1.Ιανουάριος 2015: Ιστορική πολιτική ανατροπή
Οι βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 αναδείχθηκαν σε γεγονός ιστορικής σημασίας για την εγχώρια πολιτική σκηνή, ενώ δεν υπήρξε μικρότερη και η διεθνής απήχησή τους. Με τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ αποδοκιμάστηκε η νεοφιλελεύθερη πολιτική της λιτότητας, ύστερα από μια 5ετία καταστροφικής εφαρμογής της στην Ελλάδα και τερματίσθηκε μια μακρά περίοδος 40 ετών διακυβέρνησης της χώρας από τα κόμματα του παραδοσιακού δικομματισμού. Το εκλογικό αποτέλεσμα προκάλεσε μια πρωτοφανή, για τα ελληνικά δεδομένα, πολιτική και κοινωνική συσπείρωση γύρω από τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Η μεταβολή κλίματος που επήλθε, μετεκλογικά, ξεπέρασε κάθε ιστορικό προηγούμενο, τουλάχιστον της τελευταίας 20ετίας, για την οποία διατίθενται συστηματικά εμπειρικά δεδομένα από έρευνες κοινής γνώμης (Διαγράμματα 1 & 2). Ανάλογες επιδράσεις έχουν ασκήσει στη μεταπολιτευτική περίοδο μόνον οι εκλογές του 1974 και του 1981.[1]
Η εκλογική επιτυχία του Ιανουαρίου και, στη συνέχεια, η διαπραγμάτευση που επιχείρησε η ελληνική κυβέρνηση με τους ευρωπαίους εταίρους της χώρας, λειτούργησαν καταλυτικά για τον κομματικό συσχετισμό δυνάμεων. Μετά την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, η κατακόρυφη αύξηση της επιρροής του, αποτελεί, μετά το 1974, μοναδικό συνδυασμό «επίδρασης μετεκλογικής ευφορίας» και «συσπείρωσης γύρω από τη σημαία».[2] Η διάρκεια αυτής της επίδρασης συσπείρωσης κρίθηκε από την καταστροφική εξέλιξη της διαπραγμάτευσης. Κράτησε έξι μήνες και έληξε απότομα, μετά την κυβερνητική αναδίπλωση στο δημοψήφισμα της 5/7/15 και την υπογραφή του 3ου Μνημονίου, στις 14/8/15 (Διαγράμματα 1 & 2).
Διάγραμμα 1
Διάγραμμα 2
2.Η σημασία του δημοψηφίσματος της 5/7/2015 για την εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ
Το ελληνικό δημοψήφισμα, όπου καταγράφηκε η συντριπτική απόρριψη (61,3%, έναντι 38,7%) της προωθούμενης από το Eurogroup μνημονιακής συμφωνίας για την Ελλάδα, όπως και το βρετανικό δημοψήφισμα που ακολούθησε φέτος (23/6/16), δεν αποτελούν μεμονωμένα «ατυχήματα». Έρχονται να προστεθούν στην αλληλουχία των δημοψηφισμάτων εκείνων, στα οποία οι πολιτικές πρωτοβουλίες και οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδοκιμάστηκαν από τη λαϊκή ψήφο. Η απόρριψη, μέσω δημοψηφισμάτων, της πολιτικής των κυρίαρχων ελίτ αποτελεί τη νέα μορφή με την οποία εκδηλώνεται η κοινωνική δυσαρέσκεια εντός της ΕΕ. Επιπλέον, το ελληνικό ποσοστό απόρριψης, είναι τα υψηλότερα, που έχουν παρατηρηθεί ποτέ, μεταξύ εννέα απορριπτικών δημοψηφισμάτων για ευρωπαϊκά ζητήματα, στην περίοδο 1972-2008.[3]
Η τοποθέτηση των κομμάτων στο δημοψήφισμα, επηρέασε καθοριστικά τους ψηφοφόρους, με εξαίρεση το ΚΚΕ, οι ψηφοφόφοροι του οποίου δεν πειθάρχησαν πλειοψηφικά στη γραμμή του άκυρου. Οι κομματικές προτιμήσεις αποτέλεσαν τη σημαντικότερη ερμηνευτική μεταβλητή της ψήφου στο δημοψήφισμα. Το συμπέρασμα αυτό γίνεται ορατό και στην καταγραφή της συσπείρωσης των κομμάτων, που προέκυπτε από τις προεκλογικές έρευνες. Αποδεικνύεται έτσι το γεγονός ότι υπήρξε πράγματι σημαντική κομματική στοίχιση (Μαυρής 2015β, 2016). Με διαφορετικούς όρους, τεκμηριώνεται εμπειρικά, ότι η άσκηση πιέσεων και η κινδυνολογική εκστρατεία των διεθνών και εγχωρίων Μέσων ενημέρωσης δεν είχε καταφέρει –μέχρι τη στιγμή του δημοψηφίσματος- να αποδυναμώσει την απόλυτη εκλογική κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ, που προέκυψε μετά τις πρώτες εκλογές του Ιανουαρίου (παραπάνω, σημείο 1), ούτε να θρυμματίσει την ηγετική εικόνα του Α.Τσίπρα (Διάγραμμα 2). Αξίζει δε να επισημανθεί, ότι η πρωθυπουργική δημοτικότητα, μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, είχε αγγίξει τον Ιούνιο του 2015, το 98%.[4]
