Το τέλος του κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη
Για πρώτη φορά από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το κοινωνικό συμβόλαιο στην Ευρώπη κινδυνεύει να «σπάσει».Πως η μείωση και γήρανση του ευρωπαϊκού πληθυσμού επιταχύνουν την "ημέρα της κρίσης" σε ότι αφορά τις μεταρρυθμίσεις. Η στάση των ελίτ και οι ψηφοφόροι.
Σε τηλεοπτική του ομιλία ενώπιον της Ολλανδικής Βουλής την περασμένη Τρίτη, ο βασιλιάς Βίλεμ-Αλεξάντερ δήλωσε πως το κράτος πρόνοιας του 20ού αιώνα έχει τελειώσει και πως θα πρέπει να αντικατασταθεί από μια κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι δημιουργούν τα δικά τους δίχτυα κοινωνικής και οικονομικής προστασίας με λιγότερη βοήθεια από το κράτος.
Το κεντρικό σημείο της ομιλίας, η οποία γράφτηκε για τον βασιλιά από την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μάρκ Ρουτ, ήταν ότι τα τρέχοντα επίπεδα στα οποία το κράτος καταβάλει επιδόματα ανεργίας και επιδοτεί τον τομέα της υγείας δεν είναι βιώσιμα εν μέσω των συνεχιζόμενων οικονομικών προβλημάτων της Ευρώπης.
Αν και η ομιλία του βασιλιά δεν προμηνύει απαραίτητα το τέλος του κράτους πρόνοιας στην Ολλανδία, ωστόσο αποτέλεσε μια σχετικά σπάνια αναγνώριση της σοβαρότητας της Ευρωπαϊκής κρίσης από την ελίτ της Ηπείρου.
Τα λόγια του βασιλιά ήταν εξαιρετικά συμβολικά, για διάφορους λόγους. Το κράτος πρόνοιας, όπου το κράτος διασφαλίζει την ευημερία του πληθυσμού του από την γέννηση μέχρι τον θάνατό του, αποτελεί κυρίως ένα Ευρωπαϊκό δημιούργημα.
Εμφανίστηκε στην αρχική μορφή του στα τέλη του 19ου αιώνα στην Γερμανία του Μπίσμπαρκ, και «ρίζωσε» στο Ηνωμένο Βασίλειο. Από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, έγινε κεντρικό στοιχείο των δημοσιονομικών και οικονομικών πολιτικών σε όλη τη Δυτική Ευρώπη, αν και τα συστήματα διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Σήμερα, το κράτος πρόνοιας αποτελεί μέρος της ραχοκοκαλιάς της σύγχρονης Ευρώπης.
Αν και οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν με το πέρασμα των δεκαετιών ήταν περιορισμένες, η Ευρωπαϊκή ελίτ –είτε από την κεντροδεξιά είτε από την κεντροαριστερά- αντιστάθηκε στην αμφισβήτηση του κράτους πρόνοιας, αφού αποτελεί μέρος του κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ των ηγετών και των κυβερνώμενων. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή κρίση απειλεί την μακροπρόθεσμη επιβίωση του συστήματος, με τα οικονομικά προβλήματα να δημιουργούν σοβαρά ερωτηματικά αναφορικά με την βιωσιμότητά του, αλλά και για τον ίδιο τον ορισμό του έθνους-κράτους στην Ευρώπη.
Η κακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ευρώπη, αποτελεί στην πραγματικότητα συνδυασμό πολλών κρίσεων σε θέματα από τον ανταγωνισμό μέχρι τα δημογραφικά. Στις έξι δεκαετίες που ακολούθησαν το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ευρωπαίοι έχτισαν τεράστια, βαριά έθνη-κράτη που σταδιακά έγιναν οικονομικά μη βιώσιμα.
Πριν την χρηματοοικονομική αναταραχή που ξεκίνησε το 2007, οι περισσότερες κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης κάλυπταν τις διαρθρωτικές τους ελλείψεις με την έκδοση χρέους. Αυτό έδινε τη δυνατότητα στα κράτη να καθυστερήσουν τις επώδυνες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τις εκλογικές αντιδράσεις που πιθανότατα θα ακολουθούσαν. Η εισαγωγή του ευρώ στις αρχές της δεκαετίας του 2000 περιέπλεξε ακόμα περισσότερο την κατάσταση, αφού οι χώρες δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν την νομισματική πολιτική για να αντισταθμίσουν την απώλεια ανταγωνιστικότητάς τους.
