Θύμα της αποβιομηχάνισης, η πόλη του Ντιτρόιτ κήρυξε χρεοκοπία τον Ιούλιο του 2013. Μερικούς μήνες νωρίτερα, η κομητεία του Τζέφερσον είχε την ίδια τύχη, εξαιτίας των τοξικών δανείων που είχε συνάψει. Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι που οδηγούν τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης στη χρεοκοπία, το φαινόμενο εντείνεται, αποκαλύπτοντας τις ανεπάρκειες και τις ελλείψεις της πολιτικής των ομοσπονδιακών αρχών για τα αστικά κέντρα. Καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος έχει εμπλακεί σε ένα νέο δημοσιονομικό μπρα ντε φερ με το Κογκρέσο, η Ουάσιγκτον δυσανασχετεί και αποφεύγει να προστρέξει σε βοήθεια των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Μετά τη μερική σύντηξη της καρδιάς του αντιδραστήρα ενός πυρηνικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Μίσιγκαν, το 1966, ο μεγάλος ποιητής της σόουλ και της τζαζ Τζιλ Σκοτ Χίρον αφιέρωσε το εξής ποίημα στην πόλη που γειτόνευε με τον αντιδραστήρα και απειλήθηκε με καταστροφή : « Παραλίγο να χάσουμε το Ντιτρόιτ ». Εκείνη την εποχή φαινόταν αδιανόητο το γεγονός ότι θα μπορούσε μια μέρα να σβηστεί από το χάρτη η πέμπτη μητρόπολη των Ηνωμένων Πολιτειών, η βιομηχανική πρωτεύουσα του έθνους, η κραταιά πρωτεύουσα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Αν και το Ντιτρόιτ επέζησε της πυρηνικής κρίσης, είναι πιθανό ότι δεν θα επιβιώσει από την κρίση της λιτότητας ή, ακόμα κι αν το κατορθώσει, θα είναι πλέον αγνώριστο. Δεδομένου ότι αδυνατούσε να αποπληρώσει το χρέος του, ύψους 18,5 δισ. δολαρίων, ο δήμος κήρυξε πτώχευση, στις 18 Ιουλίου του 2013. Έτσι, με την προστασία που του παρέχει ο αμερικανικός νόμος για τις χρεοκοπίες, θα είναι σε θέση να προβεί στην αναδιάρθρωση των χρεών του σε βάθος χρόνου, προβαίνοντας, από την άλλη πλευρά, σε πλήθος θυσιών. Είναι η πρώτη φορά που αυτό το φαινόμενο αφορά μια τόσο σημαντική πόλη και αποτελεί ανησυχητική εξέλιξη για μια χώρα όπου το σύνολο των ομολόγων που έχουν εκδώσει οι δήμοι ανέρχεται στα 3,7 τρισεκατομμύρια δολάρια (2,77 τρισ. ευρώ, δηλαδή, περισσότερο από το γαλλικό ΑΕΠ).
Η χρεοκοπία δεν είναι αποτέλεσμα της κακής διαχείρισης των τοπικών οικονομικών υποθέσεων, όπως επιχείρησαν ορισμένοι να παρουσιάσουν : αντίθετα, είναι η κατάληξη μιας μακράς πορείας αποβιομηχάνισης, η οποία οδήγησε την άλλοτε « Motor City » να μετατραπεί σε « ghost city » (πόλη φάντασμα) η οποία εγκαταλείπεται από τους κατοίκους και από τις οικονομικές δραστηριότητες. Από το 1995 έως το 2000, στην περιφέρεια του δήμου χάθηκε το 52% των θέσεων εργασίας στη βιομηχανία. Στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, οι βιομηχανικές μονάδες της πόλης απασχολούσαν έναν εργαζόμενο στους δέκα. Σήμερα, απασχολούν έναν στους πενήντα. Από τα δεκάδες μεγάλα εργοστάσια της αυτοκινητοβιομηχανίας που ευημερούσαν άλλοτε στο Ντιτρόιτ, σήμερα -παρά το γεγονός ότι έχει σημειωθεί ανάκαμψη της παραγωγής αυτοκινήτων στη χώρα- έχει απομείνει μονάχα ένα [1] !
Από τη δεκαετία του 1960, περισσότερο από ένα εκατομμύριο άτομα –δηλαδή περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού- έχουν εγκαταλείψει το Ντιτρόιτ. Η φυγή εντάθηκε τα τελευταία χρόνια, καθώς το ποσοστό ανεργίας στην περιοχή είναι δύο έως τρεις φορές υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο. Μοιραία, η συγκεκριμένη εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των εσόδων του δήμου. Η οικονομική κρίση του 2008 βύθισε οριστικά τα οικονομικά του στο κόκκινο, πυροδοτώντας ένα κύμα λιτότητας. Από εκείνη την εποχή, η αποκομιδή των απορριμμάτων δεν γίνεται πλέον τόσο τακτικά, τα αστυνομικά τμήματα κλείνουν μετά το μεσημέρι, ο δημοτικός φωτισμός ελαττώθηκε, τα δρομολόγια των λεωφορείων αραίωσαν κ.ο.κ.. Μάλιστα, σε ορισμένα πυροσβεστικά τμήματα [2], οι πυροσβέστες υποχρεώθηκαν να αγοράζουν οι ίδιοι το χαρτί τουαλέτας που χρειάζονται. Αγανακτισμένη, μια γενναιόδωρη εταιρεία προσέφερε 70.000 ρολά χαρτιού τουαλέτας στους πυροσβέστες [3]…
