Ασφαλιστικό: Το πολιτικό «ταμπού» που θα μας καταστρέψει
Τα τελευταία 16 χρόνια βρίσκομαι αντιμέτωπος, ως δημοσιογράφος, εκδότης
και πολιτικός, με το «ταμπού» του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού
συστήματος. Όλα τα κόμματα και οι περισσότεροι πολιτικοί επιδιώκουν να
αντλήσουν εκλογικά οφέλη μέσα από υποσχέσεις για αύξηση ή αποτροπή της
μείωσης των συντάξεων.
του ευρωβουλευτή της ΝΔ Γιώργου Κύρτσου
του ευρωβουλευτή της ΝΔ Γιώργου Κύρτσου
Πάντα ήμουν στην άλλη πλευρά με τους λίγους συνεπείς που εξηγούσαν ότι
χωρίς δραστική ασφαλιστική μεταρρύθμιση δεν θα μπορούσαμε να αντέξουμε
στις πιέσεις της ΟΝΕ, δεν θα μπορούσαμε να αποτρέψουμε την υπερχρέωση
του ελληνικού Δημοσίου και πως είναι πρακτικά αδύνατο να βγούμε από το
μνημόνιο εάν δεν επιτύχουμε τη δραστική μείωση της επιβάρυνσης του
κρατικού προϋπολογισμού από το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό σύστημα.
Περιγράφοντας το μέλλον
Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ δίνουν τη μάχη της διατήρησης των επικουρικών συντάξεων και των εφάπαξ στα σημερινά επίπεδα, παρά το γεγονός ότι είχαν αναλάβει, όταν ήταν στην κυβέρνηση, μνημονιακή δέσμευση για τον δραστικό περιορισμό τους. Ένας από τους λόγους για τους οποίους απέφυγε η κυβέρνηση Σαμαρά να ολοκληρώσει το πρόγραμμα που θα μας έβγαζε από το μνημόνιο προς τις διεθνείς αγορές ήταν το πολιτικό κόστος που συνδέεται με τις περικοπές των συντάξεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποίησε τους δισταγμούς της κυβέρνησης Σαμαρά για να δημιουργήσει μια επανάσταση προσδοκιών μεταξύ των χαμηλοσυνταξιούχων, στους οποίους υποσχέθηκε την επαναφορά της 13ης σύνταξης. Τα εκλογικά αποτελέσματα δικαίωσαν την παροχολογία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον αύξησε θεαματικά τα ποσοστά του μεταξύ των ψηφοφόρων που έχουν βγει στη σύνταξη και έκλεισε στις 2 μονάδες την απόσταση που τον χωρίζει από την πρώτη Νέα Δημοκρατία σε αυτή την κατηγορία των ψηφοφόρων. Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, με τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας να αντικαθιστούν την αναγκαία εξυγίανση του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού συστήματος με υποσχέσεις για αποτροπή των προγραμματισμένων μειώσεων ή και αυξήσεις, είμαστε καταδικασμένοι να παραμείνουμε επ’ αόριστον στο μνημόνιο. Δεν θα μπορέσουμε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων εταίρων και πιστωτών, ούτε φυσικά των διεθνών αγορών. Αντί να καλύπτουμε τις χρηματοδοτικές μας ανάγκες με καλούς όρους στις διεθνείς αγορές, θα απλώνουμε το χέρι ζητώντας από τους Ευρωπαίους εταίρους να καλύψουν, έναντι προϋποθέσεων και ανταλλαγμάτων, το χρηματοδοτικό κενό. Η υποτιθέμενη εθνικά υπερήφανη πολιτική της σημερινής κυβέρνησης αλλά και η πρόωρη «κατάργηση» του μνημονίου από την προηγούμενη δεν μπορούν να καλύψουν την οικονομική και πολιτική εξάρτηση που προκαλούν ο λαϊκισμός και η παροχολογία με άδεια ταμεία.
