Οκτώ ποτήρια νερό την ημέρα. Ζείτε λιτά σαν τους ανθρώπους των σπηλαίων. Τα παραπανίσια κιλά «κόβουν» χρόνια. Αυτά και άλλα τέτοια, μύθοι ή αλήθειες;
Κάτω οι μύθοι!
Τι θα πρέπει να πιστεύουμε και τι όχι από ευρέως διαδεδομένες συμβουλές που δεχόμαστε καθημερινά για την υγεία μας
Συμβουλές για το τι θα πρέπει να κάνουμε για να είμαστε καλά στην υγεία μας και να ζήσουμε πολλά χρόνια μάς κατακλύζουν καθημερινά. Ορισμένες από αυτές μάλιστα είναι τόσο διαδεδομένες ώστε έχουν πάρει τον χαρακτήρα «αξιώματος» – όλοι θεωρούν ότι είναι σωστές και ότι θα πρέπει να τις ακολουθούμε ευλαβικά σαν ευαγγέλιο για μια καλή ζωή. Πολλοί θα σας πουν, π.χ., ότι για να είστε σε φόρμα θα πρέπει απαραιτήτως να πίνετε οκτώ ποτήρια νερό την ημέρα και να κάνετε κάθε τόσο μια αποτοξίνωση που θα «καθαρίζει» τον οργανισμό σας από τις τοξικές ουσίες. Εσείς οι ίδιοι μάλιστα μπορεί να νομίζετε ότι κρατάτε κακουχίες και αρρώστιες μακριά παίρνοντας καθημερινά τις βιταμίνες σας και διατηρώντας μια λεπτή σιλουέτα. Πού όμως σε όλα αυτά βρίσκεται η αλήθεια και πού ο... μύθος; Το «New Scientist» καταρρίπτει έξι ευρέως διαδεδομένους σχετικούς με την υγεία μας μύθους με βάση τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα.
Βομβαρδιζόμαστε συνεχώς από συμβουλές για το πώς θα βελτιώσουμε την υγεία μας και πώς θα παρατείνουμε τη ζωή μας. Κάποιες από αυτές θεωρούνται τουλάχιστον αξιώματα: όλοι θα σας πουν, π.χ., ότι πρέπει απαραιτήτως να πίνετε οκτώ ποτήρια νερό την ημέρα, ενώ οι περισσότεροι γονείς είναι πεπεισμένοι ότι όταν τα βλαστάρια τους τρώνε γλυκά περνούν σε μια κατάσταση υπερδιέγερσης που «βάζει φωτιά» στα παιδικά πάρτι. Σε ποιον βαθμό όμως τα αξιώματα αληθεύουν πραγματικά; Το «New Scientist» καταρρίπτει έξι διαδεδομένους μύθους για την υγεία με βάση τα τελευταία επιστημονικά στοιχεία.
Πίνετε οκτώ ποτήρια νερό την ημέρα
Είναι ένας μύθος που δεν λέει να σβήσει. Ολοι σχεδόν θεωρούν ότι δεν πίνουν αρκετό νερό, η ιδέα όμως ότι όλοι θα πρέπει να πίνουμε πολύ - οκτώ ποτήρια την ημέρα - δεν βασίζεται σε κανένα επιστημονικό στοιχείο.
Κανείς δεν ξέρει πραγματικά από πού προέρχεται η ιδέα των οκτώ ποτηριών. Ορισμένοι κατηγορούν τη βιομηχανία εμφιαλωμένου νερού, αλλά πολλοί γιατροί και οργανισμοί υγείας έχουν προωθήσει αυτή την αντίληψη εδώ και δεκαετίες. Η πηγή ίσως είναι μια σύσταση του 1945 από το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνών (NRC) των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με το ότι οι ενήλικοι θα πρέπει να καταναλώνουν ένα χιλιοστό του λίτρου νερό για κάθε θερμίδα φαγητού, αναλογία η οποία ανέρχεται στα περίπου 2,5 λίτρα την ημέρα για τους άνδρες και 2 λίτρα για τις γυναίκες.
Σύμφωνα με την Μπάρμπαρα Ρολς, ερευνήτρια διατροφολόγο του Πανεπιστημίου Penn State και συγγραφέα του βιβλίου «Thirst» («Δίψα») που κυκλοφόρησε το 1964, η αναλογία αυτή είναι πάνω-κάτω σωστή για ανθρώπους που ζουν σε εύκρατο κλίμα και δεν ασκούνται έντονα. Μάλιστα 1,9 λίτρα είναι η ποσότητα που θα προσλάβετε αν πιείτε οκτώ ποτήρια νερό των οκτώ ουγγιών - ο κανόνας 8Χ8 στην αμερικανική εκδοχή του μύθου.
Αυτό το οποίο ωστόσο οι περισσότεροι δεν συνειδητοποιούν είναι ότι παίρνουμε αρκετό από αυτό το νερό από την τροφή μας, όπως είχε τονίσει τότε το NRC. Οι τροφές περιέχουν νερό και διασπώνται χημικά σε διοξείδιο του άνθρακα και περισσότερο νερό. Επομένως, αν δεν χύνετε κουβάδες ιδρώτα, χρειάζεστε μόνο περίπου ένα λίτρο νερό την ημέρα - και 1,2 λίτρα είναι αυτό που θα πάρετε από τα οκτώ ποτήρια των 150 χιλιοστών του λίτρου που συνιστά η Βρετανική Υπηρεσία Υγείας.
Ωστόσο οποιαδήποτε συζήτηση με βάση τα ποτήρια είναι παραπλανητική γιατί δεν χρειάζεται να πίνει κάποιος νερό αυτό καθαυτό. Ολα τα υγρά που πίνουμε, συμπεριλαμβανομένων του καφέ και του τσαγιού, μπορούν να παράσχουν το νερό που χρειαζόμαστε, λέει ο Χάιντς Βάλτιν, νεφρολόγος στην Ιατρική Σχολή Ντάρτμουθ στο Λέμπανον του Νιου Χάμσιρ, ο οποίος έχει ελέγξει τα σχετικά στοιχεία.
Σύμφωνα με τον μύθο, ωστόσο, τα ποτά με καφεΐνη δεν μετράνε γιατί είναι διουρητικά κάνοντας τον οργανισμό να χάσει περισσότερο νερό από αυτό που παίρνει από το ποτό. Αυτό δεν ισχύει. Μια σύγκριση που έγινε σε υγιείς ενηλίκους το 2000 δεν διαπίστωσε διαφορά στην ενυδάτωση ανάλογα με το αν οι εθελοντές προσλάμβαναν το νερό από καφεϊνούχα ποτά ή όχι. Ακόμη και ένα-δύο ελαφρώς αλκοολούχα ποτά θα σας ενυδατώσουν, δεν θα σας αφυδατώσουν.
Οι «υδρόφιλοι» απαντούν λέγοντας ότι το καθαρό νερό είναι καλύτερο από τα άλλα ποτά. Ο ισχυρισμός αυτός ακούγεται βάσιμος, το κρίσιμο σημείο όμως είναι ότι αν είστε ένας υγιής άνθρωπος ο οποίος ήδη πίνει αρκετό τσάι, γάλα, χυμό ή οτιδήποτε άλλο, δεν υπάρχουν ενδείξεις που να υποστηρίζουν ότι το να κατεβάζετε παράλληλα και παραπανίσιο νερό θα σας προσφέρει οτιδήποτε άλλο από το να σας κάνει να πηγαίνετε συνεχώς στην τουαλέτα.
