«Θα σας δούμε πάλι μετά από 2 εβδομάδες». Αυτό πίστευαν και έλεγαν στους δικούς τους οι Ιταλοί στρατιώτες που πήγαιναν στο μέτωπο...
«Θα σας δούμε πάλι μετά από 2 εβδομάδες». Με αυτή τη φράση αποχαιρετούσαν οι Ιταλοί τις οικογένειες τους πριν τον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο. Γιατί οι Ιταλοί θεωρούσαν τους Έλληνες μη αξιόμαχους και εύκολη λεία...
«Θα σας δούμε πάλι μετά από 2 εβδομάδες». Αυτή ήταν η φράση με την οποία οι Ιταλοί στρατιώτες αποχαιρετούσαν τους φίλους τους κατά την αναχώρηση των ιταλικών στρατευμάτων από την Αλβανία για τα ελληνικά σύνορα, μέσα σε συνθήκες αληθινής γιορτής.
Η παραπάνω φράση δείχνει με τον ποιο καθαρό τρόπο τη σιγουριά, τη βεβαιότητα, την αλαζονία που κυριαρχούσε στο ιταλικό στρατόπεδο για την έκβαση του πολέμου. Ήταν αισιόδοξοι ότι θα πετύχουν μια κεραυνοβόλα επιτυχία ανάλογη με εκείνες που είχαν πετύχει μέχρι τότε οι σύμμαχοί τους, οι Γερμανοί, καθώς πίστευαν ότι οι Έλληνες δεν θα τους πρόβαλλαν αξιόλογη αντίσταση.
Πιο αισιόδοξοι από όλους ήταν οι στρατηγοί του ιταλικού Γ.Ε.Σ. Ο αρχηγός του, ο στρατηγός Γκρατσιάνι, δεν πίστευε στη μαχητικότητα του ελληνικού στρατεύματος και μάλιστα στην τελική διαταγή επιχειρήσεων στις 20 Οκτωβρίου 1940, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι «οι επιχειρήσεις θα αρχίσουν χωρίς την άφιξη των προβλεπόμενων ενισχύσεων».
Τόσο σίγουροι ήταν για την τελική επικράτηση. Έλληνες στρατιώτες στο αλβανικό μέτωπο γιορτάζουν την Πρωτοχρονιά του 1941 Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 οι Ιταλοί παραβιάζουν τα ελληνικά σύνορα. Οι πρώτες πληροφορίες από το μέτωπο μιλούν για ταχύτατη προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων (χωρίς μάλιστα αεροπορική στήριξη) και προκαλούν μεγάλο ενθουσιασμό στην Ιταλία. Οι ιταλοί επιτελάρχες ερμήνευσαν μάλλον λάθος τη «βάση σχεδίου» σύμπτυξη των ελληνικών προκαλυπτικών τμημάτων την πρώτη μέρα. Νόμισαν ότι οι ελληνικές δυνάμεις υποχωρούν.
Ο Υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο γράφει στο ημερολόγιό του στις 28 Οκτωβρίου ότι «παρά την κακοκαιρία τα στρατεύματά μας προελαύνουν γρήγορα μολονότι δεν υποστηρίζονται από την αεροπορία… Ο Ντούτσε είναι ευδιάθετος», ενώ την επομένη γράφει ότι «ουδείς κινείται να βοηθήσει τους Έλληνες. Τώρα είναι απλώς θέμα ταχύτητας». Το ίδιο αισιόδοξο πνεύμα μαρτυρούν και τα πολεμικά ανακοινωθέντα, π.χ. το υπ’ αριθμόν 147 της 1ης Νοεμβρίου αναφέρει ότι «οι εις Ήπειρον επιχειρήσεις εξελίσσονται κανονικά. Τα στρατεύματά μας έφθασαν στον οδικό κόμβο Καλιμπάκι» (έτσι λανθασμένα αποκαλούσαν το Καλπάκι).