Αμείλικτοι αριθμοί
Οι αριθμοί για το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό είναι αμείλικτοι και δείχνουν πως υποθηκεύσαμε το μέλλον της οικονομίας και της νέας γενιάς. Την περίοδο 2000-2009 αποφύγαμε την αναγκαία ασφαλιστική μεταρρύθμιση και επιβαρύναμε το δημόσιο χρέος με ένα ποσό της τάξης των 85 δισ. ευρώ λόγω ιδιοτελούς κακοδιαχείρισης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, των συντάξεων και της υγείας. Το 2004 το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό σύστημα τραβούσε 5 δισ. ευρώ το χρόνο από τον κρατικό προϋπολογισμό και το ποσό τριπλασιάστηκε, στα 15 δισ. ευρώ, μέχρι το 2009, συμβάλλοντας στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και στην υπερχρέωση του ελληνικού Δημοσίου. Σήμερα η ετήσια δημοσιονομική επιβάρυνση από το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό παραμένει στα 14 δισ. ευρώ λόγω της γενικής κατάρρευσης του συστήματος. Έχουμε πλέον 4 εργαζόμενους για κάθε 3 συνταξιούχους, μια αναλογία που δεν συναντάται σε άλλη χώρα στην Ε.Ε. και στον κόσμο ολόκληρο. Παρά το οικονομικό αδιέξοδο του συστήματος συνεχίζεται η μέθοδος των μαζικών πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, με αποτέλεσμα πάνω από το 80% των ασφαλισμένων να παίρνει σύνταξη πριν από το ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης, που παραμένει χαμηλό σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. και τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας. Οι τελευταίες εκλογές παίχτηκαν και γύρω από τις μνημονιακές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η προηγούμενη κυβέρνηση με τη μορφή μέτρων μείωσης των επικουρικών συντάξεων και των εφάπαξ που θα εξοικονομούσαν σε ετήσια βάση 700-800 εκατ. ευρώ. Για να περιοριστεί το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό έλλειμμα και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για σταθερά και αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα που θα ανοίξουν το δρόμο στην αναδιάρθρωση του χρέους και στη μείωση του ετήσιου κόστους διαχείρισής του κατά αρκετά δισ. ευρώ, θα πρέπει να υπάρξουν περικοπές στις συντάξεις και σε διάφορες παροχές, της τάξης των 2,5-3 δισ. ευρώ το χρόνο. Πρόκειται για ένα ποσό που αναλογεί στο 10%-12% του συνολικού ετήσιου κόστους του συστήματος. Αυτού του είδους οι περικοπές είναι πολύ δύσκολες από πολιτική και κοινωνική άποψη, γι’ αυτό προτείνω έναν εθνικό διάλογο που θα οδηγήσει σε μέτρα όπως η δραστική μείωση των συντάξεων των «ρετιρέ», στα οποία ανήκει και το πολιτικό προσωπικό, η επιβολή πλαφόν στις συντάξεις της τάξης των 2.000 ευρώ το μήνα μεικτά για να μπει τέλος στη γνωστή πρακτική των τριών, τεσσάρων, πέντε ή και έξι συντάξεων, την επιβάρυνση, στο όνομα της κοινωνικής αλληλεγγύης, όσων πήραν πρόωρη σύνταξη ή σύνταξη με λίγα χρόνια ασφαλισμένης εργασίας κ.λπ. Τα παραπάνω μέτρα δεν θα λύσουν το πρόβλημα, που είναι μεγαλύτερης οικονομικής διάστασης, θα δημιουργήσουν όμως τις προϋποθέσεις –μέσω του καλού παραδείγματος– για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του.
Μεγάλα οφέλη
Σε περίπτωση που συνέλθει το πολιτικό σύστημα και κινηθούμε προς την κατεύθυνση που περιγράφω, τα οφέλη θα είναι τεράστια και θα το διαπιστώσουμε σε διάστημα μερικών μηνών. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι θα βγουν κερδισμένοι και οι περισσότεροι συνταξιούχοι που θα υποστούν τις τελικές περικοπές. Θα κερδίσουν πολλά από την ανάκαμψη της οικονομίας, την αύξηση της αξίας των ακινήτων τα οποία μπορεί να τους ανήκουν, τη βελτίωση της αγοράς εργασίας που θα ανοίξει το δρόμο στην απασχόληση του παιδιού ή του εγγονιού τους. Η αναγκαία εξυγίανση του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού συστήματος ενισχύει την αξιοπιστία του ελληνικού Δημοσίου, διευκολύνει τη συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους, ανοίγει το δρόμο στην έξοδο του Δημοσίου στις αγορές και στη δραστική μείωση του ετήσιου κόστους διαχείρισης του δημόσιου χρέους, προετοιμάζει το πέρασμα από το τέλος της οικονομικής ύφεσης στη δυναμική οικονομική ανάπτυξη και τη μεγάλη πτώση του ποσοστού ανεργίας.