Μείωση προσωπικού και αναδιάρθρωση της αστυνομίας
Ο Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης του Μίσιγκαν, Ρίτσαρντ Σνάιντερ, θα μπορούσε να είχε επενδύσει κρατικά κονδύλια για να αντισταθμίσει τις χαμένες θέσεις εργασίας ή για να δημιουργήσει νέες. Προτίμησε, ωστόσο, να ποδοπατήσει κάθε έννοια δημοκρατίας, αφαιρώντας από τους (Δημοκρατικούς) τοπικούς άρχοντες όλες τις αρμοδιότητες και αναθέτοντάς τες σε έναν « οικονομικό διαχειριστή κατεπείγουσας ανάγκης » τον οποίο επέλεξε ο ίδιος, τον Κέβιν Ορρ. Ο δικηγόρος, που ειδικεύεται στις πτωχεύσεις επιχειρήσεων, διέθετε εξαιρετικά εκτεταμένες αρμοδιότητες : μπορούσε να απολύσει δημοτικούς υπαλλήλους, να ιδιωτικοποιήσει περιουσιακά στοιχεία του δήμου ή ακόμα να τροποποιήσει τις συλλογικές συμβάσεις που είχαν υπογραφεί με τα συνδικάτα. Κι όλα αυτά, χωρίς να διαθέτει την παραμικρή εντολή από το εκλογικό σώμα. Υποτίθεται ότι θα υπηρετούσε τα συμφέροντα του δήμου, « ανορθώνοντας τα οικονομικά του ». Το να προσπαθείς να μπαλώσεις τις τρύπες στα οικονομικά μιας πόλης απαγορεύοντας στους πολίτες να εκφέρουν γνώμη για τις οικονομικές αποφάσεις που θα επηρεάσουν τη ζωή τους και το μέλλον τους, αυτό δεν είναι μονάχα αντίθετο στη δημοκρατία : είναι κι ένας βολικός τρόπος να βάλεις τα θύματα να πληρώσουν, έτσι ώστε να αποφύγεις να αλλάξεις πολιτική. Πράγματι, όταν ο κυβερνήτης της πολιτείας ανέλαβε τον έλεγχο των υποθέσεων της πόλης, ενέπλεξε το Ντιτρόιτ σε μια διαδικασία χρεοκοπίας η οποία απειλεί να οδηγήσει σε σημαντική περικοπή των συντάξεων και των δαπανών υγείας, καθώς το ήμισυ του χρέους της πόλης προέρχεται από τις δύο συγκεκριμένες προβλέψεις δαπανών στον προϋπολογισμό. Όμως, τα χρήματα που καταβάλλονται στους δημοτικούς υπαλλήλους –τόσο στους εν ενεργεία, όσο και στους συνταξιούχους- αποτελούν πολύ συχνά το μοναδικό « καύσιμο » που κινεί την τοπική οικονομία. Αν στερέψει κι αυτή η πηγή εισοδημάτων –η οποία αποτελεί ένα δίκτυ ασφαλείας για τους πλέον ευάλωτους πληθυσμούς- τότε η κατάσταση θα επιδεινωθεί περισσότερο.
Η δημοσιονομική κατάρρευση του Ντιτρόιτ αποτελεί μια σημαντική καμπή, η οποία θα έχει τεράστιες συνέπειες, όχι μονάχα για τις αστικές περιοχές των ΗΠΑ, αλλά και για ολόκληρη τη χώρα. Πριν από πενήντα χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες έδιναν μεγάλη σημασία στις πολιτικές για τα αστικά κέντρα. Μάλιστα, ορισμένοι δήμαρχοι μεγάλων πόλεων διαδραμάτιζαν εκείνη την εποχή κομβικό ρόλο στην εθνική πολιτική σκηνή : τα δύο μεγάλα κόμματα κατάστρωναν στρατηγικές για τις αστικές περιοχές και θεωρούσαν πολύ σημαντική την πραγματοποίηση επενδύσεων στις τοπικές υποδομές και στην τοπική οικονομία. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου, τέτοιες απόψεις έχουν πλέον ελάχιστη απήχηση κι επιρροή, σε σημείο να γυρίζουν σήμερα οι Δημοκρατικοί την πλάτη στις πόλεις που τους ψηφίζουν μαζικά, ενώ στους κόλπους των Ρεπουμπλικανών ξαναζωντανεύει η παλιά αντιπάθεια των συντηρητικών για τις μεγάλες αστικές ζώνες.
Το Ντιτρόιτ δεν αποτελεί εξαίρεση, σε μια χώρα όπου περισσότερο από το 80% του πληθυσμού ζει στις πόλεις. Μόνο στην πολιτεία του Μίσιγκαν, πέντε άλλοι δήμοι (Μπέντον Χάρμπορ, Εκόρς, Φλιντ, Πόντιακ, Άλεν Παρκ), καθώς και αρκετές σχολικές περιφέρειες (Χάιλαντ Παρκ, Μούσκεγκον Παρκ…) έχουν τεθεί από τον κυβερνήτη Σνάιντερ υπό την επιτροπεία ενός « οικονομικού διαχειριστή κατεπείγουσας ανάγκης ». Εκεί ζει το 10% του πληθυσμού της πολιτείας, αλλά και το ήμισυ του αφροαμερικανικού πληθυσμού της. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Τζον Κόνιερς, Δημοκρατικό βουλευτή του Μίσιγκαν στο Κογκρέσο, να εκδηλώσει την ανησυχία του μιλώντας για τη « φυλετική συνιστώσα της εφαρμοζόμενης νομοθεσίας » [4] για την κατεπείγουσα διαχείριση της οικονομικής κατάστασης.