Το αλαζονικό πνεύμα φαίνεται ολοκάθαρα και στα λεγόμενα στο βιβλίο του αρχηγού Γ.Ε.Α. Φ. Πρίκολο («Αδράνεια κατά ηρωισμού», 1946). Αναφέρει ότι ο Μουσολίνι εμπιστευόταν τον αρχιστράτηγο των επιχειρήσεων Β. Πράσκα και ότι άκουσε τον στρατηγό Σοντού (υφυπουργό Στρατιωτικών) να διαβεβαιώνει ότι απαιτείται 1 εβδομάδα να καταλάβει ο ιταλικός στρατός τα Γιάννενα και 15-20 μέρες την Πρέβεζα. Μάλιστα ανέθεσε στον στρατηγό Πρίκολο να μεταβεί στο μέτωπο και να επιδώσει συγχαρητήρια επιστολή στον αρχιστράτηγο. Πράγματι στις 2 Νοεμβρίου τον συνάντησε στο ηπειρωτικό μέτωπο (μεταξύ Δολιανών και Καλπακίου) και επέδωσε στον Πράσκα την επιστολή του Μουσολίνι, με την οποία τον συνέχαιρε για τη μέχρι τώρα εξέλιξη των επιχειρήσεων, του έκανε γνωστό ότι η αποβατική επιχείρηση εναντίον της Κέρκυρας αναβάλλεται και ότι θα στείλει ενισχύσεις (τη μεραρχία «Μπάρι», που προοριζόταν για την Κέρκυρα και 3 ακόμη από Ιταλία).
Ο στρατηγός Πράσκα είπε: «μπορείτε να ανακοινώσετε στον Ντούτσε ότι πρέπει να είναι τελείως ήσυχος. Με τις 3 μεραρχίες ή και χωρίς αυτές υπολογίζω να είμαι σε 3 μέρες στα Ιωάννινα και σε 1 εβδομάδα στην Πρέβεζα. Οι Έλληνες αντιτάσσουν ψεύτικη αντίσταση και τράπηκαν σε φυγή. Αφού πέρασαν 6 μέρες από την έναρξη των επιχειρήσεων, δεν υφίσταται πλέον κίνδυνος και στο μέτωπο της Κορυτσάς.
Οι Έλληνες δεν επιτέθηκαν μέχρι τώρα και δεν πρόκειται να επιτεθούν πλέον». Η απόφαση του Μπενίτο Μουσολίνι να επιτεθεί στην Ελλάδα χωρίς τις απαραίτητες δυνάμεις είχε δύο αιτίες: τη βαθιά Η απόφαση του Μπενίτο Μουσολίνι να επιτεθεί στην Ελλάδα χωρίς τις απαραίτητες δυνάμεις είχε δύο αιτίες: την βαθιά περιφρόνηση για τους Έλληνες και την εμμονή του να αποδείξει στον Χίτλερ οτι και αυτός μπορούσε να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα περιφρόνηση για τους Έλληνες και την εμμονή του να αποδείξει στον Χίτλερ ότι και αυτός μπορούσε να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα. Επιπλέον, ο ιταλός πολιτικός διοικητής στην Αλβανία Τζακομόνι μετέδιδε στον Πράσκα στις 2 Νοεμβρίου: «όταν φτάσεις στην Πρέβεζα θα ονομασθείς στρατηγός στρατιάς και όταν φτάσεις στην Αθήνα στρατάρχης της Ιταλίας».
Όμως, η αισιοδοξία των Ιταλών κράτησε μόνο 6 μέρες. Ο στρατηγός Αρμελλίνι του Γενικού Επιτελείου έγραφε στο ημερολόγιό του στις 3 Νοεμβρίου: «ο πόλεμος στην Ελλάδα προχωρεί αργά και με μεγάλες δυσχέρειες, αντίσταση κατά των στρατευμάτων μας … ενώ θα έπρεπε, κατά τις πληροφορίες που μας δίνονταν, να έχουν γίνει δεκτά με ανοιχτές αγκάλες. … Στην Ήπειρο η προέλαση εξελίσσεται αργά, στην Κορυτσά οι Έλληνες εξαπέλυσαν επίθεση με μικρές επιτυχίες. Οι επιχειρήσεις δεν είναι τόσο αναίμακτες, όπως οι Τζιακομόνι, Τσιάνο και η παρέα τους πίστευαν …».