Η τελευταία πλευρά αυτού του μύθου είναι ότι πρέπει να πιέζουμε τον εαυτό μας να πίνει νερό επειδή όταν θα διψάσουμε είμαστε ήδη αφυδατωμένοι. Αυτό δεν ισχύει. Η κυρία Ρολς έχει δείξει εδώ και σχεδόν 30 χρόνια ότι διψάμε πολύ προτού επέλθει κάποια σημαντική απώλεια υγρών από το σώμα μας. Χρειάζεται μόλις μια άνοδος της τάξεως του 2% στη συγκέντρωση του αίματος για να μας κάνει να θέλουμε να πιούμε νερό, τη στιγμή που ο οργανισμός θεωρείται επισήμως αφυδατωμένος με μια άνοδο της τάξεως του 5% και πάνω.
Χαλαρώστε λοιπόν και ακούστε το σώμα σας. Μην πιέζετε τον εαυτό σας να κατεβάζει νερό με το κιλό αν δεν το θέλετε - αυτό μπορεί να είναι επικίνδυνο -, πίνετε απλώς το ποτό που προτιμάτε όταν διψάτε.
Η ζάχαρη κάνει τα παιδιά υπερκινητικά
Ολοι οι γονείς το έχουν δει να συμβαίνει: πάρτε μια ομάδα από παιδιά, προσθέστε ζάχαρη και ύστερα καθήστε να τα δείτε να τρέχουν πάνω-κάτω. Παρ' όλα αυτά, όσο και αν πολλοί γονείς δυσκολεύονται να το πιστέψουν, η ζάχαρη δεν προκαλεί υπερκινητικότητα στα παιδιά.
Μια επισκόπηση που έγινε το 1996 σε 12 τυφλές μελέτες, όπου κανείς κάθε φορά δεν ήξερε ποια παιδιά είχαν πάρει ζάχαρη και ποια ένα υποκατάστατο, δεν βρήκε στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτή την αντίληψη. Αυτό ισχύει και για παιδιά με σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής - υπερκινητικότητας που οι γονείς τους θεωρούσαν ότι έχουν ευαισθησία στη ζάχαρη.
Μία από αυτές τις μελέτες μάλιστα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το «φαινόμενο» της ζάχαρης βρίσκεται μόνο στο μυαλό των γονιών. Οι γονείς και τα ηλικίας 5-7 ετών «ευαίσθητα στη ζάχαρη» παιδιά τους χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Στους γονείς της μιας ομάδας οι ερευνητές είπαν ότι τα παιδιά τους είχαν πάρει μια μεγάλη δόση ζάχαρης ενώ οι άλλοι πίστεψαν ότι τα παιδιά τους είχαν πάρει ένα υποκατάστατο. Στην πραγματικότητα, σε όλα τα παιδιά δόθηκε φαγητό χωρίς καθόλου ζάχαρη. Οταν όμως οι γονείς παρακολούθησαν στη συνέχεια τα παιδιά τους να παίζουν, εκείνοι που πίστευαν ότι είχαν φάει ζάχαρη έτειναν περισσότερο να αξιολογούν τη συμπεριφορά τους ως υπερκινητική.
Αφού ξεκαθαρίσαμε το παραπάνω, θα πρέπει να πούμε ότι η ζάχαρη επηρεάζει πράγματι τον εγκέφαλο των παιδιών αλλά με έναν απρόσμενο τρόπο. Σε μια μελέτη ο Ντάνιελ Μπέντον, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Σουόνσι στη Βρετανία, διαπίστωσε ότι μέσα στην επόμενη περίπου μισή ώρα αφότου είχαν πιει ένα ποτό με γλυκόζη οι μαθητές ηλικίας 9-11 ετών είχαν καλύτερη ικανότητα συγκέντρωσης στα έργα που τους ανατέθηκαν και υψηλότερες επιδόσεις στα τεστ μνήμης. Αυτό είναι ακριβώς το αντίθετο της υπερκινητικότητας, ένα χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ανικανότητα συγκέντρωσης.
Μην αρχίσετε ωστόσο να ποτίζετε τα παιδιά σας με ζαχαρούχα ποτά - όπως τονίζει η μελέτη, η ενίσχυση των επιδόσεων μάλλον δεν κρατάει πολύ. Τα μη ζαχαρούχα γεύματα που βοηθούν τον οργανισμό να διατηρεί μια σταθερή τροφοδότηση του εγκεφάλου με γλυκόζη είναι καλύτερα.
Αυτό λοιπόν που οι γονείς εκλαμβάνουν λανθασμένα ως υπερκινητικότητα στα πάρτι είναι απλώς παιδιά «ενισχυμένα» με ζάχαρη τα οποία συγκεντρώνονται στο να περάσουν καλά. «Η παροχή ενέργειας αυξάνει εμφανώς τη δυνατότητα δαπάνης ενέργειας» λέει ο Αντριου Σόλι, ο οποίος μελετά τη γλυκόζη και τη γνωσιακή ενίσχυση στο Πανεπιστήμιο του Σουίνμπερν στη Μελβούρνη της Αυστραλίας.
Πρέπει να ζούμε και να τρώμε σαν τους ανθρώπους των σπηλαίων
Τα σώματά μας δεν εξελίχθηκαν για να ξαπλώνουν στον καναπέ, να βλέπουν τηλεόραση και να τρώνε τσιπς και παγωτό. Εξελίχθηκαν για να τρέχουν εδώ και εκεί αναζητώντας κυνήγι και συλλέγοντας φρούτα και λαχανικά. Επομένως, λέει ο μύθος, θα ήμασταν όλοι πολύ πιο υγιείς αν ζούσαμε και τρώγαμε όπως οι πρόγονοί μας.
Αυτή η «θεωρία της εξελικτικής δυσαρμονίας» διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1985 από τον γιατρό Σ. Μπόιντ Ιτον και τον ανθρωπολόγο Μέλβιν Κόνερ του Πανεπιστημίου Εμορι της Ατλάντας. Με αυτήν υποστήριζαν ότι, ενώ τα γονίδιά μας δεν έχουν αλλάξει και πολύ εδώ και τουλάχιστον 50.000 χρόνια, η διατροφή και ο τρόπος ζωής μας έχουν αλλάξει σημαντικά μετά την έλευση της γεωργίας πριν από 10.000 χρόνια και ότι όλα αυτά συνέβησαν υπερβολικά γρήγορα ώστε να εξελιχθούμε για να τα αντιμετωπίσουμε. Αυτός, διατείνονται, είναι ο λόγος για τον οποίο ο διαβήτης, οι καρδιοπάθειες και ο καρκίνος κάνουν θραύση. Αν ασκούμασταν περισσότερο και αν τρώγαμε σαν τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, θα ήμασταν σε καλύτερη φόρμα, πιο ευτυχισμένοι και υγιέστεροι.
Τα τελευταία χρόνια η δίαιτα της Λίθινης Εποχής (ή παλαιο-δίαιτα) που έχει βασιστεί σε αυτές τις ιδέες έχει γίνει πολύ δημοφιλής. Συνίσταται στο να τρώει κάποιος κυνήγι, ψάρια, φρούτα, λαχανικά και ξηρούς καρπούς και να αποφεύγει τα δημητριακά, τα γαλακτοκομικά, τα όσπρια, τα έλαια, την επεξεργασμένη ζάχαρη και το αλάτι. Ορισμένες πλευρές της, όπως το να ασκούμαστε περισσότερο και να τρώμε λιγότερο επεξεργασμένα δημητριακά και σάκχαρα, συμφωνούν με τα τελευταία στοιχεία. Αλλες, όμως, όπως το να καταργήσουμε τα δημητριακά, τα όσπρια και τα γαλακτοκομικά, έρχονται σε αντίθεση με αυτά. Επίσης η λογική που τη στηρίζει είναι λανθασμένη.