Οι δήμοι που έχουν τεθεί υπό επιτροπεία ενδέχεται να ακολουθήσουν την πορεία των δεκάδων πόλεων ή κομητειών, οι οποίες, κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριετίας, αναγκάστηκαν να προβούν σε στάση πληρωμών, χωρίς να υπάρξει η παραμικρή αντίδραση του ομοσπονδιακού κράτους : Σαν Μπερναρντίνο, Στόκτον και Βαλέχο στην Καλιφόρνια, Τζέφερσον Κάουντι στην Αλαμπάμα, Χάρισμπουργκ στην Πενσιλβάνια, Σέντραλ Φολς στο Ροντ Άιλαντ…
Σε όλες τις περιπτώσεις, τα ίδια αίτια οδήγησαν στα ίδια αποτελέσματα : η ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας προκάλεσε την εκπτώχευση του πληθυσμού και οδήγησε στη μείωση των εσόδων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης φαινόταν να δικαιολογείται η λήψη μέτρων λιτότητας, τα οποία ωστόσο είχαν ως μοναδικό αποτέλεσμα την επιδείνωση των δημοσιονομικών προβλημάτων σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε ο δήμος να χρεοκοπήσει. Η περίπτωση του Στόκτον -300.000 κάτοικοι, 700 εκατομμύρια δολάρια χρέος- προοιωνίζεται το τι θα μπορούσε να συμβεί και στην περίπτωση του Ντιτρόιτ. Από τη στιγμή που η πόλη κηρύχθηκε σε πτώχευση, στις 28 Ιουνίου του 2012, εφαρμόστηκε μια « θεραπεία λιτότητας », η οποία είχε αποτέλεσμα την απόλυση του 25% των αστυνομικών, του 30% των πυροσβεστών και περίπου του 40% των διοικητικών υπαλλήλων του δήμου. Ωστόσο, όλα αυτά δεν αποδείχτηκαν αρκετά : έναν χρόνο μετά τη χρεοκοπία, ανακοινώθηκε η μείωση των συντάξεων των δημοτικών υπαλλήλων, έτσι ώστε να εξοικονομηθούν 2,5 δισ. δολάρια σε βάθος τριακονταετίας.
Η απληστία των κακομαθημένων ταραξιών
Σύμφωνα με τους Ρεπουμπλικάνους, ο μοναδικός υπεύθυνος για τη χρεοκοπία των πόλεων είναι αυτές οι ίδιες. Έτσι, γι’ αυτόν τον λόγο, ο κυβερνήτης Σνάιντερ προσπαθεί με κάθε τρόπο να απαξιώσει τους αιρετούς άρχοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης, τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα και τους συνταξιούχους, τους οποίους θεωρεί υπερβολικά « κακομαθημένους ». Κατά τη γνώμη του, το μόνο που χρειάζεται για να επανέλθει η ευταξία είναι να παραμεριστούν οι « ταραξίες ». Τις απόψεις του συμμερίζεται και ο Λίντσεϊ Γκράχαμ, Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής της Νότιας Καρολίνας, ο οποίος δηλώνει ότι « αναμφίβολα, το Ντιτρόιτ υποφέρει από σοβαρά προβλήματα, για τη δημιουργία των οποίων ευθύνεται ωστόσο εν μέρει το ίδιο [5] ». Στην πραγματικότητα, το μόνο που θα μπορούσε κανείς να προσάψει στο Ντιτρόιτ –όπως και σε οποιαδήποτε άλλη αμερικανική πόλη- είναι το γεγονός ότι, μερικές φορές, οι κάτοικοί του ψήφισαν ανίκανους τοπικούς άρχοντες. Κατά τα άλλα, τόσο η δημοτική αρχή όσο και τα συνδικάτα διακρίθηκαν κυρίως για την προθυμία τους να αποδεχτούν θυσίες. Εάν το πετσόκομμα των δημόσιων δαπανών είχε τα αποτελέσματα που του αποδίδουν οι θιασώτες του, τότε η « Motor City » και το Στόκτον θα ήταν σήμερα πραγματικά ευημερούσες πόλεις. Στην πράξη, όπως παρατηρεί ο ιστορικός Τόμας Σούγκρουε, « την περίοδο 1990-2013, για να κατορθώσει το Ντιτρόιτ να ανταπεξέλθει, μείωσε σχεδόν στο μισό τον αριθμό των δημοτικών υπαλλήλων του » [6].
Όπως καταγγέλλει ο Δημοκρατικός βουλευτής του Μίσιγκαν Νταν Κίλντι, « εδώ και πάρα πολύ καιρό, οι νομοθέτες και οι ρυθμιστές εθελοτυφλούν όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με περιπτώσεις δήμων με δημοσιονομικό έλλειμμα, με συνταξιοδοτικό σύστημα το οποίο δεν είναι πλέον δυνατόν να χρηματοδοτηθεί και με υποδομές που καταρρέουν » [7]. Καλεί δε την Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (Fed) να συνεργαστεί με το Κογκρέσο για να βρεθεί ένα φάρμακο για τη « συστημική αδυναμία πληρωμών των αμερικανικών πόλεων ». Ο ίδιος ο Κίλντι, ο οποίος στο παρελθόν υπήρξε υπεύθυνος των οικονομικών υπηρεσιών της κομητείας, θεωρεί ότι, δεδομένου ότι η αποστολή της Fed συνίσταται στην προώθηση της οικονομικής σταθερότητας, δηλαδή –θεωρητικά τουλάχιστον- στην καταπολέμηση της ανεργίας και στη διατήρηση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων σε όσο το δυνατόν χαμηλότερο επίπεδο, οφείλει να αναζητήσει « ειδικούς τρόπους για τη στήριξη των πόλεων που έχουν χρεοκοπήσει ».
Και προσθέτει : « Το σύστημα χρηματοδότησης των δήμων έχει φθάσει στα όριά του. Οι πολιτείες και το ομοσπονδιακό κράτος οφείλουν να επανεξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο στηρίζουν τις πόλεις και τις αστικές ζώνες ». Εκτός από μια δικαιότερη εμπορική πολιτική και επενδύσεις σε υποδομές, ζητάει και μια συνολική επιδότηση της ανάπτυξης στα αστικά κέντρα. Ο εκπρόσωπος της πολιτείας του Μίσιγκαν θεωρεί ότι « έχει φθάσει η στιγμή να αρχίσουμε να προβληματιζόμαστε για τη βιωσιμότητα των πόλεων και να δημιουργήσουμε μηχανισμούς για τη στήριξη των αστικών και των περιαστικών ζωνών, οι οποίες αποτελούν τον πνεύμονα της οικονομίας μας ».