Κρίσιμο σταυροδρόμι
Έχουμε φτάσει σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού συστήματος. Εάν συνεχιστούν οι παραδοσιακές πολιτικές πρακτικές, η οικονομική κατάσταση θα εξελιχθεί από το κακό στο χειρότερο και οι συνταξιούχοι, τους οποίους δήθεν προστατεύουν τα κόμματα, θα βγουν ζημιωμένοι σε όλα τα επίπεδα. Οι συντάξεις θα οδηγηθούν σε διάστημα μερικών μηνών σε μεγαλύτερη πτώση, η οικονομία δεν θα αναπτυχθεί, η αξία των ακινήτων τους θα συνεχίσει να υποχωρεί και τα οικογενειακά ποσοστά ανεργίας θα παραμείνουν στα ύψη. Αντίθετα, εάν ακολουθήσουμε το δρόμο της ασφαλιστικής, συνταξιοδοτικής αρετής, στον οποίο έπρεπε να είχαμε μπει από το 2000, οι κραυγές διαμαρτυρίας και οι καταγγελίες θα δώσουν σύντομα τη θέση τους στην ικανοποίηση με τη διαπίστωση ότι η ελληνική οικονομία μπήκε επιτέλους σε πορεία δυναμικής ανάπτυξης με σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη για όλους.
πηγή Περιγράφοντας το μέλλον
Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ δίνουν τη μάχη της διατήρησης των επικουρικών συντάξεων και των εφάπαξ στα σημερινά επίπεδα, παρά το γεγονός ότι είχαν αναλάβει, όταν ήταν στην κυβέρνηση, μνημονιακή δέσμευση για τον δραστικό περιορισμό τους. Ένας από τους λόγους για τους οποίους απέφυγε η κυβέρνηση Σαμαρά να ολοκληρώσει το πρόγραμμα που θα μας έβγαζε από το μνημόνιο προς τις διεθνείς αγορές ήταν το πολιτικό κόστος που συνδέεται με τις περικοπές των συντάξεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποίησε τους δισταγμούς της κυβέρνησης Σαμαρά για να δημιουργήσει μια επανάσταση προσδοκιών μεταξύ των χαμηλοσυνταξιούχων, στους οποίους υποσχέθηκε την επαναφορά της 13ης σύνταξης. Τα εκλογικά αποτελέσματα δικαίωσαν την παροχολογία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον αύξησε θεαματικά τα ποσοστά του μεταξύ των ψηφοφόρων που έχουν βγει στη σύνταξη και έκλεισε στις 2 μονάδες την απόσταση που τον χωρίζει από την πρώτη Νέα Δημοκρατία σε αυτή την κατηγορία των ψηφοφόρων. Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, με τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας να αντικαθιστούν την αναγκαία εξυγίανση του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού συστήματος με υποσχέσεις για αποτροπή των προγραμματισμένων μειώσεων ή και αυξήσεις, είμαστε καταδικασμένοι να παραμείνουμε επ’ αόριστον στο μνημόνιο. Δεν θα μπορέσουμε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων εταίρων και πιστωτών, ούτε φυσικά των διεθνών αγορών. Αντί να καλύπτουμε τις χρηματοδοτικές μας ανάγκες με καλούς όρους στις διεθνείς αγορές, θα απλώνουμε το χέρι ζητώντας από τους Ευρωπαίους εταίρους να καλύψουν, έναντι προϋποθέσεων και ανταλλαγμάτων, το χρηματοδοτικό κενό. Η υποτιθέμενη εθνικά υπερήφανη πολιτική της σημερινής κυβέρνησης αλλά και η πρόωρη «κατάργηση» του μνημονίου από την προηγούμενη δεν μπορούν να καλύψουν την οικονομική και πολιτική εξάρτηση που προκαλούν ο λαϊκισμός και η παροχολογία με άδεια ταμεία.
Αμείλικτοι αριθμοί
Οι αριθμοί για το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό είναι αμείλικτοι και δείχνουν πως υποθηκεύσαμε το μέλλον της οικονομίας και της νέας γενιάς. Την περίοδο 2000-2009 αποφύγαμε την αναγκαία ασφαλιστική μεταρρύθμιση και επιβαρύναμε το δημόσιο χρέος με ένα ποσό της τάξης των 85 δισ. ευρώ λόγω ιδιοτελούς κακοδιαχείρισης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, των συντάξεων και της υγείας. Το 2004 το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό σύστημα τραβούσε 5 δισ. ευρώ το χρόνο από τον κρατικό προϋπολογισμό και το ποσό τριπλασιάστηκε, στα 15 δισ. ευρώ, μέχρι το 2009, συμβάλλοντας στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και στην υπερχρέωση του ελληνικού Δημοσίου. Σήμερα η ετήσια δημοσιονομική επιβάρυνση από το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό παραμένει στα 14 δισ. ευρώ λόγω της γενικής κατάρρευσης του συστήματος. Έχουμε πλέον 4 εργαζόμενους για κάθε 3 συνταξιούχους, μια αναλογία που δεν συναντάται σε άλλη χώρα στην Ε.