Η "μακεδονική κρίση" της κυβέρνησης. Ο Καμμένος νόμιζε ότι ο Τσίπρας σχεδίαζε να τον σουτάρει και ο Τσίπρας νόμιζε ότι ο η διαπλοκή αποφάσισε να τον ρίξει




ΣΠΑΕΙ ΣΤΑ ΔΥΟ Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ, ΚΑΜΙΑ ΡΥΘΜΙΣΗ ΣΤΟ ΧΡΕΟΣ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΑΝΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ


Η εικόνα για τον τρόπο με τον οποίον η ηγεσία της κυβερνήσεως αντιμετώπισε την "μακεδονική κρίση" με τον υπουργό Άμυνας ήταν αυτή της ψυχραιμίας και της αποφασιστικότητας. Η αλήθεια όμως είναι πως στο Μέγαρο Μαξίμου επικράτησε πανικός όταν άκουσαν τον Πάνο Καμμένο να λέει "αν δεν φύγει ο Μουζάλας θα φύγω εγώ από την κυβέρνηση".

Ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του βλέποντας τον απόλυτο τρόπο με τον οποίον ο υπουργός Άμυνας αντιμετώπιζε ένα ήσσονος σημασίας θέμα, όπως η λεκτική αβλεψία του υπουργού Μετανάστευσης όσον αφορά την ονομασία της ΠΓΔΜ, το πρώτο πράγμα που ήταν λογικό να σκεφθούν, και σύμφωνα με τις πληροφορίες το σκέφθηκαν και το συζήτησαν μεταξύ τους, ήταν ότι ο αρχηγός των ΑΝΕΛ δραματοποιεί το λεκτικό ολίσθημα Μουζάλα για να ανατρέψει την κυβέρνηση. Πίστεψαν δηλαδή πως ο Πάνος Καμμένος είχε κάνει κάποια συμφωνία με κάποιον από τους κεντρικούς παίχτες της λεγόμενης διαπλοκής συμφερόντων να διαλύσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και μάλιστα παραμονές της συζήτησης για τα θέματα διαφθοράς και διαπλοκής στη Βουλή ώστε η χώρα είτε να οδηγηθεί σε εκλογές είτε να υπάρξει κάποιο μεταβατικό, και ευρύτερης κομματικής στήριξης, κυβερνητικό σχήμα.

Τελικά απεδείχθη ότι η "μακεδονική κρίση" ήταν τρικυμία στο ποτήρι. Στόχος του Καμμένου δεν ήταν ο Μουζάλας, αλλά ο Νίκος Παππάς. Ο υπουργός Επικρατείας σε συνέντευξή του, δύο μέρες πριν την έκρηξη Καμμένου, είχε ταχθεί υπέρ της διεύρυνσης του κυβερνητικού σχήματος. Τη θέση αυτή ο υπουργός Άμυνας την εξέλαβε ως σχέδιο του Τσίπρα να αλλάξει, κάποια στιγμή, κυβερνητικό εταίρο και τη θέση των ΑΝΕΛ να πάρουν το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι ή έστω ένας εκ των δύο. Μετά τις συζητήσεις που έγιναν η παρεξήγηση διελύθη και ο μεν Μουζάλας παραμένει στη θέση του ο δε Καμμένος αναχώρησε για την Ουάσιγκτον όπου θα έχει σημαντικές επαφές με παράγοντες όχι μόνον στρατιωτικούς και όχι μόνον των ΗΠΑ. Και φυσικά,το σπουδαιότερο, η κυβέρνηση συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις για την αξιολόγηση. Και λέμε το σπουδαιότερο επειδή εάν, λόγω κυβερνητικής κρίσης, σταματούσαν οι διαπραγματεύσεις για την αξιολόγηση τότε η πλέον πιθανή εξέλιξη θα ήταν οι εταίροι-δανειστές να άφηναν τη χώρα μας να μπει σε περιδίνηση, η οποία, σε συνδυασμό με την όξυνση του προσφυγικού προβλήματος, θα είχε δραματικές επιπτώσεις ακόμη και σε θέματα εθνικών προτεραιοτήτων και συνοχής.