Η ιδέα ότι υπήρξε κάποιο εξελικτικό ευαίσθητο σημείο πριν από 50.000 χρόνια απλώς δεν ισχύει, τονίζει η Μαρλίν Ζουκ, εξελικτική βιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα στο Σεντ Πολ, η οποία έχει γράψει ένα βιβλίο για την απομυθοποίηση του παλαιολιθικού τρόπου ζωής. Οι πρόγονοί μας δεν ήταν τέλεια προσαρμοσμένοι στον τρόπο ζωής τους, ενώ εμείς έχουμε προσαρμοστεί στη γεωργική διατροφή μας.
Για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι έχουν επιπλέον αντίγραφα γονιδίων για την πέψη του αμύλου που υπάρχει στα δημητριακά. Η ικανότητα να χωνεύουμε το γάλα ως ενήλικοι - η ανεκτικότητα στη λακτόζη - εξελίχθηκε επίσης ανεξάρτητα σε πολλούς πληθυσμούς. Ενα άλλο σημείο κριτικής είναι το γεγονός ότι δεν ξέρουμε με βεβαιότητα τι έτρωγαν οι πρόγονοί μας. Οπωσδήποτε δεν έτρωγαν τίποτε που να μοιάζει με τα ζώα και τα φυτά που γνωρίζουμε σήμερα, τα οποία έχουν μεταμορφωθεί τόσο από την επιλεκτική αναπαραγωγή ώστε έχουν γίνει αγνώριστα. Τέλος - και εξίσου σημαντικό - δεν είναι σαφές ότι οι αρχαίοι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες ήταν πραγματικά τόσο πιο υγιείς από ό,τι εμείς. Η εξέλιξη στο κάτω-κάτω αδιαφορεί για το αν θα πεθάνουμε από τη στιγμή που θα έχουμε μεγαλώσει τα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Οι αρχικοί υπέρμαχοι της θεωρίας της ασυμφωνίας εξακολουθούν να εμμένουν στην άποψή τους, αλλά την έχουν αναθεωρήσει με βάση τα τελευταία στοιχεία. Ο δρ Ιτον και ο δρ Κόνερ περιλαμβάνουν πλέον στις τροφές που συνιστούν τα γαλακτοκομικά προϊόντα με χαμηλά λιπαρά και τα δημητριακά ολικής αλέσεως.
Λίγα παραπανίσια κιλά «κόβουν» χρόνια
Ας είμαστε σαφείς: το να είστε πραγματικά παχύσαρκοι είναι κακό για την υγεία σας. Ενας δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) μεγαλύτερος από 40 αυξάνει τον κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, καρδιακές παθήσεις και ορισμένους καρκίνους, ενώ επίσης αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία ως και κατά 29%. Αυτό δεν είναι μύθος.
Το να έχει όμως κάποιος λίγα παραπανίσια κιλά όχι μόνο δεν αποτελεί εισιτήριο χωρίς επιστροφή για έναν πρόωρο θάνατο αλλά, αντιθέτως, φαίνεται να αποτρέπει το θλιβερό γεγονός σύμφωνα με μια πρόσφατη επισκόπηση σχεδόν 100 μελετών που αφορούσαν περίπου 3 εκατομμύρια άτομα. Η επισκόπηση, με επικεφαλής την Κάθριν Φλέγκαλ των Κέντρων για τον Ελεγχο Ασθενειών των Ηνωμένων Πολιτειών στη Χάιατσβιλ του Μέριλαντ, απεφάνθη πριν από μερικούς μήνες ότι το να είναι κάποιος «υπέρβαρος» - το οποίο ορίζεται ως το να έχει κάποιος δείκτη μάζας σώματος 25-29 - φαίνεται να έχει προστατευτική επίδραση μειώνοντας κατά 6% τον κίνδυνο θανάτου σε σχέση με τα άτομα με δείκτη μάζας σώματος 18-25. Οσοι ωστόσο έχουν ΔΜΣ μεγαλύτερο από 35 αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο.
Δεν είναι σαφές γιατί το να είναι κάποιος υπέρβαρος μπορεί να προστατεύει από έναν πρόωρο θάνατο. Ισως το να έχει ένα απόθεμα λίγων παραπανίσιων κιλών βοηθάει τον οργανισμό να καταπολεμά τις ασθένειες ή τις λοιμώξεις. Ισως οι υπέρβαροι να έχουν περισσότερες πιθανότητες να τυγχάνουν ιατρικής παρακολούθησης. Ή ίσως ορισμένοι από εκείνους που υπολογίστηκαν ως «φυσιολογικοί» να είχαν χάσει κιλά εξαιτίας κάποιας σοβαρής ασθένειας.
Οποια και αν είναι η αιτία, η δρ Φλέγκαλ υπογραμμίζει ότι τα ευρήματά της δεν αποτελούν πράσινο φως για να πέσουμε με τα μούτρα στο φαΐ. Τα υπέρβαρα άτομα ίσως να έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν ασθένειες οι οποιες επηρεάζουν την ποιότητα ζωής, για παράδειγμα. Ακόμη και έτσι, όμως, φαίνεται ότι τα λίγα παραπανίσια κιλά δεν αποτελούν έγκλημα κατά της υγείας, όπως ανέκαθεν εθεωρείτο.
Τα αντιοξειδωτικά βοηθούν να ζούμε περισσότερο
Φαίνεται εκτυφλωτικά προφανές. Καθώς τα κύτταρά μας μεταβολίζουν την τροφή που τρώμε παράγουν ανεξέλεγκτα μόρια τα οποία λέγονται ελεύθερες ρίζες και προκαλούν χάος. Κατά τη διάρκεια της ζωής μας η βλάβη που επιφέρουν συσσωρεύεται και μπορεί να προκαλέσει κάθε είδους εκφυλιστικές ασθένειες. Ευτυχώς ωστόσο πολλά χημικά μπορούν να ενεργήσουν ως αντιοξειδωτικά τα οποία εξολοθρεύουν τις ελεύθερες ρίζες. Επιπλέον το να τρώμε λαχανικά πλούσια σε αντιοξειδωτικά φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο εκφυλιστικών ασθενειών. Το να παίρνουμε λοιπόν χάπια γεμάτα με αντιοξειδωτικά δεν θα πρέπει να μας βοηθάει να κρατάμε μακριά αυτές τις ασθένειες;
Αυτό άρχισαν να σκέφτονται ορισμένοι επιστήμονες από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Ο νομπελίστας φυσικός Λάινους Πόλινγκ είχε προωθήσει με ενθουσιασμό τη λήψη υψηλών δόσεων βιταμινών χωρίς να περιμένει τα στοιχεία, το κοινό ακολούθησε αμέσως και μια ολόκληρη νέα βιομηχανία ξεπήδησε για να ανταποκριθεί στη ζήτηση.
Υστερα, στη δεκαετία του 1980, τα αποτελέσματα σχολαστικών δοκιμών για μερικά από τα πιο δημοφιλή συμπληρώματα, μεταξύ των οποίων το β-καροτένιο, η βιταμίνη Ε και η βιταμίνη C, άρχισαν να εμφανίζονται. Η μία μετά την άλλη οι μελέτες διαπίστωναν ότι, ενώ οι ουσίες αυτές λειτουργούν ως αντιοξειδωτικά στον δοκιμαστικό σωλήνα, η λήψη των χαπιών δεν παρέχει κανένα όφελος.
