Το γάλα των 18 ευρώ!
Είναι συχνότατα συνεπιβάτες και
συνταξιδιώτες μας στις διαδρομές μας με τα μέσα σταθερής τροχιάς, με τον
ηλεκτρικό -κυρίως- και το μετρό εσχάτως αλλά πιο διστακτικά. Είναι
εκείνη η ομάδα ανθρώπων που στοχεύουν να κινητοποιήσουν τις ενοχές μας
και τη συμπόνια μας. Ετσι, επιστρατεύουν διάφορα χαρτιά και σε άθλια
ελληνικά αραδιάζουν τις «παθήσεις» των ίδιων ή των μελών της οικογένειάς
τους (συχνότερα πρόκειται για τα παιδιά τους ή τα αδελφάκια τους,
πάντως οπωσδήποτε υπάρχουν ανήλικα στην ιστορία), ελπίζοντας στη
συνδρομή και τη φιλανθρωπία των ευκαιριακών συνεπιβατών τους. Φαίνεται
όμως ότι όσοι κινούν τα νήματα αυτής της ιδιότυπης «επιχείρησης»
επαιτείας αντιλήφθηκαν ότι ο τρόπος που επιχειρούν να αντλήσουν
ελεημοσύνη πείθει όλο και λιγότερο, με αντίκτυπο, ασφαλώς, στα έσοδα
αυτής της «επιχείρησης». Γι’ αυτό και σκέφτηκαν να ανανεώσουν την
επιχείρησή τους με τρόπο εξαιρετικά έξυπνο, που στοχεύει ευθέως το
αίσθημα αλληλεγγύης των επιβατών-πολιτών.
Μου συνέβη γύρω στις 20 Ιουνίου σε μια διαδρομή με τον ηλεκτρικό προς το λιμάνι του Πειραιά. Μια καλοβαλμένη νεαρή γυναίκα στεκόταν στην άκρη του βαγονιού. Ξαφνικά χτυπάει το κινητό της. Οσοι είναι γύρω της αντιλαμβάνονται ότι η κοπέλα σιγοκλαίει και μιλάει στην άλλη άκρη της γραμμής ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια: «Είστε η τελευταία που έχω να πάρω. Ολοι οι άλλοι δεν μπορούν να βοηθήσουν. Είμαι νηστική από χθες το βράδυ και δεν έχω να πάρω γάλα στο μωρό μου. Χρειάζομαι 18 ευρώ, τόσο κάνει το γάλα». Η κοπέλα, καθαρή, περιποιημένη, μετακινείται και πιάνει ένα άδειο κάθισμα. Η κίνησή της δηλαδή ουδεμία σχέση έχει με τον μέχρι τώρα γνωστό τρόπο επαιτείας. Μιλάει λίγα λεπτά ακόμα, μετά κλείνει το τηλέφωνο και συνεχίζει να κλαίει σιωπηλά. Κάποιοι επιβάτες την πλησιάζουν, διστακτικά, γιατί η κοπέλα δεν ζητιάνευε, και της βάζουν στο χέρι χρήματα. Τα παίρνει έκπληκτη και ευχαριστεί. Πάντως τα παίρνει. Οσοι ζήσαμε το περιστατικό, μόνο αδιάφοροι δεν μείναμε. Ενοχές, οργή, θλίψη και αναστάτωση ήταν τα πρωτογενή συναισθήματα και πολλά ερωτηματικά για το πώς ζουν αρκετοί άνθρωποι γύρω μας.