Η ιδέα να επέμβει η Fed είναι ιδιαίτερα εύστοχη, δεδομένου ότι το Κογκρέσο αντιδρά στην ιδέα να προσφέρει στους δήμους το σωσίβιο που με τόση γενναιοδωρία πρόσφερε στις τράπεζες της Γουόλ Στριτ. Η Fed διαθέτει την αναγκαία εξουσία για να υποχρεώσει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να παρέμβει. Ο Κίλντι διαπιστώνει επίσης ότι τα προβλήματα με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπες οι αμερικανικές πόλεις « ξεπερνούν κατά πολύ το πλαίσιο της κακής διαχείρισης των τοπικών οικονομικών ». Η κρίση των αστικών κέντρων μοιάζει με ένα πολύ μπερδεμένο κουβάρι• και γι’ αυτήν την κατάσταση ευθύνονται πολύ περισσότερο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι πολιτείες, και λιγότερο οι ίδιες οι πόλεις. Ωστόσο, τη στιγμή που το Κογκρέσο επιμένει σε νέες δημοσιονομικές περικοπές, στο πλαίσιο αυτού που ο πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα ονομάζει « μεγάλο συμβιβασμό », ο Νταν Κίλντι βοά εν τη ερήμω.
Για το Ντιτρόιτ, όπως και για τις υπόλοιπες χρεοκοπημένες πόλεις, η πιο επείγουσα πρόκληση συνίσταται στο να εξασφαλίσουν τα ποσά που τους λείπουν για να προβούν στην πληρωμή των επόμενων δόσεων. Από αυτή την άποψη, η πόλη βρίσκεται στην ίδια ακριβώς κατάσταση που βρισκόταν η Γουόλ Στριτ το 2008, όταν τα μεγάλα αμερικανικά τραπεζικά ιδρύματα είχαν καταρρεύσει. Βέβαια, τότε είχε υπάρξει μια άμεση αντίδραση του Κογκρέσου, το οποίο έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα διάσωσης ύψους 787 δισ. δολαρίων, ενώ υποσχέθηκε επίσης ότι θα χορηγήσει πρόσθετη βοήθεια στις τράπεζες που « είναι υπερβολικά μεγάλες για να αφεθούν να χρεοκοπήσουν ». Προφανώς, η μοίρα των αμερικανικών πόλεων ενδιαφέρει λιγότερο την Ουάσιγκτον.
Notes
[1] Βλέπε Laurent Carroué, « Le Coeur de l’automobile américaine a cessé de battre », Le Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 2009.
[2] ΣτΜ : Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αστυνόμευση και η πυροπροστασία αποτελούν αρμοδιότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης.
[3] « Detroit firefighters get 70.000 toilet paper gift », USA Today, Μακλήν (Βιρτζίνια), 6-12-12.
[4] Krissah Thompson, « Possibility of emergency manager in Detroit prompts civil rights concerns », The Washington Post, 5 Ιανουαρίου 2012.
[5] James Arkin, « Lindsey Graham’s plan to prevent city bailouts », Politico, Arlington (Βιρτζίνια), 24-7-13.
[6] Thomas J. Sugrue, « The rise and fall of Detroit’s middle class », The New Yorker, 22 Ιουλίου 2013.
[7] « Cities are really too big to fail », The Nation, Νέα Υόρκη, 22-7-13.
πηγή
ΗΠΑ
Ντιτρόιτ, η αφροαμερικανική πόλη που συρρικνώνεται
Στο γκέτο του Ντιτρόιτ, η πόλη αργοπεθαίνει κι εξαφανίζεται σιγά σιγά. Απομένουν μονάχα μερικά θραύσματά της. Σε ορισμένα οικοδομικά τετράγωνα κατοικούν μονά δύο ή τρία νοικοκυριά.
Η πόλη αρχίζει να μοιάζει με φάντασμα : απανθρακωμένα κουφάρια κτηρίων, εγκαταλελειμμένα πάρκινγκ, κλειστά εργοστάσια… Παντού μια εικόνα εγκατάλειψης : ο ορίζοντας αδειανός από ζωή και κίνηση, τα αγριόχορτα και τα δέντρα κατατρώγουν τα σπίτια. Ο αστικός ιστός αποσυντίθεται. Η πληθυσμιακή πυκνότητα θυμίζει περιοχή της υπαίθρου. Η φύση κάνει και πάλι αισθητή την παρουσία της μέσα στο Ντιτρόιτ : συχνά αντηχεί το λάλημα του κόκορα ή ο συνεχής εκνευριστικός τριγμός των ακρίδων.
Το γεγονός ότι το 35% της επικράτειας του δήμου είναι ακατοίκητο, οφείλεται σε μια εξέλιξη η οποία είναι σπάνια στην παγκόσμια ιστορία των αστικών περιοχών : μέσα σε πενήντα χρόνια, η « Shrinking City » (« η πόλη που συρρικνώνεται ») έχει χάσει περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού της. Με εξαίρεση τα περίχωρα του πανεπιστημίου και την ώρα του σχολάσματος των σχολείων, ελάχιστοι είναι οι πεζοί που κινούνται στα πεζοδρόμια της Γούντγουορντ, της Μίσιγκαν και της Γκάτριοτ, των κυριότερων λεωφόρων της πόλης. Με την κρίση των subprime, η συρρίκνωση του πληθυσμού εντάθηκε ακόμα περισσότερο…
Την περίοδο που μεσολάβησε ανάμεσα στον Ιανουάριο του 2008 και στον Ιούλιο του 2009, η ανεργία σχεδόν διπλασιάστηκε, περνώντας από το 14,8% στο 28,9%. (…) Λόγω της έντονης εξειδίκευσης της οικονομίας του, το Ντιτρόιτ αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευάλωτο στις διακυμάνσεις των οικονομικών κύκλων. Ο φορντισμός –του οποίου η γενέτειρα, το εργοστάσιο Crystal Palace, χτίστηκε στο Ντιτρόιτ το 1908 από τον Αλμπερτ Καν- μετέτρεψε την πόλη όπου είχαν την έδρα τους οι « Big Three » (General Motors, Ford και Chrysler) σε παγκόσμιο κέντρο του βιομηχανικού καπιταλισμού. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, η μεγάλη ζήτηση για εργατικά χέρια στην αυτοκινητοβιομηχανία που είχε στραφεί πλέον στη μαζική παραγωγή, καθώς και τα σχετικά υψηλά ημερομίσθια που πρόσφερε ο κλάδος, προσέλκυσαν πολλούς εργάτες : Μαύρους που ήθελαν να ξεφύγουν από τις ρατσιστικές πολιτείες του Νότου, αλλά και μετανάστες, κυρίως από την Ελλάδα και την Πολωνία. Η μεγάλη ακμή συνέπεσε με την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η πόλη βρέθηκε στην καρδιά της αμερικανικής πολεμικής προσπάθειας και αποκλήθηκε « οπλοστάσιο της Δημοκρατίας ».