Τώρα, η Ευρωπαϊκή κρίση αναγκάζει τις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της ανικανότητάς τους να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις. Για δεκαετίες, οι Ευρωπαίοι απολάμβαναν τα οφέλη του κράτους πρόνοιας ουσιαστικά χωρίς να αντιμετωπίζουν τα κόστη του. Όμως η κρίση έχει επιταχύνει την έλευση της ημέρας κρίσης που φαίνονταν αναπόφευκτη, αφού η μείωση και η γήρανση του Ευρωπαϊκού πληθυσμού (που θα μειώσει σημαντικά το εργατικό δυναμικό και τα φορολογικά έσοδα της Ευρώπης) θα ανάγκαζαν τις περισσότερες κυβερνήσεις να εφαρμόσουν ούτως ή άλλως κάποια στιγμή διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Από αυτήν την άποψη, οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποφασίζουν εάν θα ανοίξουν μεγαλύτερες διαμάχες αναφορικά με το μέλλον του μπλοκ και τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις, ή εάν θα συνεχίσουν να τις καθυστερούν με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή η Ευρώπη θα ανακάμψει από την κρίση χωρίς σημαντικές αλλαγές πολιτικής.
Ορισμένα κράτη έχουν αποφύγει τέτοιου είδους συζητήσεις δίνοντας ταυτόχρονα αντιφατικές υποσχέσεις διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής ενοποίησης χωρίς να υπάρχει απώλεια εθνικής κυριαρχίας. Ομοίως, οι ψηφοφόροι ακούνε συνήθως ότι η Ευρώπη μπορεί να επιστρέψει στην προ-κρίσης ευημερία της χωρίς σημαντικές μεταρρυθμίσεις.
Στην Ολλανδία όμως, που ιστορικά είναι ένα έθνος ναυτών και εμπόρων που συνδέεται με τις Γερμανικές αγορές από ξηράς και με τις Βρετανικές από θαλάσσης, η κατάσταση φαίνεται πως αντιστρέφεται. Από την εμπορική τους ιστορία, οι Ολλανδοί κατανοούν πως η επιτυχία απαιτεί από μια χώρα να είναι και επιφυλακτική και ενεργητική και πως η ακινησία είναι πολύ συχνά η χειρότερη πολιτική. Έτσι, δεν αποτελεί και ιδιαίτερη έκπληξη που οι Ολλανδοί είναι μεταξύ των πρώτων που αναγνωρίζουν δημοσίως την νέα πραγματικότητα της Ευρώπης. Καθώς η οικονομική κρίση πλήττει την βόρεια Ευρώπη, οι Ολλανδοί έχουν αρχίσει σταδιακά να επανεκτιμούν την θέση της οικονομίας τους και την θέση τους στην Ευρώπη, σε μια προσπάθεια να είναι καλύτερα προετοιμασμένοι για την μεταβαλλόμενη πολιτική και οικονομική κατάσταση της Ευρώπης. Η ανεργία στην Ολλανδία παραμένει χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, όμως αυξάνεται σταθερά τα τελευταία δυο χρόνια, καθώς η χώρα βυθίζονταν στην ύφεση.
Αν και η ομιλία του Ολλανδού βασιλιά από μόνη της δεν θα φέρει ένα νέο σύστημα στην Ολλανδία, ωστόσο δείχνει πως έχει αρχίσει μια νέα φάση εθνικής συζήτησης στη χώρα. Η Ολλανδική κυβέρνηση καταλαβαίνει πως οι δύσκολες μεταρρυθμίσεις που έχει μπροστά της θα δημιουργήσουν βαθύτατη κοινωνική δυσαρέσκεια εάν δεν συνοδεύονται από μια ευρεία δημόσια συζήτηση αναφορικά με το μέλλον του έθνους –και ακόμα και τότε, θα πρέπει να αναμένεται κοινωνική αναταραχή. Η κυβέρνηση της Χάγης δεν είναι δημοφιλής και ήδη βρίσκεται υπό πίεση για να χαλαρώσει τις πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής και έτσι οι όποιες επιπλέον μεταρρυθμίσεις θα είναι αμφιλεγόμενες.
Για πρώτη φορά από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το κοινωνικό συμβόλαιο στην Ευρώπη κινδυνεύει να «σπάσει». Εάν τα θέματα δεν διευθετηθούν, και εάν οι ελίτ της Ευρώπης δεν καταφέρουν να συμφιλιώσουν τα συμφέροντά τους με τις προσδοκίες των ψηφοφόρων, τότε τα πολιτικά θεμέλια τα Ευρωπαϊκής Ένωσης θα συνεχίσουν να διαβρώνονται.
πηγή(κείμενο)
Σχόλια