Βεβαίως, η "μακεδονική κρίση" είχε και μια άλλη επίπτωση για την κυβέρνηση. Αν υπήρχαν σκέψεις ή σχέδια παραγόντων, πρωτίστως ξένων, για συμβιβασμό της Αθήνας στο θέμα της ονομασίας των Σκοπίων αυτά, τουλάχιστον προσώρας, απομακρύνονται. Όταν η κυβέρνηση κινδύνευσε να πέσει επειδή ένας υπουργός της ξέχασε να βάλει το ΠΓΔ πριν τη Μακεδονία θα ήταν αστείο ακόμη και να το σκεφθούμε πως θα μπορούσε να δεχθεί να υπογράψει συμφωνία συμβιβασμού στο θέμα του ονόματος της γείτονος χώρας. Η "μακεδονική κρίση" λοιπόν ενίσχυσε την διπλωματική φαρέτρα της κυβερνήσεως για να μην συνεχίσουν οι έξωθεν, πρωτίστως, πιέσεις για επίλυση του "μακεδονικού προβλήματος". Άθελά του λοιπόν ο "κοσμοπολίτης" Μουζάλας ενίσχυσε τα επιχειρήματα της κυβερνήσεως στο θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ και ο "εθνικιστής" Πάνος Καμμένος στο επόμενο υπουργικό συμβούλιο θα πρέπει αντί να τον κοιτάζει με μισό μάτι θα πρέπει να τον αγκαλιάσει και να τον σταυροφιλήσει. Και φυσικά το μεγαλύτερο καλό ο Μουζάλας το έκανε στον Αλέξη Τσίπρα. Ο πρωθυπουργός δεν θα ήθελε μετά τις υποχωρήσεις που κάνει στα θέματα του μνημονίου να κατηγορηθεί για υποχώρηση και στο θέμα της ονομασίας των Σκοπίων. Θα ήταν, σ' αυτή τη φάση, καταστροφή γι' αυτόν και τον ΣΥΡΙΖΑ. Η "μακεδονική κρίση" δίνει στον Αλέξη Τσίπρα τη δυνατότητα να πει στους ξένους συνομιλητές του (που δεν θα ήθελαν, με το προσφυγικό σε έξαρση, να υπάρξει κυβερνητική κρίση στην Ελλάδα): "μην με πιέζετε με το Μακεδονικό γιατί θα πέσει η κυβέρνησή μου και εκτός από τη λύση στο προσφυγικό θα τιναχτεί στον αέρα και η δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας και μάλιστα σε μια περίοδο που βρισκόμαστε κοντά σε συμφωνία στο θέμα της πρώτης αξιολόγησης όσον αφορά τη συμμόρφωση στους όρους του τρίτου μνημονίου".

Και η αλήθεια είναι πως κυβέρνηση και Θεσμοί όντως βρίσκονται πολύ κοντά σε συμφωνία για την θετική αξιολόγηση. Βεβαίως, η αξιολόγηση θα γίνει σε δύο φάσεις. Το σπάσιμο της αξιολόγησης σίγουρα δεν βοηθά την οικονομία, το χρηματιστήριο, την αγορά και τις τράπεζες που θα ήθελαν να υπαχθούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο σχέδιο Ντράγκι για την παροχή ρευστότητας προκειμένου να δανειοδοτηθούν οι επιχειρήσεις. Ούτε φυσικά και την κυβέρνηση, η οποία περιμένει πως και πως να εκταμιευθούν τα 18-19 δις για να εξοφλήσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις αξίας 13 δις ευρώ και κυρίως τις εγχώριες υποχρεώσεις της οι οποίες ανέρχονται σε 5-6 δις και οι οποίες εφόσον εκπληρωθούν, ως είναι φυσικό, θα αναζοωγονήσουν σημαντικά τη χειμαζόμενη αγορά. Μπορεί η αξιολόγηση σε δύο φάσεις να μην συμφέρει όμως κρίνεται αναγκαία καθώς ακόμη δεν έχει επέλθει συμφωνία στα κόκκινα δάνεια και στον τρόπο που θα καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό. Έτσι και σύμφωνα με τις πληροφορίες άμεσα θα υπάρξει συμφωνία σε ασφαλιστικό και φορολογικό κάτι που θα οδηγήσει σε εκταμίευση 4-5 δις ευρώ και σε δεύτερη φάση, ίσως μετά από 2-3 μήνες, θα αξιολογηθεί η πρόοδος στα θέματα του δημοσιονομικού κενού, των κόκκινων δανείων και του υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων.