πηγή
Μετά τη μερική σύντηξη της καρδιάς του αντιδραστήρα ενός πυρηνικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Μίσιγκαν, το 1966, ο μεγάλος ποιητής της σόουλ και της τζαζ Τζιλ Σκοτ Χίρον αφιέρωσε το εξής ποίημα στην πόλη που γειτόνευε με τον αντιδραστήρα και απειλήθηκε με καταστροφή : « Παραλίγο να χάσουμε το Ντιτρόιτ ». Εκείνη την εποχή φαινόταν αδιανόητο το γεγονός ότι θα μπορούσε μια μέρα να σβηστεί από το χάρτη η πέμπτη μητρόπολη των Ηνωμένων Πολιτειών, η βιομηχανική πρωτεύουσα του έθνους, η κραταιά πρωτεύουσα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Αν και το Ντιτρόιτ επέζησε της πυρηνικής κρίσης, είναι πιθανό ότι δεν θα επιβιώσει από την κρίση της λιτότητας ή, ακόμα κι αν το κατορθώσει, θα είναι πλέον αγνώριστο. Δεδομένου ότι αδυνατούσε να αποπληρώσει το χρέος του, ύψους 18,5 δισ. δολαρίων, ο δήμος κήρυξε πτώχευση, στις 18 Ιουλίου του 2013. Έτσι, με την προστασία που του παρέχει ο αμερικανικός νόμος για τις χρεοκοπίες, θα είναι σε θέση να προβεί στην αναδιάρθρωση των χρεών του σε βάθος χρόνου, προβαίνοντας, από την άλλη πλευρά, σε πλήθος θυσιών. Είναι η πρώτη φορά που αυτό το φαινόμενο αφορά μια τόσο σημαντική πόλη και αποτελεί ανησυχητική εξέλιξη για μια χώρα όπου το σύνολο των ομολόγων που έχουν εκδώσει οι δήμοι ανέρχεται στα 3,7 τρισεκατομμύρια δολάρια (2,77 τρισ. ευρώ, δηλαδή, περισσότερο από το γαλλικό ΑΕΠ).
Η χρεοκοπία δεν είναι αποτέλεσμα της κακής διαχείρισης των τοπικών οικονομικών υποθέσεων, όπως επιχείρησαν ορισμένοι να παρουσιάσουν : αντίθετα, είναι η κατάληξη μιας μακράς πορείας αποβιομηχάνισης, η οποία οδήγησε την άλλοτε « Motor City » να μετατραπεί σε « ghost city » (πόλη φάντασμα) η οποία εγκαταλείπεται από τους κατοίκους και από τις οικονομικές δραστηριότητες. Από το 1995 έως το 2000, στην περιφέρεια του δήμου χάθηκε το 52% των θέσεων εργασίας στη βιομηχανία. Στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, οι βιομηχανικές μονάδες της πόλης απασχολούσαν έναν εργαζόμενο στους δέκα. Σήμερα, απασχολούν έναν στους πενήντα. Από τα δεκάδες μεγάλα εργοστάσια της αυτοκινητοβιομηχανίας που ευημερούσαν άλλοτε στο Ντιτρόιτ, σήμερα -παρά το γεγονός ότι έχει σημειωθεί ανάκαμψη της παραγωγής αυτοκινήτων στη χώρα- έχει απομείνει μονάχα ένα [1] !
Από τη δεκαετία του 1960, περισσότερο από ένα εκατομμύριο άτομα –δηλαδή περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού- έχουν εγκαταλείψει το Ντιτρόιτ. Η φυγή εντάθηκε τα τελευταία χρόνια, καθώς το ποσοστό ανεργίας στην περιοχή είναι δύο έως τρεις φορές υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο. Μοιραία, η συγκεκριμένη εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των εσόδων του δήμου. Η οικονομική κρίση του 2008 βύθισε οριστικά τα οικονομικά του στο κόκκινο, πυροδοτώντας ένα κύμα λιτότητας. Από εκείνη την εποχή, η αποκομιδή των απορριμμάτων δεν γίνεται πλέον τόσο τακτικά, τα αστυνομικά τμήματα κλείνουν μετά το μεσημέρι, ο δημοτικός φωτισμός ελαττώθηκε, τα δρομολόγια των λεωφορείων αραίωσαν κ.ο.κ.. Μάλιστα, σε ορισμένα πυροσβεστικά τμήματα [2], οι πυροσβέστες υποχρεώθηκαν να αγοράζουν οι ίδιοι το χαρτί τουαλέτας που χρειάζονται. Αγανακτισμένη, μια γενναιόδωρη εταιρεία προσέφερε 70.000 ρολά χαρτιού τουαλέτας στους πυροσβέστες [3]…
Μείωση προσωπικού και αναδιάρθρωση της αστυνομίας
Ο Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης του Μίσιγκαν, Ρίτσαρντ Σνάιντερ, θα μπορούσε να είχε επενδύσει κρατικά κονδύλια για να αντισταθμίσει τις χαμένες θέσεις εργασίας ή για να δημιουργήσει νέες. Προτίμησε, ωστόσο, να ποδοπατήσει κάθε έννοια δημοκρατίας, αφαιρώντας από τους (Δημοκρατικούς) τοπικούς άρχοντες όλες τις αρμοδιότητες και αναθέτοντάς τες σε έναν « οικονομικό διαχειριστή κατεπείγουσας ανάγκης » τον οποίο επέλεξε ο ίδιος, τον Κέβιν Ορρ. Ο δικηγόρος, που ειδικεύεται στις πτωχεύσεις επιχειρήσεων, διέθετε εξαιρετικά εκτεταμένες αρμοδιότητες : μπορούσε να απολύσει δημοτικούς υπαλλήλους, να ιδιωτικοποιήσει περιουσιακά στοιχεία του δήμου ή ακόμα να τροποποιήσει τις συλλογικές συμβάσεις που είχαν υπογραφεί με τα συνδικάτα. Κι όλα αυτά, χωρίς να διαθέτει την παραμικρή εντολή από το εκλογικό σώμα. Υποτίθεται ότι θα υπηρετούσε τα συμφέροντα του δήμου, « ανορθώνοντας τα οικονομικά του ». Το να προσπαθείς να μπαλώσεις τις τρύπες στα οικονομικά