Ε. και στον κόσμο ολόκληρο. Παρά το οικονομικό αδιέξοδο του συστήματος συνεχίζεται η μέθοδος των μαζικών πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, με αποτέλεσμα πάνω από το 80% των ασφαλισμένων να παίρνει σύνταξη πριν από το ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης, που παραμένει χαμηλό σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. και τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας. Οι τελευταίες εκλογές παίχτηκαν και γύρω από τις μνημονιακές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η προηγούμενη κυβέρνηση με τη μορφή μέτρων μείωσης των επικουρικών συντάξεων και των εφάπαξ που θα εξοικονομούσαν σε ετήσια βάση 700-800 εκατ. ευρώ. Για να περιοριστεί το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό έλλειμμα και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για σταθερά και αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα που θα ανοίξουν το δρόμο στην αναδιάρθρωση του χρέους και στη μείωση του ετήσιου κόστους διαχείρισής του κατά αρκετά δισ. ευρώ, θα πρέπει να υπάρξουν περικοπές στις συντάξεις και σε διάφορες παροχές, της τάξης των 2,5-3 δισ. ευρώ το χρόνο. Πρόκειται για ένα ποσό που αναλογεί στο 10%-12% του συνολικού ετήσιου κόστους του συστήματος. Αυτού του είδους οι περικοπές είναι πολύ δύσκολες από πολιτική και κοινωνική άποψη, γι’ αυτό προτείνω έναν εθνικό διάλογο που θα οδηγήσει σε μέτρα όπως η δραστική μείωση των συντάξεων των «ρετιρέ», στα οποία ανήκει και το πολιτικό προσωπικό, η επιβολή πλαφόν στις συντάξεις της τάξης των 2.000 ευρώ το μήνα μεικτά για να μπει τέλος στη γνωστή πρακτική των τριών, τεσσάρων, πέντε ή και έξι συντάξεων, την επιβάρυνση, στο όνομα της κοινωνικής αλληλεγγύης, όσων πήραν πρόωρη σύνταξη ή σύνταξη με λίγα χρόνια ασφαλισμένης εργασίας κ.λπ. Τα παραπάνω μέτρα δεν θα λύσουν το πρόβλημα, που είναι μεγαλύτερης οικονομικής διάστασης, θα δημιουργήσουν όμως τις προϋποθέσεις –μέσω του καλού παραδείγματος– για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του.
Μεγάλα οφέλη
Σε περίπτωση που συνέλθει το πολιτικό σύστημα και κινηθούμε προς την κατεύθυνση που περιγράφω, τα οφέλη θα είναι τεράστια και θα το διαπιστώσουμε σε διάστημα μερικών μηνών. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι θα βγουν κερδισμένοι και οι περισσότεροι συνταξιούχοι που θα υποστούν τις τελικές περικοπές. Θα κερδίσουν πολλά από την ανάκαμψη της οικονομίας, την αύξηση της αξίας των ακινήτων τα οποία μπορεί να τους ανήκουν, τη βελτίωση της αγοράς εργασίας που θα ανοίξει το δρόμο στην απασχόληση του παιδιού ή του εγγονιού τους. Η αναγκαία εξυγίανση του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού συστήματος ενισχύει την αξιοπιστία του ελληνικού Δημοσίου, διευκολύνει τη συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους, ανοίγει το δρόμο στην έξοδο του Δημοσίου στις αγορές και στη δραστική μείωση του ετήσιου κόστους διαχείρισης του δημόσιου χρέους, προετοιμάζει το πέρασμα από το τέλος της οικονομικής ύφεσης στη δυναμική οικονομική ανάπτυξη και τη μεγάλη πτώση του ποσοστού ανεργίας.
Κρίσιμο σταυροδρόμι
Έχουμε φτάσει σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού συστήματος. Εάν συνεχιστούν οι παραδοσιακές πολιτικές πρακτικές, η οικονομική κατάσταση θα εξελιχθεί από το κακό στο χειρότερο και οι συνταξιούχοι, τους οποίους δήθεν προστατεύουν τα κόμματα, θα βγουν ζημιωμένοι σε όλα τα επίπεδα. Οι συντάξεις θα οδηγηθούν σε διάστημα μερικών μηνών σε μεγαλύτερη πτώση, η οικονομία δεν θα αναπτυχθεί, η αξία των ακινήτων τους θα συνεχίσει να υποχωρεί και τα οικογενειακά ποσοστά ανεργίας θα παραμείνουν στα ύψη. Αντίθετα, εάν ακολουθήσουμε το δρόμο της ασφαλιστικής, συνταξιοδοτικής αρετής, στον οποίο έπρεπε να είχαμε μπει από το 2000, οι κραυγές διαμαρτυρίας και οι καταγγελίες θα δώσουν σύντομα τη θέση τους στην ικανοποίηση με τη διαπίστωση ότι η ελληνική οικονομία μπήκε επιτέλους σε πορεία δυναμικής ανάπτυξης με σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη για όλους.
Σχόλια