Αντίθετα, ο Τσιάνο από την Αλβανία στέλνει επιστολή στον Ντούτσε και τον ενημερώνει ότι: «οι επιχειρήσεις βαίνουν καλώς και η ελληνική αντίσταση παρουσιάζεται ασθενής, πλην όμως, για να επιτευχθεί η ενέργεια, …. θα ήταν απαραίτητη η άμεση αποστολή των τριών μεραρχιών». Όμως, το πολεμικό ανακοινωθέν με αριθμό 149 της 3ης Νοεμβρίου επιβεβαιώνει ότι οι επιχειρήσεις εμφανίζουν στασιμότητα.
Αυτή η νέα κατάσταση στο μέτωπο δημιούργησε κλίμα ανησυχίας στην Ιταλία. Στις 4 Νοεμβρίου ο Μουσολίνι καλεί σε σύσκεψη τους αρχηγούς των επιτελείων και αποφασίστηκε η αποστολή 12 τουλάχιστον μεραρχιών στην Αλβανία και η αντικατάσταση του στρατηγού Πράσκα με τον στρατηγό Ουμπάλντο Σοντού, πρώην υφυπουργό Στρατιωτικών. Ο Πράσκα όμως εξαπατήθηκε, γιατί του αναγγέλθηκε η αντικατάσταση όχι αμέσως, αλλά στις 9 Νοεμβρίου. Η πικρία που ένιωσε ο απερχόμενος στρατηγός φαίνεται στο βιβλίο που έγραψε αργότερα: «… το απόγευμα της 5ης Νοεμβρίου δέχθηκα απροσδόκητη επίσκεψη του στρατηγού Σοντού στο στρατηγείο στη Δερβιτσάνη. Είχα ακόμη εμπιστοσύνη σε αυτόν… Με αγκάλιασε … μου είπε ότι ήρθε να με βοηθήσει ιδίως στην επίσπευση της μεταφοράς ενισχύσεων. … Την επομένη επέστρεψε και μου διευκρίνισε ότι ήλθε στην Αλβανία όχι μόνο για να βελτιώσει τις μεταφορές, αλλά και ως εντεταλμένος του Μουσολίνι, να μελετήσει επί τόπου την κατάσταση. Οι δυνάμεις μας έπρεπε να αυξηθούν σημαντικά και να σχηματιστεί μια ομάδα με 2 στρατιές, μια στην Ήπειρο και άλλη στον τομέα της Κορυτσάς. Θα ανελάμβανε τη διοίκηση της Ομάδας Στρατιών και εγώ, αν δεχόμουν, θα γινόμουν διοικητής της Στρατιάς Ηπείρου. … Με παρακαλούσε θερμά να δεχθώ και εξ ονόματος του Μουσολίνι. Απάντησα ότι δέχομαι … με φίλησε … και μου είπε: θα δεις πόσο καλά θα συνεργαστούμε, θα γίνουμε και οι δύο στρατηγοί στρατιάς και κατόπιν στρατάρχες της Ιταλίας».
Οχυρωματικές εργασίες από τον Ελληνικό Στρατό στην γραμμή Ελαίας-Καλαμά, Μάρτιος 1939 Αυτές οι ίντριγκες συνέβαιναν στο ιταλικό στρατόπεδο, ενώ ο Τσιάνο έγραφε στο ημερολόγιό του στις 6 Νοεμβρίου: «Ο Ντούτσε είναι δυσαρεστημένος από την εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα. Ο εχθρός επιτέθηκε στην Κορυτσά, όπου σημείωσε μερικές προόδους. Πάντως είναι γεγονός ότι σήμερα, όγδοη ημέρα των επιχειρήσεων, η πρωτοβουλία περιήλθε στον εχθρό».
Στις 7 Νοεμβρίου, από το ημερολόγιο του Τσιάνο, φαίνεται ότι η ανησυχία των Ιταλών εντάθηκε ακόμη περισσότερο: «στον τομέα της Κορυτσάς έχουμε ήδη αποσυρθεί στη γραμμή αντίστασης…». Την ίδια μέρα ο στρατηγός Αρμελλίνι, βοηθός του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Μπαντόλιο, γράφει: «η επίθεση στην Ήπειρο ατονεί λόγω εξάντλησης της επιθετικής δυνατότητας των μεραρχιών μας. … στον τομέα της Κορυτσάς οι Έλληνες επιμένουν στην επίθεση. … Συμπερασματικά, ακόμα κι αν επιτευχθεί να διορθωθεί η κατάσταση, πλήρης αποτυχία της επιχείρησής μας».