μιας πόλης απαγορεύοντας στους πολίτες να εκφέρουν γνώμη για τις οικονομικές αποφάσεις που θα επηρεάσουν τη ζωή τους και το μέλλον τους, αυτό δεν είναι μονάχα αντίθετο στη δημοκρατία : είναι κι ένας βολικός τρόπος να βάλεις τα θύματα να πληρώσουν, έτσι ώστε να αποφύγεις να αλλάξεις πολιτική. Πράγματι, όταν ο κυβερνήτης της πολιτείας ανέλαβε τον έλεγχο των υποθέσεων της πόλης, ενέπλεξε το Ντιτρόιτ σε μια διαδικασία χρεοκοπίας η οποία απειλεί να οδηγήσει σε σημαντική περικοπή των συντάξεων και των δαπανών υγείας, καθώς το ήμισυ του χρέους της πόλης προέρχεται από τις δύο συγκεκριμένες προβλέψεις δαπανών στον προϋπολογισμό. Όμως, τα χρήματα που καταβάλλονται στους δημοτικούς υπαλλήλους –τόσο στους εν ενεργεία, όσο και στους συνταξιούχους- αποτελούν πολύ συχνά το μοναδικό « καύσιμο » που κινεί την τοπική οικονομία. Αν στερέψει κι αυτή η πηγή εισοδημάτων –η οποία αποτελεί ένα δίκτυ ασφαλείας για τους πλέον ευάλωτους πληθυσμούς- τότε η κατάσταση θα επιδεινωθεί περισσότερο.
Η δημοσιονομική κατάρρευση του Ντιτρόιτ αποτελεί μια σημαντική καμπή, η οποία θα έχει τεράστιες συνέπειες, όχι μονάχα για τις αστικές περιοχές των ΗΠΑ, αλλά και για ολόκληρη τη χώρα. Πριν από πενήντα χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες έδιναν μεγάλη σημασία στις πολιτικές για τα αστικά κέντρα. Μάλιστα, ορισμένοι δήμαρχοι μεγάλων πόλεων διαδραμάτιζαν εκείνη την εποχή κομβικό ρόλο στην εθνική πολιτική σκηνή : τα δύο μεγάλα κόμματα κατάστρωναν στρατηγικές για τις αστικές περιοχές και θεωρούσαν πολύ σημαντική την πραγματοποίηση επενδύσεων στις τοπικές υποδομές και στην τοπική οικονομία. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου, τέτοιες απόψεις έχουν πλέον ελάχιστη απήχηση κι επιρροή, σε σημείο να γυρίζουν σήμερα οι Δημοκρατικοί την πλάτη στις πόλεις που τους ψηφίζουν μαζικά, ενώ στους κόλπους των Ρεπουμπλικανών ξαναζωντανεύει η παλιά αντιπάθεια των συντηρητικών για τις μεγάλες αστικές ζώνες.
Το Ντιτρόιτ δεν αποτελεί εξαίρεση, σε μια χώρα όπου περισσότερο από το 80% του πληθυσμού ζει στις πόλεις. Μόνο στην πολιτεία του Μίσιγκαν, πέντε άλλοι δήμοι (Μπέντον Χάρμπορ, Εκόρς, Φλιντ, Πόντιακ, Άλεν Παρκ), καθώς και αρκετές σχολικές περιφέρειες (Χάιλαντ Παρκ, Μούσκεγκον Παρκ…) έχουν τεθεί από τον κυβερνήτη Σνάιντερ υπό την επιτροπεία ενός « οικονομικού διαχειριστή κατεπείγουσας ανάγκης ». Εκεί ζει το 10% του πληθυσμού της πολιτείας, αλλά και το ήμισυ του αφροαμερικανικού πληθυσμού της. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Τζον Κόνιερς, Δημοκρατικό βουλευτή του Μίσιγκαν στο Κογκρέσο, να εκδηλώσει την ανησυχία του μιλώντας για τη « φυλετική συνιστώσα της εφαρμοζόμενης νομοθεσίας » [4] για την κατεπείγουσα διαχείριση της οικονομικής κατάστασης.
Οι δήμοι που έχουν τεθεί υπό επιτροπεία ενδέχεται να ακολουθήσουν την πορεία των δεκάδων πόλεων ή κομητειών, οι οποίες, κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριετίας, αναγκάστηκαν να προβούν σε στάση πληρωμών, χωρίς να υπάρξει η παραμικρή αντίδραση του ομοσπονδιακού κράτους : Σαν Μπερναρντίνο, Στόκτον και Βαλέχο στην Καλιφόρνια, Τζέφερσον Κάουντι στην Αλαμπάμα, Χάρισμπουργκ στην Πενσιλβάνια, Σέντραλ Φολς στο Ροντ Άιλαντ…
Σε όλες τις περιπτώσεις, τα ίδια αίτια οδήγησαν στα ίδια αποτελέσματα : η ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας προκάλεσε την εκπτώχευση του πληθυσμού και οδήγησε στη μείωση των εσόδων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης φαινόταν να δικαιολογείται η λήψη μέτρων λιτότητας, τα οποία ωστόσο είχαν ως μοναδικό αποτέλεσμα την επιδείνωση των δημοσιονομικών προβλημάτων σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε ο δήμος να χρεοκοπήσει. Η περίπτωση του Στόκτον -300.000 κάτοικοι, 700 εκατομμύρια δολάρια χρέος- προοιωνίζεται το τι θα μπορούσε να συμβεί και στην περίπτωση του Ντιτρόιτ. Από τη στιγμή που η πόλη κηρύχθηκε σε πτώχευση, στις 28 Ιουνίου του 2012, εφαρμόστηκε μια « θεραπεία λιτότητας », η οποία είχε αποτέλεσμα την απόλυση του 25% των αστυνομικών, του 30% των πυροσβεστών και περίπου του 40% των διοικητικών υπαλλήλων του δήμου. Ωστόσο, όλα αυτά δεν αποδείχτηκαν αρκετά : έναν χρόνο μετά τη χρεοκοπία, ανακοινώθηκε η μείωση των συντάξεων των δημοτικών υπαλλήλων, έτσι ώστε να εξοικονομηθούν 2,5 δισ. δολάρια σε βάθος τριακονταετίας.
