Η «Μεγάλη Ψευδαίσθηση». Οπως και σήμερα έτσι και πριν απο 100 ακριβώς χρόνια, για τους ίδιους λόγους, κανείς δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να ξεσπάσει ένας παγκόσμιος πόλεμος.
Η «Μεγάλη Ψευδαίσθηση» πίσω από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Η ιδέα πως η οικονομική ιδιοτέλεια θα έκανε παρωχημένους τους πολέμους
Η ιδέα πως η οικονομική ιδιοτέλεια θα έκανε παρωχημένους τους πολέμους
Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και η ψευδαίσθηση ότι η ευημερία
είχε κάνει αδύνατη μια παγκόσμια σύγκρουση κυριαρχούσαν ευρέως λίγο
προτού ξεσπάσει ο Μεγάλος Πόλεμος, πριν από ακριβώς 100 χρόνια.
«Και όμως, στις 28 Ιουνίου του 2014, ο «αδύνατος» πόλεμος έγινε
αναπόφευκτος. Τέσσερα χρόνια αργότερα, 10 εκατ. άνθρωποι είχαν
σκοτωθεί», γράφει ο Ανατόλι Καλέτσκι, σε επετειακή ανάλυση για το πρακτορείο Reuters.
Οικονομολόγος και αρθρογράφος με επιρροή στη Βρετανία, ο Καλέτσκι
τονίζει ότι σήμερα «σχεδόν κανείς δεν πιστεύει ότι μπορεί να ξεσπάσει
Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος από τις συγκρούσεις στην Ουκρανία, το Ιράκ ή
τις θάλασσες της Κίνας, αλλά πολλοί παράγοντες αντικατοπτρίζουν εκείνους
που οδήγησαν στην καταστροφή του 1914».
«Ο ρυθμός της παγκοσμιοποίησης ήταν σχεδόν τόσο δραματικός και
προκαλούσε την ίδια σύγχυση το 1914, όπως και σήμερα. Ο φόβος της
τρομοκρατίας ήταν επίσης διαδεδομένος - ο αναρχικός με το μαύρο καπέλο
και την βόμβα στα χέρια ήταν κλισέ ακριβώς όπως ο Ισλαμικός Τζιχάντ
είναι κλισέ σήμερα. Αλλά ο πιο κρίσιμος παραλληλισμός είναι η αυτάρεσκη
βεβαιότητα ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση και η ευημερία είχαν κάνει τον
πόλεμο αδιανόητο - τουλάχιστον στην Ευρώπη.
Μπορεί να φαίνεται σχεδόν αδύνατο ότι η Ουάσιγκτον θα κάνει πόλεμο στο Πεκίνο για να υπερασπιστεί κάποιες ακατοίκητες ιαπωνικές βραχονησίδες. Ή ότι θα επιτεθεί στη Μόσχα για κάποιο χωριό στο Ντονμπάς, αν η Ουκρανία ενταχθεί ποτέ στο ΝΑΤΟ. Στις αρχές του 1914, όμως, φαινόταν εξίσου αδιανόητο ότι η Βρετανία και η Γαλλία θα έκαναν πόλεμο στην Γερμανία για να υπερασπιστούν την Ρωσία κατά της Αυστρο-Ουγγαρίας, για μια διαμάχη με την Σερβία», λέει ο Καλέτσκι.
Μπορεί να φαίνεται σχεδόν αδύνατο ότι η Ουάσιγκτον θα κάνει πόλεμο στο Πεκίνο για να υπερασπιστεί κάποιες ακατοίκητες ιαπωνικές βραχονησίδες. Ή ότι θα επιτεθεί στη Μόσχα για κάποιο χωριό στο Ντονμπάς, αν η Ουκρανία ενταχθεί ποτέ στο ΝΑΤΟ. Στις αρχές του 1914, όμως, φαινόταν εξίσου αδιανόητο ότι η Βρετανία και η Γαλλία θα έκαναν πόλεμο στην Γερμανία για να υπερασπιστούν την Ρωσία κατά της Αυστρο-Ουγγαρίας, για μια διαμάχη με την Σερβία», λέει ο Καλέτσκι.