Τη δεινή θέση παρουσιάζει καθαρά ο πτέραρχος Πρίκολο: «κάθε άλλο παρά προέλαση προς Ιωάννινα και Πρέβεζα. Τα τμήματά μας έχουν αναχαιτισθεί στο Καλπάκι… Ο Μουσολίνι, αφού εξέτασε τις αεροφωτογραφίες (τα υψώματα Γκραμπάλα, Ψηλορράχη και Ασόνισσα στο Καλπάκι), έμεινε επί αρκετά λεπτά στενοχωρημένος και σιωπηλός… Οι Έλληνες δεν είχαν καμιά διάθεση να υποχωρήσουν». Η διάταξη του Ιταλικού και του Ελληνικού στρατού τον Οκτώβριο του 1940 Στις 8 Νοεμβρίου υπό πίεση το Ιταλικό Επιτελείο Στρατού εξέδωσε διαταγή: «Κατόπιν ανώτατης διαταγής λαμβανομένης της παρούσης κατάστασης αναστείλατε την επιθετική ενέργεια στην Ήπειρο, ενόψει ανάληψης νέας δράσης μελλοντικά».
Στις 9 Νοεμβρίου αντικαθίσταται τελικά ο Πράσκα από τον Σοντού πράγμα που φανερώνει ανάγλυφα τη δύσκολη θέση που βρισκόταν το ιταλικό στρατόπεδο. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα (9 – 13 Νοεμβρίου) οι Ιταλοί αναθάρρησαν γιατί ο Ελληνικός Στρατός περιόρισε τις επιθετικές ενέργειες. Οι Ιταλοί νόμισαν ότι η ελληνική ορμή εξαντλήθηκε, αλλά στην πραγματικότητα οι Έλληνες ετοιμάζονταν για τη γενική αντεπίθεση. Στις 14 Νοεμβρίου ο ελληνικός στρατός εξαπολύει γενική αντεπίθεση σε όλο το μέτωπο που κατέληξε στην κατάληψη της Κορυτσάς και άλλων περιοχών της Αλβανίας.
Ο Αρμελλίνι στις 19 Νοεμβρίου έγραφε: «Ο Ντούτσε είχε χείριστη διάθεση εξαιτίας της κατάληψης της Ερσέκας από τους Έλληνες. Η Ερσέκα είναι ιδιαίτερα αξιόλογη θέση καθόσον διακόπτει τις συγκοινωνίες και παρέχει ευκολία ανάπτυξης δράσης κατά της Κορυτσάς». Το απόγευμα της 21ης Νοεμβρίου ο Τσιάνο έγραφε: «ο Σοντού ανακοίνωσε ότι προτίθεται να εκκενώσει την Κορυτσά και να συμπτύξει ολόκληρο το μέτωπο.
Ο Μουσολίνι του ζητά να το σκεφτεί καλύτερα, αλλά η υποχωρητική κίνηση είναι ήδη σε εξέλιξη και δεν μπορεί πλέον να ανακοπεί…». 28 Νοεμβρίου ο Τσιάνο αναφέρει: «άσχημα νέα από την Αλβανία. Η ελληνική πίεση συνεχίζεται, ενώ η δική μας αντίσταση εξασθενεί», ενώ ο Σταράτσε, αρχηγός της Μιλίτσια, επιστρέφοντας από το μέτωπο, ανέφερε, σύμφωνα πάντα με τα γραπτά του Τσιάνο ότι: «βλέπει την κατάσταση πολύ σκοτεινή…. Οι στρατιώτες μας πολέμησαν λίγο και άσχημα. Αυτή – ισχυρίζεται – είναι η βασική και αληθινή αιτία των εκεί συμβάντων». Πυροβολικό του Ελληνικού Στρατού βάλλει κατά του υψώματος Ιβάν, κοντά στην Κορυτσά Στα τέλη Νοεμβρίου ο πτέραρχος Πρίκολο γράφει στο βιβλίο του: «σε ό,τι αφορά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο δεν έχω παρά ελάχιστα πράγματα να προσθέσω… Η καταστροφή εκδηλώθηκε τόσο απροσδόκητα, τόσο παράλογα και ταυτόχρονα τόσο σοβαρά, ώστε όλοι μας είμαστε χαμένο...