Η απληστία των κακομαθημένων ταραξιών
Σύμφωνα με τους Ρεπουμπλικάνους, ο μοναδικός υπεύθυνος για τη χρεοκοπία των πόλεων είναι αυτές οι ίδιες. Έτσι, γι’ αυτόν τον λόγο, ο κυβερνήτης Σνάιντερ προσπαθεί με κάθε τρόπο να απαξιώσει τους αιρετούς άρχοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης, τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα και τους συνταξιούχους, τους οποίους θεωρεί υπερβολικά « κακομαθημένους ». Κατά τη γνώμη του, το μόνο που χρειάζεται για να επανέλθει η ευταξία είναι να παραμεριστούν οι « ταραξίες ». Τις απόψεις του συμμερίζεται και ο Λίντσεϊ Γκράχαμ, Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής της Νότιας Καρολίνας, ο οποίος δηλώνει ότι « αναμφίβολα, το Ντιτρόιτ υποφέρει από σοβαρά προβλήματα, για τη δημιουργία των οποίων ευθύνεται ωστόσο εν μέρει το ίδιο [5] ». Στην πραγματικότητα, το μόνο που θα μπορούσε κανείς να προσάψει στο Ντιτρόιτ –όπως και σε οποιαδήποτε άλλη αμερικανική πόλη- είναι το γεγονός ότι, μερικές φορές, οι κάτοικοί του ψήφισαν ανίκανους τοπικούς άρχοντες. Κατά τα άλλα, τόσο η δημοτική αρχή όσο και τα συνδικάτα διακρίθηκαν κυρίως για την προθυμία τους να αποδεχτούν θυσίες. Εάν το πετσόκομμα των δημόσιων δαπανών είχε τα αποτελέσματα που του αποδίδουν οι θιασώτες του, τότε η « Motor City » και το Στόκτον θα ήταν σήμερα πραγματικά ευημερούσες πόλεις. Στην πράξη, όπως παρατηρεί ο ιστορικός Τόμας Σούγκρουε, « την περίοδο 1990-2013, για να κατορθώσει το Ντιτρόιτ να ανταπεξέλθει, μείωσε σχεδόν στο μισό τον αριθμό των δημοτικών υπαλλήλων του » [6].
Όπως καταγγέλλει ο Δημοκρατικός βουλευτής του Μίσιγκαν Νταν Κίλντι, « εδώ και πάρα πολύ καιρό, οι νομοθέτες και οι ρυθμιστές εθελοτυφλούν όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με περιπτώσεις δήμων με δημοσιονομικό έλλειμμα, με συνταξιοδοτικό σύστημα το οποίο δεν είναι πλέον δυνατόν να χρηματοδοτηθεί και με υποδομές που καταρρέουν » [7]. Καλεί δε την Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (Fed) να συνεργαστεί με το Κογκρέσο για να βρεθεί ένα φάρμακο για τη « συστημική αδυναμία πληρωμών των αμερικανικών πόλεων ». Ο ίδιος ο Κίλντι, ο οποίος στο παρελθόν υπήρξε υπεύθυνος των οικονομικών υπηρεσιών της κομητείας, θεωρεί ότι, δεδομένου ότι η αποστολή της Fed συνίσταται στην προώθηση της οικονομικής σταθερότητας, δηλαδή –θεωρητικά τουλάχιστον- στην καταπολέμηση της ανεργίας και στη διατήρηση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων σε όσο το δυνατόν χαμηλότερο επίπεδο, οφείλει να αναζητήσει « ειδικούς τρόπους για τη στήριξη των πόλεων που έχουν χρεοκοπήσει ».
Και προσθέτει : « Το σύστημα χρηματοδότησης των δήμων έχει φθάσει στα όριά του. Οι πολιτείες και το ομοσπονδιακό κράτος οφείλουν να επανεξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο στηρίζουν τις πόλεις και τις αστικές ζώνες ». Εκτός από μια δικαιότερη εμπορική πολιτική και επενδύσεις σε υποδομές, ζητάει και μια συνολική επιδότηση της ανάπτυξης στα αστικά κέντρα. Ο εκπρόσωπος της πολιτείας του Μίσιγκαν θεωρεί ότι « έχει φθάσει η στιγμή να αρχίσουμε να προβληματιζόμαστε για τη βιωσιμότητα των πόλεων και να δημιουργήσουμε μηχανισμούς για τη στήριξη των αστικών και των περιαστικών ζωνών, οι οποίες αποτελούν τον πνεύμονα της οικονομίας μας ».
Η ιδέα να επέμβει η Fed είναι ιδιαίτερα εύστοχη, δεδομένου ότι το Κογκρέσο αντιδρά στην ιδέα να προσφέρει στους δήμους το σωσίβιο που με τόση γενναιοδωρία πρόσφερε στις τράπεζες της Γουόλ Στριτ. Η Fed διαθέτει την αναγκαία εξουσία για να υποχρεώσει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να παρέμβει. Ο Κίλντι διαπιστώνει επίσης ότι τα προβλήματα με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπες οι αμερικανικές πόλεις « ξεπερνούν κατά πολύ το πλαίσιο της κακής διαχείρισης των τοπικών οικονομικών ». Η κρίση των αστικών κέντρων μοιάζει με ένα πολύ μπερδεμένο κουβάρι• και γι’ αυτήν την κατάσταση ευθύνονται πολύ περισσότερο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι πολιτείες, και λιγότερο οι ίδιες οι πόλεις. Ωστόσο, τη στιγμή που το Κογκρέσο επιμένει σε νέες δημοσιονομικές περικοπές, στο πλαίσιο αυτού που ο πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα ονομάζει « μεγάλο συμβιβασμό », ο Νταν Κίλντι βοά εν τη ερήμω.