Αντιθέτως, ορισμένες μελέτες υποδηλώνουν ότι είναι επιζήμια. Το 2007 μια επισκόπηση περίπου 70 δοκιμών που αφορούσαν 230.000 άτομα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα συμπληρώματα αντιοξειδωτικών όχι μόνο δεν αυξάνουν το προσδόκιμο ζωής αλλά και ότι τα συμπληρώματα β-καροτενίου, βιταμίνης Α και βιταμίνης Ε φαίνεται να αυξάνουν τη θνησιμότητα.
Γιατί; Ισως επειδή τα υψηλά επίπεδα ελεύθερων ριζών λένε στα κύτταρα να επιστρατεύσουν τις δικές τους άμυνες αντιοξειδωτικών, λέει ο Μπάρι Χάλιγουελ, βιοχημικός στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης. Πιστεύει ότι αυτές οι εσωτερικές άμυνες είναι πολύ πιο αποτελεσματικές από τα αντιοξειδωτικά που παίρνουμε από τις τροφές. Επομένως παίρνοντας συμπληρώματα ενδέχεται να απενεργοποιούμε έναν πρώτης τάξεως αμυντικό μηχανισμό αντικαθιστώντας τον με έναν φτωχότερο. «Οι ελεύθερες ρίζες σε χαμηλές ποσότητες παίζουν επίσης χρήσιμο ρόλο» λέει.
Ο οργανισμός μπορεί και πρέπει να «αποτοξινώνεται»
Ζούμε σε έναν τοξικό κόσμο. Εισπνέετε μόλυβδο καθώς διαβάζετε αυτές τις γραμμές. Το επόμενο γεύμα σας θα περιλαμβάνει τα πάντα, από φυσικά δηλητήρια ως παρασιτοκτόνα και ρυπογόνα. Ως αποτέλεσμα ο ανθρώπινος οργανισμός είναι μια πραγματική χωματερή ύποπτων χημικών. Η τελευταία Εθνική Μελέτη για την ανθρώπινη έκθεση σε περιβαλλοντικά χημικά των Ηνωμένων Πολιτειών ανακάλυψε εν δυνάμει ανησυχητικά επίπεδα δεκάδων ανεπιθύμητων ουσιών, μεταξύ αυτών βαρέα μέταλλα, διοξίνες, πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB) και φθαλάτες, στο αίμα και στα ούρα των Αμερικανών. Το ερώτημα είναι: Τι μπορούμε να κάνουμε γι' αυτό; Σύμφωνα με τη λαϊκή σοφία, πρέπει να «αποτοξινωνόμαστε» προκειμένου να απαλλαγούμε από αυτά τα δηλητήρια στο σώμα μας και οι συμβουλές για τον καλύτερο τρόπο ώστε να επιτύχετε κάτι τέτοιο αφθονούν. Υπάρχει όμως κάποιο από αυτά τα προγράμματα αποτοξίνωσης που να λειτουργεί πραγματικά; Και μας κάνει πράγματι η αποτοξίνωση καλό;
Κατ' αρχάς, κάνουμε συνεχώς αποτοξίνωση, με τη βοήθεια του ήπατος, των νεφρών και του πεπτικού συστήματός μας. Τα περισσότερα από τα τοξικά χημικά που καταναλώνουμε διασπώνται ή αποβάλλονται ή και τα δύο από τον οργανισμό μας μέσα σε λίγες μόνο ώρες.
Παρ' όλα αυτά, μπορεί να χρειαστούν εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια για να απαλλαγούμε από ορισμένες ουσίες, ιδιαίτερα από τα χημικά που διαλύονται στο λίπος, όπως οι διοξίνες και τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια. Αν τα προσλάβουμε πιο γρήγορα από ό,τι ο οργανισμός μας μπορεί να απαλλαγεί από αυτά, τότε συσσωρεύονται στο σώμα μας.
Πολλά προγράμματα αποτοξίνωσης προτείνουν μια περίοδο κατανάλωσης μόνο φρούτων χωρίς στερεά τροφή, κάτι τέτοιο όμως δεν κάνει απολύτως καμία διαφορά στα επίπεδα χημικών που έχουν συσσωρευθεί με τα χρόνια. «Για πολλά από αυτά θα χρειαστεί μια περίοδος από έξι ως δέκα χρόνια μηδενικής έκθεσης προκειμένου να απαλλαγούμε από τη μισή ποσότητα που έχει αποθηκευθεί στους λιπώδεις ιστούς μας» λέει ο Αντρέας Κόρτενκαμπ, τοξικολόγος στο Πανεπιστήμιο Μπρουνέλ στο Λονδίνο. «Αυτό δεν είναι εφικτό γιατί, δυστυχώς, δεν υπάρχει μηδενική έκθεση».
Επιπλέον η νηστεία και η δίαιτα εκλύουν λιποδιαλυτά χημικά στο αίμα αντί να τα εξαφανίζουν από το σώμα μας. Μια μελέτη διαπίστωσε ότι τα επίπεδα οργανοχλωρινών και παρασιτοκτόνων στο αίμα εκτοξεύονται προς τα πάνω κατά 25%-50% όταν τα άτομα χάνουν πολύ βάρος γρήγορα. Μελέτες σε ζώα δείχνουν ότι η απότομη απώλεια βάρους αυξάνει τα επίπεδα των ενώσεων αυτών σε ιστούς όπως οι μύες και ο εγκέφαλος, όπου μπορούν να προκαλέσουν μεγαλύτερες βλάβες από ό,τι στο λίπος.
Αυτό το ξαφνικό πλημμύρισμα χημικών μπορεί να προκαλέσει ακριβώς τα προβλήματα που οι υπέρμαχοι της αποτοξίνωσης προσπαθούν να αποφύγουν, λέει η Μάργκαρετ Σίαρς, ερευνήτρια στην περιβαλλοντική υγεία στο Ερευνητικό Ινστιτούτο CHEO στον Καναδά. «Τα χημικά αυτά έχουν τοξική επίδραση ως ενδοκρινικοί διαταράκτες οι οποίοι επηρεάζουν τα επίπεδα ενέργειας και την όρεξη, ενδεχομένως συνεισφέροντας στο γιο-γιο της απώλειας και λήψης βάρους» αναφέρει. Συν το ότι δεν υπάρχει εγγύηση ότι τα χημικά που απελευθερώνονται από το λίπος θα φύγουν πράγματι από το σώμα - μέρος τους θα καταλήξει πίσω στην αποθήκη.
Στα χημικά που το σώμα αποβάλλει γρήγορα, όπως οι φθαλάτες, μια σύντομη νηστεία πράγματι θα μειώσει τα επίπεδα. Δεν είναι ωστόσο σαφές αν αυτό κάνει κάποιο καλό. Αμέσως μόλις θα ξαναρχίσετε να τρώτε, λέει ο δρ Κόρτενκαμπ, τα επίπεδα επιστρέφουν εκεί όπου βρίσκονταν.
Για τους λόγους αυτούς η δρ Σίαρς συνιστά αυτό που αποκαλεί «αποτοξίνωση εφ' όρου ζωής» και το οποίο συνίσταται στο να τρώει κάποιος όσο το δυνατόν πιο υγιεινά και να αποφεύγει τα χημικά στο σπίτι και στον χώρο εργασίας του όσο περισσότερο μπορεί. Ο δρ Κόρτενκαμπ ωστόσο δεν είναι πεπεισμένος ότι ακόμη και αυτό θα βοηθήσει ιδιαίτερα. «Μόνο η λήψη μέτρων σε νομοθετικό επίπεδο για τη μείωση της έκθεσης θα λειτουργήσει» λέει. «Οι ατομικές στρατηγικές αποφυγής δεν είναι παρά μια σταγόνα στον ωκεανό».