πηγή
«Θα σας δούμε πάλι μετά από 2 εβδομάδες». Αυτή ήταν η φράση με την οποία οι Ιταλοί στρατιώτες αποχαιρετούσαν τους φίλους τους κατά την αναχώρηση των ιταλικών στρατευμάτων από την Αλβανία για τα ελληνικά σύνορα, μέσα σε συνθήκες αληθινής γιορτής.
Η παραπάνω φράση δείχνει με τον ποιο καθαρό τρόπο τη σιγουριά, τη βεβαιότητα, την αλαζονία που κυριαρχούσε στο ιταλικό στρατόπεδο για την έκβαση του πολέμου. Ήταν αισιόδοξοι ότι θα πετύχουν μια κεραυνοβόλα επιτυχία ανάλογη με εκείνες που είχαν πετύχει μέχρι τότε οι σύμμαχοί τους, οι Γερμανοί, καθώς πίστευαν ότι οι Έλληνες δεν θα τους πρόβαλλαν αξιόλογη αντίσταση.
Έλληνες στρατιώτες στο αλβανικό μέτωπο γιορτάζουν την Πρωτοχρονιά του 1941... |
Πιο αισιόδοξοι από όλους ήταν οι στρατηγοί του ιταλικού Γ.Ε.Σ. Ο αρχηγός του, ο στρατηγός Γκρατσιάνι, δεν πίστευε στη μαχητικότητα του ελληνικού στρατεύματος και μάλιστα στην τελική διαταγή επιχειρήσεων στις 20 Οκτωβρίου 1940, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι «οι επιχειρήσεις θα αρχίσουν χωρίς την άφιξη των προβλεπόμενων ενισχύσεων».
Τόσο σίγουροι ήταν για την τελική επικράτηση. Έλληνες στρατιώτες στο αλβανικό μέτωπο γιορτάζουν την Πρωτοχρονιά του 1941 Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 οι Ιταλοί παραβιάζουν τα ελληνικά σύνορα. Οι πρώτες πληροφορίες από το μέτωπο μιλούν για ταχύτατη προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων (χωρίς μάλιστα αεροπορική στήριξη) και προκαλούν μεγάλο ενθουσιασμό στην Ιταλία. Οι ιταλοί επιτελάρχες ερμήνευσαν μάλλον λάθος τη «βάση σχεδίου» σύμπτυξη των ελληνικών προκαλυπτικών τμημάτων την πρώτη μέρα. Νόμισαν ότι οι ελληνικές δυνάμεις υποχωρούν.
Ο Υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο γράφει στο ημερολόγιό του στις 28 Οκτωβρίου ότι «παρά την κακοκαιρία τα στρατεύματά μας προελαύνουν γρήγορα μολονότι δεν υποστηρίζονται από την αεροπορία… Ο Ντούτσε είναι ευδιάθετος», ενώ την επομένη γράφει ότι «ουδείς κινείται να βοηθήσει τους Έλληνες. Τώρα είναι απλώς θέμα ταχύτητας». Το ίδιο αισιόδοξο πνεύμα μαρτυρούν και τα πολεμικά ανακοινωθέντα, π.χ. το υπ’ αριθμόν 147 της 1ης Νοεμβρίου αναφέρει ότι «οι εις Ήπειρον επιχειρήσεις εξελίσσονται κανονικά. Τα στρατεύματά μας έφθασαν στον οδικό κόμβο Καλιμπάκι» (έτσι λανθασμένα αποκαλούσαν το Καλπάκι).