Για το Ντιτρόιτ, όπως και για τις υπόλοιπες χρεοκοπημένες πόλεις, η πιο επείγουσα πρόκληση συνίσταται στο να εξασφαλίσουν τα ποσά που τους λείπουν για να προβούν στην πληρωμή των επόμενων δόσεων. Από αυτή την άποψη, η πόλη βρίσκεται στην ίδια ακριβώς κατάσταση που βρισκόταν η Γουόλ Στριτ το 2008, όταν τα μεγάλα αμερικανικά τραπεζικά ιδρύματα είχαν καταρρεύσει. Βέβαια, τότε είχε υπάρξει μια άμεση αντίδραση του Κογκρέσου, το οποίο έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα διάσωσης ύψους 787 δισ. δολαρίων, ενώ υποσχέθηκε επίσης ότι θα χορηγήσει πρόσθετη βοήθεια στις τράπεζες που « είναι υπερβολικά μεγάλες για να αφεθούν να χρεοκοπήσουν ». Προφανώς, η μοίρα των αμερικανικών πόλεων ενδιαφέρει λιγότερο την Ουάσιγκτον.
Notes
[1] Βλέπε Laurent Carroué, « Le Coeur de l’automobile américaine a cessé de battre », Le Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 2009.
[2] ΣτΜ : Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αστυνόμευση και η πυροπροστασία αποτελούν αρμοδιότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης.
[3] « Detroit firefighters get 70.000 toilet paper gift », USA Today, Μακλήν (Βιρτζίνια), 6-12-12.
[4] Krissah Thompson, « Possibility of emergency manager in Detroit prompts civil rights concerns », The Washington Post, 5 Ιανουαρίου 2012.
[5] James Arkin, « Lindsey Graham’s plan to prevent city bailouts », Politico, Arlington (Βιρτζίνια), 24-7-13.
[6] Thomas J. Sugrue, « The rise and fall of Detroit’s middle class », The New Yorker, 22 Ιουλίου 2013.
[7] « Cities are really too big to fail », The Nation, Νέα Υόρκη, 22-7-13.
πηγή
ΗΠΑ
Ντιτρόιτ, η αφροαμερικανική πόλη που συρρικνώνεται
Στο γκέτο του Ντιτρόιτ, η πόλη αργοπεθαίνει κι εξαφανίζεται σιγά σιγά. Απομένουν μονάχα μερικά θραύσματά της. Σε ορισμένα οικοδομικά τετράγωνα κατοικούν μονά δύο ή τρία νοικοκυριά.
Η πόλη αρχίζει να μοιάζει με φάντασμα : απανθρακωμένα κουφάρια κτηρίων, εγκαταλελειμμένα πάρκινγκ, κλειστά εργοστάσια… Παντού μια εικόνα εγκατάλειψης : ο ορίζοντας αδειανός από ζωή και κίνηση, τα αγριόχορτα και τα δέντρα κατατρώγουν τα σπίτια. Ο αστικός ιστός αποσυντίθεται. Η πληθυσμιακή πυκνότητα θυμίζει περιοχή της υπαίθρου. Η φύση κάνει και πάλι αισθητή την παρουσία της μέσα στο Ντιτρόιτ : συχνά αντηχεί το λάλημα του κόκορα ή ο συνεχής εκνευριστικός τριγμός των ακρίδων.
Το γεγονός ότι το 35% της επικράτειας του δήμου είναι ακατοίκητο, οφείλεται σε μια εξέλιξη η οποία είναι σπάνια στην παγκόσμια ιστορία των αστικών περιοχών : μέσα σε πενήντα χρόνια, η « Shrinking City » (« η πόλη που συρρικνώνεται ») έχει χάσει περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού της. Με εξαίρεση τα περίχωρα του πανεπιστημίου και την ώρα του σχολάσματος των σχολείων, ελάχιστοι είναι οι πεζοί που κινούνται στα πεζοδρόμια της Γούντγουορντ, της Μίσιγκαν και της Γκάτριοτ, των κυριότερων λεωφόρων της πόλης. Με την κρίση των subprime, η συρρίκνωση του πληθυσμού εντάθηκε ακόμα περισσότερο…
Την περίοδο που μεσολάβησε ανάμεσα στον Ιανουάριο του 2008 και στον Ιούλιο του 2009, η ανεργία σχεδόν διπλασιάστηκε, περνώντας από το 14,8% στο 28,9%. (…) Λόγω της έντονης εξειδίκευσης της οικονομίας του, το Ντιτρόιτ αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευάλωτο στις διακυμάνσεις των οικονομικών κύκλων. Ο φορντισμός –του οποίου η γενέτειρα, το εργοστάσιο Crystal Palace, χτίστηκε στο Ντιτρόιτ το 1908 από τον Αλμπερτ Καν- μετέτρεψε την πόλη όπου είχαν την έδρα τους οι « Big Three » (General Motors, Ford και Chrysler) σε παγκόσμιο κέντρο του βιομηχανικού καπιταλισμού. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, η μεγάλη ζήτηση για εργατικά χέρια στην αυτοκινητοβιομηχανία που είχε στραφεί πλέον στη μαζική παραγωγή, καθώς και τα σχετικά υψηλά ημερομίσθια που πρόσφερε ο κλάδος, προσέλκυσαν πολλούς εργάτες : Μαύρους που ήθελαν να ξεφύγουν από τις ρατσιστικές πολιτείες του Νότου, αλλά και μετανάστες, κυρίως από την Ελλάδα και την Πολωνία. Η μεγάλη ακμή συνέπεσε με την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η πόλη βρέθηκε στην καρδιά της αμερικανικής πολεμικής προσπάθειας και αποκλήθηκε « οπλοστάσιο της Δημοκρατίας ».
πηγή
Σχόλια