Το κρυφό μπουρλότο που υπάρχει στην πρόταση μομφής και δεν γνωρίζει ούτε η Κουμουνδούρου (η οποία κατέθεσε εν θερμώ την πρόταση)

ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΚΡΥΦΟ ΜΠΟΥΡΛΟΤΟ… Φελνίκος
 

Αν υπάρχει κάτι χειρότερο από τους πολιτικούς αυτό είναι οι δημοσιογράφοι. Και ιδιαίτερα οι δημοσιογράφοι-σχολιαστές στα δελτία ειδήσεων ή στις λεγόμενες πολιτικές -θεός να τις κάνει- νυχτερινές και μεταμεσονύκτιες εκπομπές.
Χθες, και με αφορμή την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, διαπιστώθηκε, για μια εισέτι φορά, η ανεπάρκεια των «διαμορφωτών» της κοινής γνώμης. Το τι βλακεία ακούστηκε δεν περιγράφεται. Ο καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του. Και σε κάθε περίπτωση ήταν εξόφθαλμη, σε βαθμό παρεξηγήσεως, η εξάρτησή τους από τα επικοινωνιακά κέντρα των κομμάτων είτε της συμπολίτευσης είτε της αντιπολίτευσης.
Οι μεν, μεταφέροντας, ανερυθρίαστα, τη γραμμή της (συγ)κυβερνήσεως, προσπαθούσαν να μας πείσουν πόσο λάθος ήταν η κατάθεση πρότασης δυσπιστίας από τον ΣΥΡΙΖΑ και οι δε, λειτουργώντας επίσης ως χαλκεία -της Κουμουνδούρου αυτοί, μας ανέλυαν την ορθότητα της κίνησης Τσίπρα. Οι δεύτεροι είναι μάλιστα χειρότεροι από τους πρώτους, αφού δεν ήταν ικανοί να εισφέρουν έστω ένα επιχείρημα, πέραν της «γραμμής», που να αιτιολογεί πειστικά την πρόταση δυσπιστίας.
Ας δούμε ένα ένα τα όσα ακούστηκαν. Πρώτον, ειπώθηκε ότι ποτέ στη Μεταπολίτευση δεν ευδοκίμησε καμία πρόταση δυσπιστίας. Αλήθεια είναι. Αυτό όμως τι αποδεικνύει; Ότι ήταν λάθος η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ; Τότε γιατί δεν ήταν λάθος και όλες όσες είχαν προηγηθεί; Περίμενε ή περιμένει κανείς να πέσει η κυβέρνηση από μια πρόταση δυσπιστίας; Όχι βέβαια.
Οι προτάσεις δυσπιστίας δεν γίνονται (κοινοβουλευτικά κακώς βέβαια) για να πέσει η κυβέρνηση, αλλά για να προκληθεί συζήτηση, επί τριήμερον, στη Βουλή για κάποια θέματα που κατά την αντιπολίτευση είναι μείζονα και πρέπει αφενός να τα πληροφορηθεί ο λαός και αφετέρου να τεθούν προ των ευθυνών τους οι βουλευτές, και ιδιαίτερα όσοι, εκ της συμπολιτεύσεως κυρίως, θέλουν να εμφανίζονται ότι είναι και με τον …αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ.
Από την πρόταση δυσπιστίας η αντιπολίτευση περιμένει -αυτό τουλάχιστον διδάσκει ο κοινοβουλευτικός βίος στη Μεταπολίτευση- να κεφαλαιοποιήσει τα (υποτιθέμενα) κέρδη από τη δική της πολιτική και όχι για να ρίξει την κυβέρνηση. Οι κυβερνήσεις δεν πέφτουν από ενέργειες της αντιπολίτευσης, αλλά από εσωτερικές διαμάχες στη συμπολίτευση. Κακώς, γιατί αυτό αποτελεί υποβάθμιση και ακύρωση των κανόνων του κοινοβουλευτισμού και κυρίως της ανεξαρτησίας του βουλευτή ως εκπροσώπου του έθνους. Όμως στην Ελλάδα ζούμε, όπου όλα είναι στο περίπου. Περίπου κοινοβουλευτισμός, περίπου δημοκρατία, περίπου κράτος και πάει λέγοντας. Γι’ αυτό και η πρόταση δυσπιστίας, από ουσιαστική κοινοβουλευτική διαδικασία έχει μετατραπεί σε σημειολογική πολιτική κίνηση. Δεν κατατίθεται για να παράξει αποτελέσματα, αλλά για να καταδείξει πολιτικές.
Δεύτερον, λέχθηκε ότι με τον τρόπο αυτό συσπειρώνονται οι κοινοβουλευτικές ομάδες της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ σε μια στιγμή που επικρατεί αναβρασμός στο εσωτερικό τους. Και ποιος το λέει αυτό; Όσοι στηρίζουν την κυβέρνηση και διαφωνούν με την αντιπολίτευση. Δηλαδή τι μας λένε όλοι αυτοί; Ότι ήθελαν να πέσει η κυβέρνηση και τους έπιασε ο πόνος που ο ΣΥΡΙΖΑ τους συσπειρώνει; Ας είμαστε σοβαροί. Υπάρχει έστω και ένας που να πίστευε ότι οι βουλευτές θα έριχναν την κυβέρνηση; Ούτε ένας. Αυτοί που σήμερα κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ ότι προσφέρει σε διαφωνούντες βουλευτές της συμπολίτευσης το πρόσχημα για να συνταχθούν με την κυβέρνηση ήταν (και είναι) έτοιμοι να «ξεσκίσουν» όποιον βουλευτή υπήρχε πιθανότητα, με την ψήφο του, να θέσει εν αμφιβόλω την κυβερνητική πλειοψηφία. Η υποκρισία τρέχει από τα μπατζάκια τους. Ας τη μαζέψουν πριν την πατήσουν και γλιστρήσουν.
Αντί να λένε αυτές τις αηδίες, ας σκεφτούν και αυτοί και η κυβέρνηση κάτι που ίσως ούτε η Κουμουνδούρου να μη σκέφτηκε όταν κατέθετε την πρόταση δυσπιστίας. Και λέω ούτε η Κουμουνδούρου γιατί μάλλον είμαι σίγουρος ότι η πρόταση κατετέθη εν θερμώ και μεταξύ άλλων στόχευε και στο να συσπειρώσει την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, της οποίας μια σημαντική μερίδα εξαγριώθηκε με τις δηλώσεις Τσίπρα, στις ΗΠΑ, περί παραμονής της χώρας στην ευρωζώνη.
Ποιο είναι αυτό το κάτι που δεν σκέφτηκαν όλοι όσοι υποστηρίζουν ότι η πρόταση δυσπιστίας θα λειτουργήσει υπέρ της συνοχής της συμπολίτευσης; Μα, το γεγονός ότι βοηθάει όποιους βουλευτές θέλουν να καταψηφίσουν μέτρα, όπως ας πούμε το φόρο επί των ακινήτ βοηων. Καταψηφίζοντας την πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν εφεξής να υποστηρίζουν ότι «εμείς δεν θέλουμε να ρίξουμε την κυβέρνηση και το αποδείξαμε, αλλά είμαστε αντίθετοι στο (τάδε) μέτρο και δεν το εγκρίνουμε».
 