Μπορεί η τυπική προεκλογική περίοδος του δημοψηφίσματος να υπήρξε πολύ σύντομη (μια εβδομάδα), ωστόσο, το περιεχόμενο της αντιπαράθεσης ήταν πολύ καιρό γνωστό και το διακύβευμα σαφέστατο. Δεν υπήρξε άλλο από το μνημονιακό πρόγραμμα και τις πολιτικές της λιτότητας, που από το 2010 αδιάλλειπτα, δηλαδή επί μια ολόκληρη εξαετία, βίωσε η ελληνική κοινωνία. Η ίδια ακριβώς συζήτηση τροφοδότησε τον πολιτικο-κοινωνικό διχασμό που εκφράστηκε, επανειλλημένα, στις πολλαπλές εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, του 2014 και βεβαίως του 2015. Η ίδια ακριβώς αντιπαράθεση αναπαράχθηκε, σε συνθήκες εντεινόμενης πόλωσης, και ολόκληρο το πρώτο εξάμηνο του 2015. Επομένως, το εκλογικό σώμα τοποθετήθηκε δυαδικά, σε ό,τι του ήταν απολύτως γνώριμο εδώ και καιρό.
Εύκολα αποδεικνύεται, με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα των ερευνών κοινής γνώμης, ότι το εκλογικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι παράγωγο: α) της νέας διαιρετικής τομής του Μνημονίου, που διαμορφώθηκε στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό κατά την περίοδο 2010-2015, ως αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης και β) της διπλής επίδρασης των εκλογών του Ιανουαρίου 2015 στον κομματικό συσχετισμό δυνάμεων: μετεκλογική ευφορία λόγω της νίκης της αριστεράς, που αποτελούσε τη ρεβάνς του 2012, αλλά και διευρυμένη κοινωνική συσπείρωση γύρω από τη νέα κυβέρνηση, στη διαπραγμάτευση που διεξήγαγε μέχρι τότε (Μαυρής 2016).
Διάγραμμα 3
πηγή
Οι βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 αναδείχθηκαν σε γεγονός ιστορικής σημασίας για την εγχώρια πολιτική σκηνή, ενώ δεν υπήρξε μικρότερη και η διεθνής απήχησή τους. Με τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ αποδοκιμάστηκε η νεοφιλελεύθερη πολιτική της λιτότητας, ύστερα από μια 5ετία καταστροφικής εφαρμογής της στην Ελλάδα και τερματίσθηκε μια μακρά περίοδος 40 ετών διακυβέρνησης της χώρας από τα κόμματα του παραδοσιακού δικομματισμού. Το εκλογικό αποτέλεσμα προκάλεσε μια πρωτοφανή, για τα ελληνικά δεδομένα, πολιτική και κοινωνική συσπείρωση γύρω από τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Η μεταβολή κλίματος που επήλθε, μετεκλογικά, ξεπέρασε κάθε ιστορικό προηγούμενο, τουλάχιστον της τελευταίας 20ετίας, για την οποία διατίθενται συστηματικά εμπειρικά δεδομένα από έρευνες κοινής γνώμης (Διαγράμματα 1 & 2). Ανάλογες επιδράσεις έχουν ασκήσει στη μεταπολιτευτική περίοδο μόνον οι εκλογές του 1974 και του 1981.[1]
Η εκλογική επιτυχία του Ιανουαρίου και, στη συνέχεια, η διαπραγμάτευση που επιχείρησε η ελληνική κυβέρνηση με τους ευρωπαίους εταίρους της χώρας, λειτούργησαν καταλυτικά για τον κομματικό συσχετισμό δυνάμεων. Μετά την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, η κατακόρυφη αύξηση της επιρροής του, αποτελεί, μετά το 1974, μοναδικό συνδυασμό «επίδρασης μετεκλογικής ευφορίας» και «συσπείρωσης γύρω από τη σημαία».[2] Η διάρκεια αυτής της επίδρασης συσπείρωσης κρίθηκε από την καταστροφική εξέλιξη της διαπραγμάτευσης. Κράτησε έξι μήνες και έληξε απότομα, μετά την κυβερνητική αναδίπλωση στο δημοψήφισμα της 5/7/15 και την υπογραφή του 3ου Μνημονίου, στις 14/8/15 (Διαγράμματα 1 & 2).