Μπορείτε ωστόσο να μειώσετε δραστικά την έκθεσή σας σε τοξικά χημικά όπως η νικοτίνη και το αλκοόλ.
πηγή
Τι θα πρέπει να πιστεύουμε και τι όχι από ευρέως διαδεδομένες συμβουλές που δεχόμαστε καθημερινά για την υγεία μας
Συμβουλές για το τι θα πρέπει να κάνουμε για να είμαστε καλά στην υγεία μας και να ζήσουμε πολλά χρόνια μάς κατακλύζουν καθημερινά. Ορισμένες από αυτές μάλιστα είναι τόσο διαδεδομένες ώστε έχουν πάρει τον χαρακτήρα «αξιώματος» – όλοι θεωρούν ότι είναι σωστές και ότι θα πρέπει να τις ακολουθούμε ευλαβικά σαν ευαγγέλιο για μια καλή ζωή. Πολλοί θα σας πουν, π.χ., ότι για να είστε σε φόρμα θα πρέπει απαραιτήτως να πίνετε οκτώ ποτήρια νερό την ημέρα και να κάνετε κάθε τόσο μια αποτοξίνωση που θα «καθαρίζει» τον οργανισμό σας από τις τοξικές ουσίες. Εσείς οι ίδιοι μάλιστα μπορεί να νομίζετε ότι κρατάτε κακουχίες και αρρώστιες μακριά παίρνοντας καθημερινά τις βιταμίνες σας και διατηρώντας μια λεπτή σιλουέτα. Πού όμως σε όλα αυτά βρίσκεται η αλήθεια και πού ο... μύθος; Το «New Scientist» καταρρίπτει έξι ευρέως διαδεδομένους σχετικούς με την υγεία μας μύθους με βάση τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα.
Βομβαρδιζόμαστε συνεχώς από συμβουλές για το πώς θα βελτιώσουμε την υγεία μας και πώς θα παρατείνουμε τη ζωή μας. Κάποιες από αυτές θεωρούνται τουλάχιστον αξιώματα: όλοι θα σας πουν, π.χ., ότι πρέπει απαραιτήτως να πίνετε οκτώ ποτήρια νερό την ημέρα, ενώ οι περισσότεροι γονείς είναι πεπεισμένοι ότι όταν τα βλαστάρια τους τρώνε γλυκά περνούν σε μια κατάσταση υπερδιέγερσης που «βάζει φωτιά» στα παιδικά πάρτι. Σε ποιον βαθμό όμως τα αξιώματα αληθεύουν πραγματικά; Το «New Scientist» καταρρίπτει έξι διαδεδομένους μύθους για την υγεία με βάση τα τελευταία επιστημονικά στοιχεία.
Πίνετε οκτώ ποτήρια νερό την ημέρα
Είναι ένας μύθος που δεν λέει να σβήσει. Ολοι σχεδόν θεωρούν ότι δεν πίνουν αρκετό νερό, η ιδέα όμως ότι όλοι θα πρέπει να πίνουμε πολύ - οκτώ ποτήρια την ημέρα - δεν βασίζεται σε κανένα επιστημονικό στοιχείο.
Κανείς δεν ξέρει πραγματικά από πού προέρχεται η ιδέα των οκτώ ποτηριών. Ορισμένοι κατηγορούν τη βιομηχανία εμφιαλωμένου νερού, αλλά πολλοί γιατροί και οργανισμοί υγείας έχουν προωθήσει αυτή την αντίληψη εδώ και δεκαετίες. Η πηγή ίσως είναι μια σύσταση του 1945 από το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνών (NRC) των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με το ότι οι ενήλικοι θα πρέπει να καταναλώνουν ένα χιλιοστό του λίτρου νερό για κάθε θερμίδα φαγητού, αναλογία η οποία ανέρχεται στα περίπου 2,5 λίτρα την ημέρα για τους άνδρες και 2 λίτρα για τις γυναίκες.
Σύμφωνα με την Μπάρμπαρα Ρολς, ερευνήτρια διατροφολόγο του Πανεπιστημίου Penn State και συγγραφέα του βιβλίου «Thirst» («Δίψα») που κυκλοφόρησε το 1964, η αναλογία αυτή είναι πάνω-κάτω σωστή για ανθρώπους που ζουν σε εύκρατο κλίμα και δεν ασκούνται έντονα. Μάλιστα 1,9 λίτρα είναι η ποσότητα που θα προσλάβετε αν πιείτε οκτώ ποτήρια νερό των οκτώ ουγγιών - ο κανόνας 8Χ8 στην αμερικανική εκδοχή του μύθου.
Αυτό το οποίο ωστόσο οι περισσότεροι δεν συνειδητοποιούν είναι ότι παίρνουμε αρκετό από αυτό το νερό από την τροφή μας, όπως είχε τονίσει τότε το NRC. Οι τροφές περιέχουν νερό και διασπώνται χημικά σε διοξείδιο του άνθρακα και περισσότερο νερό. Επομένως, αν δεν χύνετε κουβάδες ιδρώτα, χρειάζεστε μόνο περίπου ένα λίτρο νερό την ημέρα - και 1,2 λίτρα είναι αυτό που θα πάρετε από τα οκτώ ποτήρια των 150 χιλιοστών του λίτρου που συνιστά η Βρετανική Υπηρεσία Υγείας.
Ωστόσο οποιαδήποτε συζήτηση με βάση τα ποτήρια είναι παραπλανητική γιατί δεν χρειάζεται να πίνει κάποιος νερό αυτό καθαυτό. Ολα τα υγρά που πίνουμε, συμπεριλαμβανομένων του καφέ και του τσαγιού, μπορούν να παράσχουν το νερό που χρειαζόμαστε, λέει ο Χάιντς Βάλτιν, νεφρολόγος στην Ιατρική Σχολή Ντάρτμουθ στο Λέμπανον του Νιου Χάμσιρ, ο οποίος έχει ελέγξει τα σχετικά στοιχεία.
Σύμφωνα με τον μύθο, ωστόσο, τα ποτά με καφεΐνη δεν μετράνε γιατί είναι διουρητικά κάνοντας τον οργανισμό να χάσει περισσότερο νερό από αυτό που παίρνει από το ποτό. Αυτό δεν ισχύει. Μια σύγκριση που έγινε σε υγιείς ενηλίκους το 2000 δεν διαπίστωσε διαφορά στην ενυδάτωση ανάλογα με το αν οι εθελοντές προσλάμβαναν το νερό από καφεϊνούχα ποτά ή όχι. Ακόμη και ένα-δύο ελαφρώς αλκοολούχα ποτά θα σας ενυδατώσουν, δεν θα σας αφυδατώσουν.
Οι «υδρόφιλοι» απαντούν λέγοντας ότι το καθαρό νερό είναι καλύτερο από τα άλλα ποτά. Ο ισχυρισμός αυτός ακούγεται βάσιμος, το κρίσιμο σημείο όμως είναι ότι αν είστε ένας υγιής άνθρωπος ο οποίος ήδη πίνει αρκετό τσάι, γάλα, χυμό ή οτιδήποτε άλλο, δεν υπάρχουν ενδείξεις που να υποστηρίζουν ότι το να κατεβάζετε παράλληλα και παραπανίσιο νερό θα σας προσφέρει οτιδήποτε άλλο από το να σας κάνει να πηγαίνετε συνεχώς στην τουαλέτα.