Μέχρι που την επόμενη μέρα περιγράφει ακριβώς το ίδιο περιστατικό, μα το ίδιο, ο κριτικός λογοτεχνίας Δημοσθένης Κούρτοβικ στη σελίδα του στην εφημερίδα «Τα Νέα». «...Πριν από δύο εβδομάδες, πηγαίνοντας με το μετρό σε έναν γάμο, βρέθηκα να έχω συνεπιβάτες ένα νεαρό ζευγάρι που έκλαιγε βουβά, κουρνιασμένο σε μια γωνιά. Τους ρώτησα τι είχαν, μήπως μπορούσα να βοηθήσω. Μου απάντησαν, όχι χωρίς αναστολές, ότι το μωρό τους υπέφερε από κολικούς και δεν είχαν τα δεκαοκτώ ευρώ που χρειάζονταν για να αγοράσουν το ειδικό γάλα...».
Στην Ελλάδα των πολλών ανθρώπων που εξακολουθούν να περνούν δύσκολα, υπάρχουν πάντα κι εκείνοι οι εξαιρετικά επικίνδυνοι που «διαβάζουν» πολύ καλά πού πρέπει να ποντάρουν. Και κάνουν την επαιτεία να μοιάζει με τέχνη!
πηγή
Μου συνέβη γύρω στις 20 Ιουνίου σε μια διαδρομή με τον ηλεκτρικό προς το λιμάνι του Πειραιά. Μια καλοβαλμένη νεαρή γυναίκα στεκόταν στην άκρη του βαγονιού. Ξαφνικά χτυπάει το κινητό της. Οσοι είναι γύρω της αντιλαμβάνονται ότι η κοπέλα σιγοκλαίει και μιλάει στην άλλη άκρη της γραμμής ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια: «Είστε η τελευταία που έχω να πάρω. Ολοι οι άλλοι δεν μπορούν να βοηθήσουν. Είμαι νηστική από χθες το βράδυ και δεν έχω να πάρω γάλα στο μωρό μου. Χρειάζομαι 18 ευρώ, τόσο κάνει το γάλα». Η κοπέλα, καθαρή, περιποιημένη, μετακινείται και πιάνει ένα άδειο κάθισμα. Η κίνησή της δηλαδή ουδεμία σχέση έχει με τον μέχρι τώρα γνωστό τρόπο επαιτείας. Μιλάει λίγα λεπτά ακόμα, μετά κλείνει το τηλέφωνο και συνεχίζει να κλαίει σιωπηλά. Κάποιοι επιβάτες την πλησιάζουν, διστακτικά, γιατί η κοπέλα δεν ζητιάνευε, και της βάζουν στο χέρι χρήματα. Τα παίρνει έκπληκτη και ευχαριστεί. Πάντως τα παίρνει. Οσοι ζήσαμε το περιστατικό, μόνο αδιάφοροι δεν μείναμε. Ενοχές, οργή, θλίψη και αναστάτωση ήταν τα πρωτογενή συναισθήματα και πολλά ερωτηματικά για το πώς ζουν αρκετοί άνθρωποι γύρω μας.
Μέχρι που την επόμενη μέρα περιγράφει ακριβώς το ίδιο περιστατικό, μα το ίδιο, ο κριτικός λογοτεχνίας Δημοσθένης Κούρτοβικ στη σελίδα του στην εφημερίδα «Τα Νέα». «...Πριν από δύο εβδομάδες, πηγαίνοντας με το μετρό σε έναν γάμο, βρέθηκα να έχω συνεπιβάτες ένα νεαρό ζευγάρι που έκλαιγε βουβά, κουρνιασμένο σε μια γωνιά. Τους ρώτησα τι είχαν, μήπως μπορούσα να βοηθήσω. Μου απάντησαν, όχι χωρίς αναστολές, ότι το μωρό τους υπέφερε από κολικούς και δεν είχαν τα δεκαοκτώ ευρώ που χρειάζονταν για να αγοράσουν το ειδικό γάλα...».
Στην Ελλάδα των πολλών ανθρώπων που εξακολουθούν να περνούν δύσκολα, υπάρχουν πάντα κι εκείνοι οι εξαιρετικά επικίνδυνοι που «διαβάζουν» πολύ καλά πού πρέπει να ποντάρουν. Και κάνουν την επαιτεία να μοιάζει με τέχνη!
Σχόλια