Το αλαζονικό πνεύμα φαίνεται ολοκάθαρα και στα λεγόμενα στο βιβλίο του αρχηγού Γ.Ε.Α. Φ. Πρίκολο («Αδράνεια κατά ηρωισμού», 1946). Αναφέρει ότι ο Μουσολίνι εμπιστευόταν τον αρχιστράτηγο των επιχειρήσεων Β. Πράσκα και ότι άκουσε τον στρατηγό Σοντού (υφυπουργό Στρατιωτικών) να διαβεβαιώνει ότι απαιτείται 1 εβδομάδα να καταλάβει ο ιταλικός στρατός τα Γιάννενα και 15-20 μέρες την Πρέβεζα. Μάλιστα ανέθεσε στον στρατηγό Πρίκολο να μεταβεί στο μέτωπο και να επιδώσει συγχαρητήρια επιστολή στον αρχιστράτηγο. Πράγματι στις 2 Νοεμβρίου τον συνάντησε στο ηπειρωτικό μέτωπο (μεταξύ Δολιανών και Καλπακίου) και επέδωσε στον Πράσκα την επιστολή του Μουσολίνι, με την οποία τον συνέχαιρε για τη μέχρι τώρα εξέλιξη των επιχειρήσεων, του έκανε γνωστό ότι η αποβατική επιχείρηση εναντίον της Κέρκυρας αναβάλλεται και ότι θα στείλει ενισχύσεις (τη μεραρχία «Μπάρι», που προοριζόταν για την Κέρκυρα και 3 ακόμη από Ιταλία).
Ο στρατηγός Πράσκα είπε: «μπορείτε να ανακοινώσετε στον Ντούτσε ότι πρέπει να είναι τελείως ήσυχος. Με τις 3 μεραρχίες ή και χωρίς αυτές υπολογίζω να είμαι σε 3 μέρες στα Ιωάννινα και σε 1 εβδομάδα στην Πρέβεζα. Οι Έλληνες αντιτάσσουν ψεύτικη αντίσταση και τράπηκαν σε φυγή. Αφού πέρασαν 6 μέρες από την έναρξη των επιχειρήσεων, δεν υφίσταται πλέον κίνδυνος και στο μέτωπο της Κορυτσάς.
Οι Έλληνες δεν επιτέθηκαν μέχρι τώρα και δεν πρόκειται να επιτεθούν πλέον». Η απόφαση του Μπενίτο Μουσολίνι να επιτεθεί στην Ελλάδα χωρίς τις απαραίτητες δυνάμεις είχε δύο αιτίες: τη βαθιά Η απόφαση του Μπενίτο Μουσολίνι να επιτεθεί στην Ελλάδα χωρίς τις απαραίτητες δυνάμεις είχε δύο αιτίες: την βαθιά περιφρόνηση για τους Έλληνες και την εμμονή του να αποδείξει στον Χίτλερ οτι και αυτός μπορούσε να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα περιφρόνηση για τους Έλληνες και την εμμονή του να αποδείξει στον Χίτλερ ότι και αυτός μπορούσε να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα. Επιπλέον, ο ιταλός πολιτικός διοικητής στην Αλβανία Τζακομόνι μετέδιδε στον Πράσκα στις 2 Νοεμβρίου: «όταν φτάσεις στην Πρέβεζα θα ονομασθείς στρατηγός στρατιάς και όταν φτάσεις στην Αθήνα στρατάρχης της Ιταλίας».
Όμως, η αισιοδοξία των Ιταλών κράτησε μόνο 6 μέρες. Ο στρατηγός Αρμελλίνι του Γενικού Επιτελείου έγραφε στο ημερολόγιό του στις 3 Νοεμβρίου: «ο πόλεμος στην Ελλάδα προχωρεί αργά και με μεγάλες δυσχέρειες, αντίσταση κατά των στρατευμάτων μας … ενώ θα έπρεπε, κατά τις πληροφορίες που μας δίνονταν, να έχουν γίνει δεκτά με ανοιχτές αγκάλες. … Στην Ήπειρο η προέλαση εξελίσσεται αργά, στην Κορυτσά οι Έλληνες εξαπέλυσαν επίθεση με μικρές επιτυχίες. Οι επιχειρήσεις δεν είναι τόσο αναίμακτες, όπως οι Τζιακομόνι, Τσιάνο και η παρέα τους πίστευαν …».
Η διάταξη του Ιταλικού και του Ελληνικού στρατού τον Οκτώβριο του 1940... |
Αντίθετα, ο Τσιάνο από την Αλβανία στέλνει επιστολή στον Ντούτσε και τον ενημερώνει ότι: «οι επιχειρήσεις βαίνουν καλώς και η ελληνική αντίσταση παρουσιάζεται ασθενής, πλην όμως, για να επιτευχθεί η ενέργεια, …. θα ήταν απαραίτητη η άμεση αποστολή των τριών μεραρχιών». Όμως, το πολεμικό ανακοινωθέν με αριθμό 149 της 3ης Νοεμβρίου επιβεβαιώνει ότι οι επιχειρήσεις εμφανίζουν στασιμότητα.