«Ενα βιβλίο που έγινε μπεστ σέλερ το 1910 με τίτλο «Η Μεγάλη
Ψευδαίσθηση» χρησιμοποιούσε οικονομικά επιχειρήματα για να αποδείξει ότι
η εδαφική κατάκτηση είχε γίνει ασύμφορη, και ότι ως εκ τούτου, ο
παγκόσμιος καπιταλισμός είχε απομακρύνει τον κίνδυνο μεγάλων πολέμων. Η
άποψη αυτή είναι σε γενικές γραμμές ανάλογη με τον σύγχρονο μύθο ότι δεν
υπήρξε ποτέ πόλεμος μεταξύ δύο χωρών που έχουν ΜacDonalds.
Η πραγματική «Μεγάλη Ψευδαίσθηση», βέβαια, αποδείχθηκε ότι ήταν η ιδέα πως η οικονομική ιδιοτέλεια θα έκανε παρωχημένους τους πολέμους. Μια παραλλαγή αυτού του αφελούς υλισμού έχει επιστρέψει. Διέπει, για παράδειγμα, την δυτική εξωτερική πολιτική η οποία παρουσιάζει τις οικονομικές κυρώσεις στην Ρωσία ή το Ιράν ως υποκατάστατο πολιτικού συμβιβασμού ή στρατιωτικής επέμβασης», προσθέτει ο Καλέτσκι.
«Η αλήθεια, όπως ανακάλυψε ο κόσμος το 1914 και ανακαλύπτει πάλι σήμερα στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή και στις θάλασσες της Κίνας, είναι ότι τα οικονομικά συμφέροντα παραμερίζονται μπροστά στον εθνικιστικό ή τον θρησκευτικό μιλιταρισμό.
Δύο βασικά χαρακτηριστικά αποσταθεροποίησης της γεωπολιτικής των αρχών του 20ου αιώνα δημιούργησαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ξαφνική παγκόσμια σύγκρουση: η άνοδος και η πτώση των μεγάλων δυνάμεων, και ο υπερβολικός ζήλος στην τήρηση των συμφωνιών αμοιβαίας άμυνας. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι που επιστρέφουν για να αποσταθεροποιήσουν την γεωπολιτική έναν αιώνα αργότερα.
Το 1914 η Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν σε παρακμή. Ανερχόμενη δύναμη ήταν η Γερμανία. Εν τω μεταξύ, η Βρετανία, με μικρότερους εταίρους την Γαλλία και την Ρωσία, προσπαθούσε να διατηρήσει την κυριαρχία στην Ευρώπη. Αλλά τα χρήματα, τα στρατιωτικά μέσα και η πολιτική επιμονή στέρευαν», συνεχίζει ο Καλέτσκι.
«Σήμερα, η Ρωσία είναι μια δύναμη σε παρακμή. Η Κίνα βρίσκεται σε άνοδο, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να διατηρήσει την ισορροπία ισχύος του 20ου αιώνα, με την Ευρώπη και την Ιαπωνία ως μικρότερους εταίρους.
Χώρες όπως η Ρωσία σήμερα ή η Αυστρία-Ουγγαρία το 1914 συγκρούονται με τις κυρίαρχες δυνάμεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη δεν βλέπουν κανέναν λόγο γιατί η Ρωσία θα πρέπει να αντιταχθεί στη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ. Αλλά για τη Ρωσία αυτή η διεύρυνση μοιάζει με εδαφική επιθετικότητα και περικύκλωση από εχθρικές δυνάμεις.
Είτε είναι σε άνοδο είτε σε πτώση, οι δυνάμεις έχουν την φυσική τάση να ενώνονται ενάντια στους ηγέτες του status quo. Το 1914, για παράδειγμα, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ουγγαρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμμάχησαν κατά της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ρωσίας. Σήμερα είναι λογικό για την Κίνα και την Ρωσία να συνεργαστούν εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ιαπωνίας», τονίζει.