Με απλά λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ με την πρόταση δυσπιστίας παρέχει το άλλοθι σε διαφωνούντες βουλευτές της συμπολίτευσης να μη δώσουν ψήφο σε μέτρα με τα οποία λένε ότι διαφωνούν… Έχοντας δείξει, με την καταψήφιση της πρότασης δυσπιστίας, ότι στηρίζουν την κυβέρνηση, τους λύνονται τα χέρια για να ψηφίσουν διαφορετικά από αυτά που θα εισηγηθεί, μετά από λίγες μέρες, ας πούμε ο Στουρνάρας. Η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ τους νομιμοποιεί, τους προστατεύει από κατηγορίες και ταυτόχρονα τους απελευθερώνει. Αν επιλέξουν να ψηφίσουν μέτρα με τα οποία μέχρι τώρα δηλώνουν αντίθετοι, απλά θα εκτεθούν και θα ρεζιλευτούν.
Τρίτον, αυτά που λέγονται ότι δήθεν χάνει ο ΣΥΡΙΖΑ για έξι μήνες το κορυφαίο κοινοβουλευτικό όπλο για να ρίξει την κυβέρνηση μόνο το γέλωτα προκαλούν και εκθέτουν όσους το υποστηρίζουν. Είπαμε, αν έχει δείξει ένα πράγμα η Μεταπολίτευση είναι ότι οι κυβερνήσεις δεν πέφτουν από τις προτάσεις μομφής της αντιπολίτευσης, αλλά από εσωτερικές αντιθέσεις. Τις 151 ψήφους τις διαθέτει η συμπολίτευση και γι’ αυτό κυβερνά. Η κυβέρνηση είναι κυβέρνηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και όχι ανοχής.