Αυτή η νέα κατάσταση στο μέτωπο δημιούργησε κλίμα ανησυχίας στην Ιταλία. Στις 4 Νοεμβρίου ο Μουσολίνι καλεί σε σύσκεψη τους αρχηγούς των επιτελείων και αποφασίστηκε η αποστολή 12 τουλάχιστον μεραρχιών στην Αλβανία και η αντικατάσταση του στρατηγού Πράσκα με τον στρατηγό Ουμπάλντο Σοντού, πρώην υφυπουργό Στρατιωτικών. Ο Πράσκα όμως εξαπατήθηκε, γιατί του αναγγέλθηκε η αντικατάσταση όχι αμέσως, αλλά στις 9 Νοεμβρίου. Η πικρία που ένιωσε ο απερχόμενος στρατηγός φαίνεται στο βιβλίο που έγραψε αργότερα: «… το απόγευμα της 5ης Νοεμβρίου δέχθηκα απροσδόκητη επίσκεψη του στρατηγού Σοντού στο στρατηγείο στη Δερβιτσάνη. Είχα ακόμη εμπιστοσύνη σε αυτόν… Με αγκάλιασε … μου είπε ότι ήρθε να με βοηθήσει ιδίως στην επίσπευση της μεταφοράς ενισχύσεων. … Την επομένη επέστρεψε και μου διευκρίνισε ότι ήλθε στην Αλβανία όχι μόνο για να βελτιώσει τις μεταφορές, αλλά και ως εντεταλμένος του Μουσολίνι, να μελετήσει επί τόπου την κατάσταση. Οι δυνάμεις μας έπρεπε να αυξηθούν σημαντικά και να σχηματιστεί μια ομάδα με 2 στρατιές, μια στην Ήπειρο και άλλη στον τομέα της Κορυτσάς. Θα ανελάμβανε τη διοίκηση της Ομάδας Στρατιών και εγώ, αν δεχόμουν, θα γινόμουν διοικητής της Στρατιάς Ηπείρου. … Με παρακαλούσε θερμά να δεχθώ και εξ ονόματος του Μουσολίνι. Απάντησα ότι δέχομαι … με φίλησε … και μου είπε: θα δεις πόσο καλά θα συνεργαστούμε, θα γίνουμε και οι δύο στρατηγοί στρατιάς και κατόπιν στρατάρχες της Ιταλίας».
Οχυρωματικές εργασίες από τον Ελληνικό Στρατό στην γραμμή Ελαίας-Καλαμά, Μάρτιος 1939 Αυτές οι ίντριγκες συνέβαιναν στο ιταλικό στρατόπεδο, ενώ ο Τσιάνο έγραφε στο ημερολόγιό του στις 6 Νοεμβρίου: «Ο Ντούτσε είναι δυσαρεστημένος από την εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα. Ο εχθρός επιτέθηκε στην Κορυτσά, όπου σημείωσε μερικές προόδους. Πάντως είναι γεγονός ότι σήμερα, όγδοη ημέρα των επιχειρήσεων, η πρωτοβουλία περιήλθε στον εχθρό».
Στις 7 Νοεμβρίου, από το ημερολόγιο του Τσιάνο, φαίνεται ότι η ανησυχία των Ιταλών εντάθηκε ακόμη περισσότερο: «στον τομέα της Κορυτσάς έχουμε ήδη αποσυρθεί στη γραμμή αντίστασης…». Την ίδια μέρα ο στρατηγός Αρμελλίνι, βοηθός του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Μπαντόλιο, γράφει: «η επίθεση στην Ήπειρο ατονεί λόγω εξάντλησης της επιθετικής δυνατότητας των μεραρχιών μας. … στον τομέα της Κορυτσάς οι Έλληνες επιμένουν στην επίθεση. … Συμπερασματικά, ακόμα κι αν επιτευχθεί να διορθωθεί η κατάσταση, πλήρης αποτυχία της επιχείρησής μας».