Η τελευταία πλευρά αυτού του μύθου είναι ότι πρέπει να πιέζουμε τον εαυτό μας να πίνει νερό επειδή όταν θα διψάσουμε είμαστε ήδη αφυδατωμένοι. Αυτό δεν ισχύει. Η κυρία Ρολς έχει δείξει εδώ και σχεδόν 30 χρόνια ότι διψάμε πολύ προτού επέλθει κάποια σημαντική απώλεια υγρών από το σώμα μας. Χρειάζεται μόλις μια άνοδος της τάξεως του 2% στη συγκέντρωση του αίματος για να μας κάνει να θέλουμε να πιούμε νερό, τη στιγμή που ο οργανισμός θεωρείται επισήμως αφυδατωμένος με μια άνοδο της τάξεως του 5% και πάνω.
Χαλαρώστε λοιπόν και ακούστε το σώμα σας. Μην πιέζετε τον εαυτό σας να κατεβάζει νερό με το κιλό αν δεν το θέλετε - αυτό μπορεί να είναι επικίνδυνο -, πίνετε απλώς το ποτό που προτιμάτε όταν διψάτε.
Η ζάχαρη κάνει τα παιδιά υπερκινητικά
Ολοι οι γονείς το έχουν δει να συμβαίνει: πάρτε μια ομάδα από παιδιά, προσθέστε ζάχαρη και ύστερα καθήστε να τα δείτε να τρέχουν πάνω-κάτω. Παρ' όλα αυτά, όσο και αν πολλοί γονείς δυσκολεύονται να το πιστέψουν, η ζάχαρη δεν προκαλεί υπερκινητικότητα στα παιδιά.
Μια επισκόπηση που έγινε το 1996 σε 12 τυφλές μελέτες, όπου κανείς κάθε φορά δεν ήξερε ποια παιδιά είχαν πάρει ζάχαρη και ποια ένα υποκατάστατο, δεν βρήκε στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτή την αντίληψη. Αυτό ισχύει και για παιδιά με σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής - υπερκινητικότητας που οι γονείς τους θεωρούσαν ότι έχουν ευαισθησία στη ζάχαρη.
Μία από αυτές τις μελέτες μάλιστα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το «φαινόμενο» της ζάχαρης βρίσκεται μόνο στο μυαλό των γονιών. Οι γονείς και τα ηλικίας 5-7 ετών «ευαίσθητα στη ζάχαρη» παιδιά τους χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Στους γονείς της μιας ομάδας οι ερευνητές είπαν ότι τα παιδιά τους είχαν πάρει μια μεγάλη δόση ζάχαρης ενώ οι άλλοι πίστεψαν ότι τα παιδιά τους είχαν πάρει ένα υποκατάστατο. Στην πραγματικότητα, σε όλα τα παιδιά δόθηκε φαγητό χωρίς καθόλου ζάχαρη. Οταν όμως οι γονείς παρακολούθησαν στη συνέχεια τα παιδιά τους να παίζουν, εκείνοι που πίστευαν ότι είχαν φάει ζάχαρη έτειναν περισσότερο να αξιολογούν τη συμπεριφορά τους ως υπερκινητική.
Αφού ξεκαθαρίσαμε το παραπάνω, θα πρέπει να πούμε ότι η ζάχαρη επηρεάζει πράγματι τον εγκέφαλο των παιδιών αλλά με έναν απρόσμενο τρόπο. Σε μια μελέτη ο Ντάνιελ Μπέντον, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Σουόνσι στη Βρετανία, διαπίστωσε ότι μέσα στην επόμενη περίπου μισή ώρα αφότου είχαν πιει ένα ποτό με γλυκόζη οι μαθητές ηλικίας 9-11 ετών είχαν καλύτερη ικανότητα συγκέντρωσης στα έργα που τους ανατέθηκαν και υψηλότερες επιδόσεις στα τεστ μνήμης. Αυτό είναι ακριβώς το αντίθετο της υπερκινητικότητας, ένα χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ανικανότητα συγκέντρωσης.
Μην αρχίσετε ωστόσο να ποτίζετε τα παιδιά σας με ζαχαρούχα ποτά - όπως τονίζει η μελέτη, η ενίσχυση των επιδόσεων μάλλον δεν κρατάει πολύ. Τα μη ζαχαρούχα γεύματα που βοηθούν τον οργανισμό να διατηρεί μια σταθερή τροφοδότηση του εγκεφάλου με γλυκόζη είναι καλύτερα.
Αυτό λοιπόν που οι γονείς εκλαμβάνουν λανθασμένα ως υπερκινητικότητα στα πάρτι είναι απλώς παιδιά «ενισχυμένα» με ζάχαρη τα οποία συγκεντρώνονται στο να περάσουν καλά. «Η παροχή ενέργειας αυξάνει εμφανώς τη δυνατότητα δαπάνης ενέργειας» λέει ο Αντριου Σόλι, ο οποίος μελετά τη γλυκόζη και τη γνωσιακή ενίσχυση στο Πανεπιστήμιο του Σουίνμπερν στη Μελβούρνη της Αυστραλίας.
Πρέπει να ζούμε και να τρώμε σαν τους ανθρώπους των σπηλαίων
Τα σώματά μας δεν εξελίχθηκαν για να ξαπλώνουν στον καναπέ, να βλέπουν τηλεόραση και να τρώνε τσιπς και παγωτό. Εξελίχθηκαν για να τρέχουν εδώ και εκεί αναζητώντας κυνήγι και συλλέγοντας φρούτα και λαχανικά. Επομένως, λέει ο μύθος, θα ήμασταν όλοι πολύ πιο υγιείς αν ζούσαμε και τρώγαμε όπως οι πρόγονοί μας.
Αυτή η «θεωρία της εξελικτικής δυσαρμονίας» διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1985 από τον γιατρό Σ. Μπόιντ Ιτον και τον ανθρωπολόγο Μέλβιν Κόνερ του Πανεπιστημίου Εμορι της Ατλάντας. Με αυτήν υποστήριζαν ότι, ενώ τα γονίδιά μας δεν έχουν αλλάξει και πολύ εδώ και τουλάχιστον 50.000 χρόνια, η διατροφή και ο τρόπος ζωής μας έχουν αλλάξει σημαντικά μετά την έλευση της γεωργίας πριν από 10.000 χρόνια και ότι όλα αυτά συνέβησαν υπερβολικά γρήγορα ώστε να εξελιχθούμε για να τα αντιμετωπίσουμε. Αυτός, διατείνονται, είναι ο λόγος για τον οποίο ο διαβήτης, οι καρδιοπάθειες και ο καρκίνος κάνουν θραύση. Αν ασκούμασταν περισσότερο και αν τρώγαμε σαν τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, θα ήμασταν σε καλύτερη φόρμα, πιο ευτυχισμένοι και υγιέστεροι.
Τα τελευταία χρόνια η δίαιτα της Λίθινης Εποχής (ή παλαιο-δίαιτα) που έχει βασιστεί σε αυτές τις ιδέες έχει γίνει πολύ δημοφιλής. Συνίσταται στο να τρώει κάποιος κυνήγι, ψάρια, φρούτα, λαχανικά και ξηρούς καρπούς και να αποφεύγει τα δημητριακά, τα γαλακτοκομικά, τα όσπρια, τα έλαια, την επεξεργασμένη ζάχαρη και το αλάτι. Ορισμένες πλευρές της, όπως το να ασκούμαστε περισσότερο και να τρώμε λιγότερο επεξεργασμένα δημητριακά και σάκχαρα, συμφωνούν με τα τελευταία στοιχεία. Αλλες, όμως, όπως το να καταργήσουμε τα δημητριακά, τα όσπρια και τα γαλακτοκομικά, έρχονται σε αντίθεση με αυτά. Επίσης η λογική που τη στηρίζει είναι λανθασμένη.