Εκείνο πάντως που προβληματίζει περισσότερο την κυβέρνηση είναι πως στο θέμα του χρέους, και παρά τις υποσχέσεις που έχουν δοθεί, στο Eurogroup φαίνεται να επικρατεί η άποψη Σόϊμπλε: Καμμία διαγραφή, καμμία απομείωση, καμμία διευθέτηση στο χρόνο και το επιτόκιο αποπληρωμής. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών όχι μόνον είναι ανένδοτος σε οποιαδήποτε διευκόλυνση στο θέμα του χρέους, αλλά βρίσκει και ευήκοα ώτα όταν υποστηρίζει πως "ο τρόπος με τον οποίο είναι διαρθρωμένα τα ελληνικά δάνεια δείχνουν πως η χώρα δεν αντιμετωπίζει υψηλές πληρωμές τόκων ή αποπληρωμές έως το 2025 και γι’ αυτό δεν είναι επιτακτική η ανάγκη να ληφθεί άμεσα δράση για τη μείωσή του". Στη διαπίστωση αυτή συμφωνούν σχεδόν όλοι οι εταίροι-δανειστές μας με εξαίρεση το ΔΝΤ, το οποίο επιμένει πως αν δεν υπάρξει απομείωση το ελληνικό χρέος το 2022 δεν θα είναι, όπως προβλέπουν οι όροι δανειοδότησης, βιώσιμο. Ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του έχουν ενημερωθεί από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, αλλά και άλλους παράγοντες των ευρωπαϊκών θεσμών, πως η άποψη Σόϊμπλε για μη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους είναι ισχυρή στο Eurogroup και θεωρείται σχεδόν απίθανο να αλλάξει. Με βάση αυτή την εκτίμηση, η οποία επιβεβαιώνεται και από κοινοτικές πηγές, στο εσωτερικό της κυβέρνησης έχουν αρχίσει να ακούγονται φωνές πως η κυβερνητική πολιτική και επιχειρηματολογία θα πρέπει αφενός να προσαρμοστεί στα δεδομένα και να σταματήσει να υπερπροβάλλεται η ελάφρυνση του χρέους ως στόχος συνδεδεμένος με την αξιολόγηση και αφετέρου να επικεντρωθεί στην αντιπαράθεση των ευρωπαϊκών θεσμών με το ΔΝΤ ευελπιστώντας σε μια (ήκιστα όμως) πιθανή αποχώρηση του Ταμείου από το ελληνικό Πρόγραμμα.

Το σίγουρο πάντως είναι πως σπάζοντας την αξιολόγηση σε δύο φάσεις η κυβέρνηση άμεσα δεν μπορεί να κατηγορηθεί πως απεδέχθη επαχθή μέτρα για ασφαλιστικό και φορολογικό χωρίς να εξασφαλίσει κάποια συγκεκριμένη και ουσιαστική δέσμευση
στο θέμα της ελάφρυνσης του χρέους. Θα το παραπέμπει για τη δεύτερη φάση όταν δηλαδή θα ολοκληρωθεί και τυπικά η πρώτη αξιολόγηση και φυσικά θα αναμένει μήπως υπάρξει κάποια θετική εξέλιξη στην εαρινή σύνοδο του Ταμείου στις 15 Απριλίου στην Ουάσιγκτον. Φυσικά, η λήψη σκληρών μέτρων χωρίς ταυτόχρονη ελάφρυνση του χρέους αποτελεί πρόβλημα για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το οποίο ο πρωθυπουργός θα πρέπει να το αντιμετωπίσει με κινήσεις εξισορρόπησης των εντυπώσεων ενδεχομένως αν όχι πριν, όπως θέλουν ορισμένοι Μάξιμοι, σίγουρα αμέσως μετά το Πάσχα. Εξυπακούεται πως όταν ερωτώνται ο πρωθυπουργός και οι στενοί του συνεργάτες "πότε θα γίνει ανασχηματισμός;" η απάντηση που δίνουν είναι ότι "αυτός δεν προαναγγέλεται". Μπορεί να μην προαναγγέλεται όμως ο Αλέξης Τσίπρας μετά από τη συμπλήρωση έξι μηνών της (δεύτερης) κυβέρνησή του έχει καταλήξει πως το κυβερνητικό σχήμα όντως "χρειάζεται αναδιοργάνωση" καθώς όλοι όσοι ασκούν κυβερνητικά καθήκοντα (υπουργοί, υφυπουργοί και γενικοί γραμματείς) "είχαν το χρόνο για να δείξουν αν μπορούν να ανταποκριθούν με επάρκεια στις ευθύνες και το έργο που έχουν αναλάβει". Μάλιστα, σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις των υπουργών, ο Αλέξης Τσίπρας, λέγεται πως αντιγράφει τον Κώστα Σημίτη. Έχει ένα μπλοκάκια και σημειώνει. Με βάση αυτό και χωρίς συναισθηματισμούς -για ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για ορισμένα κυβερνητικά στελέχη- θα κάνει, μας λένε πρόσωπα που γνωρίζουν καλά τον πρωθυπουργό, και τον ανασχηματισμό...

πηγή

Σχόλια