Τη δεινή θέση παρουσιάζει καθαρά ο πτέραρχος Πρίκολο: «κάθε άλλο παρά προέλαση προς Ιωάννινα και Πρέβεζα. Τα τμήματά μας έχουν αναχαιτισθεί στο Καλπάκι… Ο Μουσολίνι, αφού εξέτασε τις αεροφωτογραφίες (τα υψώματα Γκραμπάλα, Ψηλορράχη και Ασόνισσα στο Καλπάκι), έμεινε επί αρκετά λεπτά στενοχωρημένος και σιωπηλός… Οι Έλληνες δεν είχαν καμιά διάθεση να υποχωρήσουν». Η διάταξη του Ιταλικού και του Ελληνικού στρατού τον Οκτώβριο του 1940 Στις 8 Νοεμβρίου υπό πίεση το Ιταλικό Επιτελείο Στρατού εξέδωσε διαταγή: «Κατόπιν ανώτατης διαταγής λαμβανομένης της παρούσης κατάστασης αναστείλατε την επιθετική ενέργεια στην Ήπειρο, ενόψει ανάληψης νέας δράσης μελλοντικά».
Στις 9 Νοεμβρίου αντικαθίσταται τελικά ο Πράσκα από τον Σοντού πράγμα που φανερώνει ανάγλυφα τη δύσκολη θέση που βρισκόταν το ιταλικό στρατόπεδο. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα (9 – 13 Νοεμβρίου) οι Ιταλοί αναθάρρησαν γιατί ο Ελληνικός Στρατός περιόρισε τις επιθετικές ενέργειες. Οι Ιταλοί νόμισαν ότι η ελληνική ορμή εξαντλήθηκε, αλλά στην πραγματικότητα οι Έλληνες ετοιμάζονταν για τη γενική αντεπίθεση. Στις 14 Νοεμβρίου ο ελληνικός στρατός εξαπολύει γενική αντεπίθεση σε όλο το μέτωπο που κατέληξε στην κατάληψη της Κορυτσάς και άλλων περιοχών της Αλβανίας.
Ο Αρμελλίνι στις 19 Νοεμβρίου έγραφε: «Ο Ντούτσε είχε χείριστη διάθεση εξαιτίας της κατάληψης της Ερσέκας από τους Έλληνες. Η Ερσέκα είναι ιδιαίτερα αξιόλογη θέση καθόσον διακόπτει τις συγκοινωνίες και παρέχει ευκολία ανάπτυξης δράσης κατά της Κορυτσάς». Το απόγευμα της 21ης Νοεμβρίου ο Τσιάνο έγραφε: «ο Σοντού ανακοίνωσε ότι προτίθεται να εκκενώσει την Κορυτσά και να συμπτύξει ολόκληρο το μέτωπο.
Ο Μουσολίνι του ζητά να το σκεφτεί καλύτερα, αλλά η υποχωρητική κίνηση είναι ήδη σε εξέλιξη και δεν μπορεί πλέον να ανακοπεί…». 28 Νοεμβρίου ο Τσιάνο αναφέρει: «άσχημα νέα από την Αλβανία. Η ελληνική πίεση συνεχίζεται, ενώ η δική μας αντίσταση εξασθενεί», ενώ ο Σταράτσε, αρχηγός της Μιλίτσια, επιστρέφοντας από το μέτωπο, ανέφερε, σύμφωνα πάντα με τα γραπτά του Τσιάνο ότι: «βλέπει την κατάσταση πολύ σκοτεινή…. Οι στρατιώτες μας πολέμησαν λίγο και άσχημα. Αυτή – ισχυρίζεται – είναι η βασική και αληθινή αιτία των εκεί συμβάντων». Πυροβολικό του Ελληνικού Στρατού βάλλει κατά του υψώματος Ιβάν, κοντά στην Κορυτσά Στα τέλη Νοεμβρίου ο πτέραρχος Πρίκολο γράφει στο βιβλίο του: «σε ό,τι αφορά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο δεν έχω παρά ελάχιστα πράγματα να προσθέσω… Η καταστροφή εκδηλώθηκε τόσο απροσδόκητα, τόσο παράλογα και ταυτόχρονα τόσο σοβαρά, ώστε όλοι μας είμαστε χαμένο...
πηγή
Σχόλια