Αν κάποιοι θέλουν να ρίξουν την κυβέρνηση έχουν πολλές ευκαιρίες να το πράξουν. Υπάρχει σε λίγο ο προϋπολογισμός που ισοδυναμεί με ψήφο εμπιστοσύνης. Υπάρχουν επίμαχα νομοσχέδια. Υπάρχουν (παράλογα) μέτρα που απαιτεί η τρόικα. Να κοπεί λοιπόν το καλαμπούρι περί δήθεν εξαμήνου παρατάσεως ζωής στην κυβέρνηση, λόγω της πρότασης δυσπιστίας. Αν μη τι άλλο, αδικούν και την κυβέρνηση και αμφισβητούν τη σταθερότητά της. Υποστηρίζοντας αυτό το επιχείρημα ούτε την αντιπολίτευση πλήττουν ούτε στην κυβέρνηση προσφέρουν, όπως ίσως νομίζουν, καλή υπηρεσία. Κακώς δε, κάκιστα, αυτό το επιχείρημα προβάλλεται και από κυβερνητικούς κύκλους. Είναι σαν να πυροβολούν τον εαυτό τους.
Τέταρτον, υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έπρεπε να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας την ώρα που είναι σε εξέλιξη οι συζητήσεις της κυβέρνησης με το τεχνικό κλιμάκιο της τρόικας. Αποτελεί αυτή η κίνηση, λένε, «πισώπλατη εθνική μαχαιριά». Σιγά μην είναι και ριπηδόν πυροβολισμός με Καλάσνικοφ! Ίσα ίσα, αν η κυβέρνηση το χειριστεί έξυπνα, είναι ένα πλεονέκτημα υπέρ της. Μπορεί κάλλιστα να υποστηρίξει ότι οι απαιτήσεις της τρόικας δυναμιτίζουν πλέον ανοιχτά την πολιτική και κοινοβουλευτική σταθερότητα.
Η πρόταση δυσπιστίας του Αλέξη Τσίπρα, τηρουμένων των αναλογιών και ανεξαρτήτως σκοπιμοτήτων του ΣΥΡΙΖΑ, μάλλον αντίστοιχη με το «βυθίσατε το Χόρα» του Ανδρέα Παπανδρέου το 1976 θα μπορούσε να εκληφθεί. Και ως τέτοια πρέπει να αξιοποιηθεί από τον Αντώνη Σαμαρά, όπως είχε αξιοποιηθεί τότε και από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή η ρήση του Ανδρέα.
Τούτων δοθέντων, αν εγώ είχα κάτι να πω είναι ότι κακώς δίδεται τόσο υπερβολικά μεγάλη σημασία στην πρόταση δυσπιστίας. Είναι μια προβλεπόμενη κοινοβουλευτική διαδικασία – προνομία της αντιπολίτευσης, όπως και η πρόταση εμπιστοσύνης είναι όπλο της κυβέρνησης.
Για τρεις ημέρες θα υπάρξει εφ’ όλης της ύλης συζήτηση στη Βουλή, κάτι μάλλον καλό για την πληροφόρηση των πολιτών, ιδίως τις παράξενες τούτες μέρες με τις εν ψυχρώ πολιτικές(;) εκτελέσεις συνανθρώπων μας, αλλά και την θορυβώδη έλευση του τεχνικού κλιμακίου της τρόικας για έλεγχο των πεπραγμένων. Η κυβέρνηση δεν κινδυνεύει να πέσει. Η συζήτηση με την τρόικα δεν πρόκειται να επηρεαστεί, εξάλλου τώρα άρχισε κι έχουμε μέρες μπροστά μας. Αν πάντως επηρεαστεί μάλλον θα ‘ναι προς το θετικό.
Τα κόμματα θα εκθέσουν τις απόψεις τους και αντίστοιχα θα εκτεθούν. Αν ο Τσίπρας ευελπιστεί να αποκομίσει και οφέλη από τη στάση του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗΜΑΡ, του ΚΚΕ, ανεξάρτητων ή διαφωνούντων βουλευτών με γεια του και χαρά του. Έχει το δικαίωμα να το κάνει, είναι στο χέρι των άλλων να μην του το επιτρέψουν. Αυτό είναι το πολιτικό παιχνίδι.
Τίποτα άλλο συγκλονιστικό, κι ας με συγχωρέσουν οι συνάδελφοι της τηλοψίας, δεν μπορώ να δω. Μόνον ότι η ζωή των ανθρώπων τραβάει την ανηφόρα. Ανηφόρα δύσκολη που ολοένα και δυσκολεύει…
πηγή

Σχόλια