«Πράγμα που με φέρνει πίσω στο σαφέστερο μάθημα από το 1914: το ολέθριο πλέγμα των συνθηκών και των συμμαχιών που δεσμεύουν μεγάλες δυνάμεις να πολεμήσουν για λογαριασμό άλλων χωρών. Αυτό ήταν που μετέτρεψε τοπικές συγκρούσεις σε περιφερειακούς ή παγκόσμιους πόλεμους, απρόβλεπτα και με τρομακτική ταχύτητα», καταλήγει ο Καλέτσκι.
Η πραγματική «Μεγάλη Ψευδαίσθηση», βέβαια, αποδείχθηκε ότι ήταν η ιδέα πως η οικονομική ιδιοτέλεια θα έκανε παρωχημένους τους πολέμους. Μια παραλλαγή αυτού του αφελούς υλισμού έχει επιστρέψει. Διέπει, για παράδειγμα, την δυτική εξωτερική πολιτική η οποία παρουσιάζει τις οικονομικές κυρώσεις στην Ρωσία ή το Ιράν ως υποκατάστατο πολιτικού συμβιβασμού ή στρατιωτικής επέμβασης», προσθέτει ο Καλέτσκι.
«Η αλήθεια, όπως ανακάλυψε ο κόσμος το 1914 και ανακαλύπτει πάλι σήμερα στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή και στις θάλασσες της Κίνας, είναι ότι τα οικονομικά συμφέροντα παραμερίζονται μπροστά στον εθνικιστικό ή τον θρησκευτικό μιλιταρισμό.
Δύο βασικά χαρακτηριστικά αποσταθεροποίησης της γεωπολιτικής των αρχών του 20ου αιώνα δημιούργησαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ξαφνική παγκόσμια σύγκρουση: η άνοδος και η πτώση των μεγάλων δυνάμεων, και ο υπερβολικός ζήλος στην τήρηση των συμφωνιών αμοιβαίας άμυνας. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι που επιστρέφουν για να αποσταθεροποιήσουν την γεωπολιτική έναν αιώνα αργότερα.
Το 1914 η Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν σε παρακμή. Ανερχόμενη δύναμη ήταν η Γερμανία. Εν τω μεταξύ, η Βρετανία, με μικρότερους εταίρους την Γαλλία και την Ρωσία, προσπαθούσε να διατηρήσει την κυριαρχία στην Ευρώπη. Αλλά τα χρήματα, τα στρατιωτικά μέσα και η πολιτική επιμονή στέρευαν», συνεχίζει ο Καλέτσκι.
«Σήμερα, η Ρωσία είναι μια δύναμη σε παρακμή. Η Κίνα βρίσκεται σε άνοδο, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να διατηρήσει την ισορροπία ισχύος του 20ου αιώνα, με την Ευρώπη και την Ιαπωνία ως μικρότερους εταίρους.
Χώρες όπως η Ρωσία σήμερα ή η Αυστρία-Ουγγαρία το 1914 συγκρούονται με τις κυρίαρχες δυνάμεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη δεν βλέπουν κανέναν λόγο γιατί η Ρωσία θα πρέπει να αντιταχθεί στη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ. Αλλά για τη Ρωσία αυτή η διεύρυνση μοιάζει με εδαφική επιθετικότητα και περικύκλωση από εχθρικές δυνάμεις.
Είτε είναι σε άνοδο είτε σε πτώση, οι δυνάμεις έχουν την φυσική τάση να ενώνονται ενάντια στους ηγέτες του status quo. Το 1914, για παράδειγμα, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ουγγαρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμμάχησαν κατά της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ρωσίας. Σήμερα είναι λογικό για την Κίνα και την Ρωσία να συνεργαστούν εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ιαπωνίας», τονίζει.
«Πράγμα που με φέρνει πίσω στο σαφέστερο μάθημα από το 1914: το ολέθριο πλέγμα των συνθηκών και των συμμαχιών που δεσμεύουν μεγάλες δυνάμεις να πολεμήσουν για λογαριασμό άλλων χωρών. Αυτό ήταν που μετέτρεψε τοπικές συγκρούσεις σε περιφερειακούς ή παγκόσμιους πόλεμους, απρόβλεπτα και με τρομακτική ταχύτητα», καταλήγει ο Καλέτσκι.
Σχόλια