ όλα απαραίτητο να συνεχίσει η ελληνική κυβέρνηση να δείχνει μια σοβαρή δέσμευση στους στόχους και στα μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο του προγράμματος». Πρόσθεσε, δε, πως «μόνο αν συμβεί αυτό, μπορεί όλοι οι ενδιαφερόμενοι να είναι βέβαιοι ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν θα αντιστραφούν και ότι αντιθέτως θα ενισχυθούν μετά το τέλος του προγράμματος στηρίζοντας έτσι περαιτέρω τη δυναμική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας».
Αν ο Σόιμπλε, η Λαγκάρντ, ο Ρέγκλινγκ είχαν πεισθεί ότι η Ελλάδα είναι αξιόπιστη, θα είχαν συμπεριφερθεί διαφορετικά. Αυτό είναι το ξεκάθαρο συμπέρασμα από συζητήσεις με όλα τα επιτελεία. Ακόμη και ο τρόπον τινά υποστηρικτής της Ελλάδας, Τζακ Λιου, κάθε φορά που τάσσεται υπέρ της αναδιάρθρωσης του χρέους σπεύδει να υπογραμμίσει την ανάγκη να υλοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση όλα όσα έχει δεσμευθεί να κάνει.
Η αξιοπιστία είναι το «κλειδί» για το χρέος. Η χωρίς αποκλίσεις ταχεία ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης προσφέρει στην Αθήνα μια ευκαιρία να εκπέμψει ένα μήνυμα προς αυτή την κατεύθυνση.
πηγή
Σχόλια