Η ιδέα ότι υπήρξε κάποιο εξελικτικό ευαίσθητο σημείο πριν από 50.000 χρόνια απλώς δεν ισχύει, τονίζει η Μαρλίν Ζουκ, εξελικτική βιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα στο Σεντ Πολ, η οποία έχει γράψει ένα βιβλίο για την απομυθοποίηση του παλαιολιθικού τρόπου ζωής. Οι πρόγονοί μας δεν ήταν τέλεια προσαρμοσμένοι στον τρόπο ζωής τους, ενώ εμείς έχουμε προσαρμοστεί στη γεωργική διατροφή μας.
Για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι έχουν επιπλέον αντίγραφα γονιδίων για την πέψη του αμύλου που υπάρχει στα δημητριακά. Η ικανότητα να χωνεύουμε το γάλα ως ενήλικοι - η ανεκτικότητα στη λακτόζη - εξελίχθηκε επίσης ανεξάρτητα σε πολλούς πληθυσμούς. Ενα άλλο σημείο κριτικής είναι το γεγονός ότι δεν ξέρουμε με βεβαιότητα τι έτρωγαν οι πρόγονοί μας. Οπωσδήποτε δεν έτρωγαν τίποτε που να μοιάζει με τα ζώα και τα φυτά που γνωρίζουμε σήμερα, τα οποία έχουν μεταμορφωθεί τόσο από την επιλεκτική αναπαραγωγή ώστε έχουν γίνει αγνώριστα. Τέλος - και εξίσου σημαντικό - δεν είναι σαφές ότι οι αρχαίοι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες ήταν πραγματικά τόσο πιο υγιείς από ό,τι εμείς. Η εξέλιξη στο κάτω-κάτω αδιαφορεί για το αν θα πεθάνουμε από τη στιγμή που θα έχουμε μεγαλώσει τα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Οι αρχικοί υπέρμαχοι της θεωρίας της ασυμφωνίας εξακολουθούν να εμμένουν στην άποψή τους, αλλά την έχουν αναθεωρήσει με βάση τα τελευταία στοιχεία. Ο δρ Ιτον και ο δρ Κόνερ περιλαμβάνουν πλέον στις τροφές που συνιστούν τα γαλακτοκομικά προϊόντα με χαμηλά λιπαρά και τα δημητριακά ολικής αλέσεως.
Λίγα παραπανίσια κιλά «κόβουν» χρόνια
Ας είμαστε σαφείς: το να είστε πραγματικά παχύσαρκοι είναι κακό για την υγεία σας. Ενας δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) μεγαλύτερος από 40 αυξάνει τον κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, καρδιακές παθήσεις και ορισμένους καρκίνους, ενώ επίσης αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία ως και κατά 29%. Αυτό δεν είναι μύθος.
Το να έχει όμως κάποιος λίγα παραπανίσια κιλά όχι μόνο δεν αποτελεί εισιτήριο χωρίς επιστροφή για έναν πρόωρο θάνατο αλλά, αντιθέτως, φαίνεται να αποτρέπει το θλιβερό γεγονός σύμφωνα με μια πρόσφατη επισκόπηση σχεδόν 100 μελετών που αφορούσαν περίπου 3 εκατομμύρια άτομα. Η επισκόπηση, με επικεφαλής την Κάθριν Φλέγκαλ των Κέντρων για τον Ελεγχο Ασθενειών των Ηνωμένων Πολιτειών στη Χάιατσβιλ του Μέριλαντ, απεφάνθη πριν από μερικούς μήνες ότι το να είναι κάποιος «υπέρβαρος» - το οποίο ορίζεται ως το να έχει κάποιος δείκτη μάζας σώματος 25-29 - φαίνεται να έχει προστατευτική επίδραση μειώνοντας κατά 6% τον κίνδυνο θανάτου σε σχέση με τα άτομα με δείκτη μάζας σώματος 18-25. Οσοι ωστόσο έχουν ΔΜΣ μεγαλύτερο από 35 αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο.
Δεν είναι σαφές γιατί το να είναι κάποιος υπέρβαρος μπορεί να προστατεύει από έναν πρόωρο θάνατο. Ισως το να έχει ένα απόθεμα λίγων παραπανίσιων κιλών βοηθάει τον οργανισμό να καταπολεμά τις ασθένειες ή τις λοιμώξεις. Ισως οι υπέρβαροι να έχουν περισσότερες πιθανότητες να τυγχάνουν ιατρικής παρακολούθησης. Ή ίσως ορισμένοι από εκείνους που υπολογίστηκαν ως «φυσιολογικοί» να είχαν χάσει κιλά εξαιτίας κάποιας σοβαρής ασθένειας.
Οποια και αν είναι η αιτία, η δρ Φλέγκαλ υπογραμμίζει ότι τα ευρήματά της δεν αποτελούν πράσινο φως για να πέσουμε με τα μούτρα στο φαΐ. Τα υπέρβαρα άτομα ίσως να έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν ασθένειες οι οποιες επηρεάζουν την ποιότητα ζωής, για παράδειγμα. Ακόμη και έτσι, όμως, φαίνεται ότι τα λίγα παραπανίσια κιλά δεν αποτελούν έγκλημα κατά της υγείας, όπως ανέκαθεν εθεωρείτο.
Τα αντιοξειδωτικά βοηθούν να ζούμε περισσότερο
Φαίνεται εκτυφλωτικά προφανές. Καθώς τα κύτταρά μας μεταβολίζουν την τροφή που τρώμε παράγουν ανεξέλεγκτα μόρια τα οποία λέγονται ελεύθερες ρίζες και προκαλούν χάος. Κατά τη διάρκεια της ζωής μας η βλάβη που επιφέρουν συσσωρεύεται και μπορεί να προκαλέσει κάθε είδους εκφυλιστικές ασθένειες. Ευτυχώς ωστόσο πολλά χημικά μπορούν να ενεργήσουν ως αντιοξειδωτικά τα οποία εξολοθρεύουν τις ελεύθερες ρίζες. Επιπλέον το να τρώμε λαχανικά πλούσια σε αντιοξειδωτικά φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο εκφυλιστικών ασθενειών. Το να παίρνουμε λοιπόν χάπια γεμάτα με αντιοξειδωτικά δεν θα πρέπει να μας βοηθάει να κρατάμε μακριά αυτές τις ασθένειες;
Αυτό άρχισαν να σκέφτονται ορισμένοι επιστήμονες από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Ο νομπελίστας φυσικός Λάινους Πόλινγκ είχε προωθήσει με ενθουσιασμό τη λήψη υψηλών δόσεων βιταμινών χωρίς να περιμένει τα στοιχεία, το κοινό ακολούθησε αμέσως και μια ολόκληρη νέα βιομηχανία ξεπήδησε για να ανταποκριθεί στη ζήτηση.
Υστερα, στη δεκαετία του 1980, τα αποτελέσματα σχολαστικών δοκιμών για μερικά από τα πιο δημοφιλή συμπληρώματα, μεταξύ των οποίων το β-καροτένιο, η βιταμίνη Ε και η βιταμίνη C, άρχισαν να εμφανίζονται. Η μία μετά την άλλη οι μελέτες διαπίστωναν ότι, ενώ οι ουσίες αυτές λειτουργούν ως αντιοξειδωτικά στον δοκιμαστικό σωλήνα, η λήψη των χαπιών δεν παρέχει κανένα όφελος.
Αντιθέτως, ορισμένες μελέτες υποδηλώνουν ότι είναι επιζήμια. Το 2007 μια επισκόπηση περίπου 70 δοκιμών που αφορούσαν 230.000 άτομα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα συμπληρώματα αντιοξειδωτικών όχι μόνο δεν αυξάνουν το προσδόκιμο ζωής αλλά και ότι τα συμπληρώματα β-καροτενίου, βιταμίνης Α και βιταμίνης Ε φαίνεται να αυξάνουν τη θνησιμότητα.