Διάγραμμα 1
Διάγραμμα 2
2.Η σημασία του δημοψηφίσματος της 5/7/2015 για την εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ
Το ελληνικό δημοψήφισμα, όπου καταγράφηκε η συντριπτική απόρριψη (61,3%, έναντι 38,7%) της προωθούμενης από το Eurogroup μνημονιακής συμφωνίας για την Ελλάδα, όπως και το βρετανικό δημοψήφισμα που ακολούθησε φέτος (23/6/16), δεν αποτελούν μεμονωμένα «ατυχήματα». Έρχονται να προστεθούν στην αλληλουχία των δημοψηφισμάτων εκείνων, στα οποία οι πολιτικές πρωτοβουλίες και οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδοκιμάστηκαν από τη λαϊκή ψήφο. Η απόρριψη, μέσω δημοψηφισμάτων, της πολιτικής των κυρίαρχων ελίτ αποτελεί τη νέα μορφή με την οποία εκδηλώνεται η κοινωνική δυσαρέσκεια εντός της ΕΕ. Επιπλέον, το ελληνικό ποσοστό απόρριψης, είναι τα υψηλότερα, που έχουν παρατηρηθεί ποτέ, μεταξύ εννέα απορριπτικών δημοψηφισμάτων για ευρωπαϊκά ζητήματα, στην περίοδο 1972-2008.[3]
Η τοποθέτηση των κομμάτων στο δημοψήφισμα, επηρέασε καθοριστικά τους ψηφοφόρους, με εξαίρεση το ΚΚΕ, οι ψηφοφόφοροι του οποίου δεν πειθάρχησαν πλειοψηφικά στη γραμμή του άκυρου. Οι κομματικές προτιμήσεις αποτέλεσαν τη σημαντικότερη ερμηνευτική μεταβλητή της ψήφου στο δημοψήφισμα. Το συμπέρασμα αυτό γίνεται ορατό και στην καταγραφή της συσπείρωσης των κομμάτων, που προέκυπτε από τις προεκλογικές έρευνες. Αποδεικνύεται έτσι το γεγονός ότι υπήρξε πράγματι σημαντική κομματική στοίχιση (Μαυρής 2015β, 2016). Με διαφορετικούς όρους, τεκμηριώνεται εμπειρικά, ότι η άσκηση πιέσεων και η κινδυνολογική εκστρατεία των διεθνών και εγχωρίων Μέσων ενημέρωσης δεν είχε καταφέρει –μέχρι τη στιγμή του δημοψηφίσματος- να αποδυναμώσει την απόλυτη εκλογική κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ, που προέκυψε μετά τις πρώτες εκλογές του Ιανουαρίου (παραπάνω, σημείο 1), ούτε να θρυμματίσει την ηγετική εικόνα του Α.Τσίπρα (Διάγραμμα 2). Αξίζει δε να επισημανθεί, ότι η πρωθυπουργική δημοτικότητα, μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, είχε αγγίξει τον Ιούνιο του 2015, το 98%.[4]
Μπορεί η τυπική προεκλογική περίοδος του δημοψηφίσματος να υπήρξε πολύ σύντομη (μια εβδομάδα), ωστόσο, το περιεχόμενο της αντιπαράθεσης ήταν πολύ καιρό γνωστό και το διακύβευμα σαφέστατο. Δεν υπήρξε άλλο από το μνημονιακό πρόγραμμα και τις πολιτικές της λιτότητας, που από το 2010 αδιάλλειπτα, δηλαδή επί μια ολόκληρη εξαετία, βίωσε η ελληνική κοινωνία. Η ίδια ακριβώς συζήτηση τροφοδότησε τον πολιτικο-κοινωνικό διχασμό που εκφράστηκε, επανειλλημένα, στις πολλαπλές εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, του 2014 και βεβαίως του 2015. Η ίδια ακριβώς αντιπαράθεση αναπαράχθηκε, σε συνθήκες εντεινόμενης πόλωσης, και ολόκληρο το πρώτο εξάμηνο του 2015. Επομένως, το εκλογικό σώμα τοποθετήθηκε δυαδικά, σε ό,τι του ήταν απολύτως γνώριμο εδώ και καιρό.
Εύκολα αποδεικνύεται, με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα των ερευνών κοινής γνώμης, ότι το εκλογικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι παράγωγο: α) της νέας διαιρετικής τομής του Μνημονίου, που διαμορφώθηκε στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό κατά την περίοδο 2010-2015, ως αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης και β) της διπλής επίδρασης των εκλογών του Ιανουαρίου 2015 στον κομματικό συσχετισμό δυνάμεων: μετεκλογική ευφορία λόγω της νίκης της αριστεράς, που αποτελούσε τη ρεβάνς του 2012, αλλά και διευρυμένη κοινωνική συσπείρωση γύρω από τη νέα κυβέρνηση, στη διαπραγμάτευση που διεξήγαγε μέχρι τότε (Μαυρής 2016).
Διάγραμμα 3
πηγή
Σχόλια