Γιατί; Ισως επειδή τα υψηλά επίπεδα ελεύθερων ριζών λένε στα κύτταρα να επιστρατεύσουν τις δικές τους άμυνες αντιοξειδωτικών, λέει ο Μπάρι Χάλιγουελ, βιοχημικός στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης. Πιστεύει ότι αυτές οι εσωτερικές άμυνες είναι πολύ πιο αποτελεσματικές από τα αντιοξειδωτικά που παίρνουμε από τις τροφές. Επομένως παίρνοντας συμπληρώματα ενδέχεται να απενεργοποιούμε έναν πρώτης τάξεως αμυντικό μηχανισμό αντικαθιστώντας τον με έναν φτωχότερο. «Οι ελεύθερες ρίζες σε χαμηλές ποσότητες παίζουν επίσης χρήσιμο ρόλο» λέει.
Ο οργανισμός μπορεί και πρέπει να «αποτοξινώνεται»
Ζούμε σε έναν τοξικό κόσμο. Εισπνέετε μόλυβδο καθώς διαβάζετε αυτές τις γραμμές. Το επόμενο γεύμα σας θα περιλαμβάνει τα πάντα, από φυσικά δηλητήρια ως παρασιτοκτόνα και ρυπογόνα. Ως αποτέλεσμα ο ανθρώπινος οργανισμός είναι μια πραγματική χωματερή ύποπτων χημικών. Η τελευταία Εθνική Μελέτη για την ανθρώπινη έκθεση σε περιβαλλοντικά χημικά των Ηνωμένων Πολιτειών ανακάλυψε εν δυνάμει ανησυχητικά επίπεδα δεκάδων ανεπιθύμητων ουσιών, μεταξύ αυτών βαρέα μέταλλα, διοξίνες, πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB) και φθαλάτες, στο αίμα και στα ούρα των Αμερικανών. Το ερώτημα είναι: Τι μπορούμε να κάνουμε γι' αυτό; Σύμφωνα με τη λαϊκή σοφία, πρέπει να «αποτοξινωνόμαστε» προκειμένου να απαλλαγούμε από αυτά τα δηλητήρια στο σώμα μας και οι συμβουλές για τον καλύτερο τρόπο ώστε να επιτύχετε κάτι τέτοιο αφθονούν. Υπάρχει όμως κάποιο από αυτά τα προγράμματα αποτοξίνωσης που να λειτουργεί πραγματικά; Και μας κάνει πράγματι η αποτοξίνωση καλό;
Κατ' αρχάς, κάνουμε συνεχώς αποτοξίνωση, με τη βοήθεια του ήπατος, των νεφρών και του πεπτικού συστήματός μας. Τα περισσότερα από τα τοξικά χημικά που καταναλώνουμε διασπώνται ή αποβάλλονται ή και τα δύο από τον οργανισμό μας μέσα σε λίγες μόνο ώρες.
Παρ' όλα αυτά, μπορεί να χρειαστούν εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια για να απαλλαγούμε από ορισμένες ουσίες, ιδιαίτερα από τα χημικά που διαλύονται στο λίπος, όπως οι διοξίνες και τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια. Αν τα προσλάβουμε πιο γρήγορα από ό,τι ο οργανισμός μας μπορεί να απαλλαγεί από αυτά, τότε συσσωρεύονται στο σώμα μας.
Πολλά προγράμματα αποτοξίνωσης προτείνουν μια περίοδο κατανάλωσης μόνο φρούτων χωρίς στερεά τροφή, κάτι τέτοιο όμως δεν κάνει απολύτως καμία διαφορά στα επίπεδα χημικών που έχουν συσσωρευθεί με τα χρόνια. «Για πολλά από αυτά θα χρειαστεί μια περίοδος από έξι ως δέκα χρόνια μηδενικής έκθεσης προκειμένου να απαλλαγούμε από τη μισή ποσότητα που έχει αποθηκευθεί στους λιπώδεις ιστούς μας» λέει ο Αντρέας Κόρτενκαμπ, τοξικολόγος στο Πανεπιστήμιο Μπρουνέλ στο Λονδίνο. «Αυτό δεν είναι εφικτό γιατί, δυστυχώς, δεν υπάρχει μηδενική έκθεση».
Επιπλέον η νηστεία και η δίαιτα εκλύουν λιποδιαλυτά χημικά στο αίμα αντί να τα εξαφανίζουν από το σώμα μας. Μια μελέτη διαπίστωσε ότι τα επίπεδα οργανοχλωρινών και παρασιτοκτόνων στο αίμα εκτοξεύονται προς τα πάνω κατά 25%-50% όταν τα άτομα χάνουν πολύ βάρος γρήγορα. Μελέτες σε ζώα δείχνουν ότι η απότομη απώλεια βάρους αυξάνει τα επίπεδα των ενώσεων αυτών σε ιστούς όπως οι μύες και ο εγκέφαλος, όπου μπορούν να προκαλέσουν μεγαλύτερες βλάβες από ό,τι στο λίπος.
Αυτό το ξαφνικό πλημμύρισμα χημικών μπορεί να προκαλέσει ακριβώς τα προβλήματα που οι υπέρμαχοι της αποτοξίνωσης προσπαθούν να αποφύγουν, λέει η Μάργκαρετ Σίαρς, ερευνήτρια στην περιβαλλοντική υγεία στο Ερευνητικό Ινστιτούτο CHEO στον Καναδά. «Τα χημικά αυτά έχουν τοξική επίδραση ως ενδοκρινικοί διαταράκτες οι οποίοι επηρεάζουν τα επίπεδα ενέργειας και την όρεξη, ενδεχομένως συνεισφέροντας στο γιο-γιο της απώλειας και λήψης βάρους» αναφέρει. Συν το ότι δεν υπάρχει εγγύηση ότι τα χημικά που απελευθερώνονται από το λίπος θα φύγουν πράγματι από το σώμα - μέρος τους θα καταλήξει πίσω στην αποθήκη.
Στα χημικά που το σώμα αποβάλλει γρήγορα, όπως οι φθαλάτες, μια σύντομη νηστεία πράγματι θα μειώσει τα επίπεδα. Δεν είναι ωστόσο σαφές αν αυτό κάνει κάποιο καλό. Αμέσως μόλις θα ξαναρχίσετε να τρώτε, λέει ο δρ Κόρτενκαμπ, τα επίπεδα επιστρέφουν εκεί όπου βρίσκονταν.
Για τους λόγους αυτούς η δρ Σίαρς συνιστά αυτό που αποκαλεί «αποτοξίνωση εφ' όρου ζωής» και το οποίο συνίσταται στο να τρώει κάποιος όσο το δυνατόν πιο υγιεινά και να αποφεύγει τα χημικά στο σπίτι και στον χώρο εργασίας του όσο περισσότερο μπορεί. Ο δρ Κόρτενκαμπ ωστόσο δεν είναι πεπεισμένος ότι ακόμη και αυτό θα βοηθήσει ιδιαίτερα. «Μόνο η λήψη μέτρων σε νομοθετικό επίπεδο για τη μείωση της έκθεσης θα λειτουργήσει» λέει. «Οι ατομικές στρατηγικές αποφυγής δεν είναι παρά μια σταγόνα στον ωκεανό».
Μπορείτε ωστόσο να μειώσετε δραστικά την έκθεσή σας σε τοξικά χημικά όπως η νικοτίνη και το αλκοόλ.
πηγή
Σχόλια