Στη Θεσσαλονίκη από το μεσημέρι κυκλοφορούν ήδη τα πρώτα ανέκδοτα. «Η μεγαλύτερη τιμωρία για τον Παπαγεωργόπουλο», μου λέει κάποιος «δεν είναι να τον πάνε στις φυλακές Διαβατών. Είναι να τον πάνε στην προεδρική σουίτα του εγκαταλελειμένου Μακεδονία Παλλάς, να παίρνει τηλέφωνο στη ρεσεψιόν για να του φέρουν room service και να μην του απαντάει κανείς».
«Αυτή είναι τιμωρία για τον ατσαλάκωτο», λένε. «Να μην έχει όλα τα κομφόρ…»
Άλλος μου λέει ότι φεύγοντας από το δικαστήριο και πριν από τη μεταγωγή ο δήμαρχος έδωσε στον πρόεδρο μια λίστα με τα αιτήματά του. «Ζεστό νερό, τζακούζι, δημητριακά και ξηρούς καρπούς για πρωινό».
Τα ανέκδοτα που κοροϊδευουν το πριγκηπικό, σνομπ στυλ του πρώην δημάρχου είναι προφανώς ο τρόπος που έχει η πόλη για να αντιδράσει. Μια φίλη μου συνάδελφος σε καθημερινή εφημερίδα της πόλης μου έλεγε ότι στο γραφείο την ώρα της ανακοίνωσης της απόφασης του δικαστηρίου υπήρχαν δημοσιογράφοι που έβαλαν τα κλάματα. «Ανατρίχιασα όταν το άκουσα» μου λέει.
Δεν είναι από λύπη. Προφανώς όχι. Κανείς στη Θεσσαλονίκη δεν λυπάται τον Βασίλη Παπαγεωργόπουλο σήμερα. Κανείς δεν θα σου πει σήμερα ότι «ήταν άδικο αυτό που του έκαναν». Κανείς δεν έχει αμφιβολία σήμερα ότι όντως έκανε αυτά για τα οποία τον κατηγορούν. Ότι αυτός και η παρέα του έφαγαν από τα δημόσια ταμεία 18 εκατομμύρια ευρώ. Και ότι το έκαναν κατ' εξακολούθηση και χωρίς καμία ντροπή. Επομένως τι είναι αυτό που νιώθει σήμερα η πόλη; «Δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους μου. Τον είχα αφεντικό για 12 ολόκληρα χρόνια. Πήγα και τράβηξα εικόνες σε όλες τις εκδηλωσεις που οργάνωνε. Από τους Ολύμπιανς που μας έφερνε την Τσικνοπέμπτη μέχρι τις δενδροφυτεύσεις και τα εγκαίνια. Και σήμερα τον τράβηξα εικόνες την ώρα που πήγαινε στη φυλακή. Με ισόβια. Δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω», μου λέει οπερατέρ της δημοτικής τηλεόρασης. «Δεν το δέχομαι. Όχι ότι πήγε φυλακή. Να πάει και να μείνει για πάντα αφού έτσι τα έκανε αλλά σαν εικόνα είναι παράλογη, παράξενη» συμπληρώνει ο ηχολήπτης της ομάδας.
Ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, για τους Θεσσαλονικείς, δεν ήταν ποτέ το λαμόγιο της διπλανής πόρτας. Δεν ήταν ούτε ο χλιδάτος πολιτικός με τη βίλα και το ακριβό αυτοκίνητο ούτε ο πονηρός πολιτευτής που έψαχνε ευκαιρία για να κονομήσει. Δεν ήταν λαϊκός, δεν ήταν δεύτερος, δεν ήταν φθηνιάρης, δεν θα σου ζητούσε κάτι για να σου κάνει το ρουσφέτι.
Και αυτό είναι το χειρότερο. Αυτό που δεν θα του συγχωρέσει ποτέ κανείς ακόμη κι αν κάποτε επέστρεφε τα κλεμμένα. Ακόμη κι αν κάποτε ζητούσε τη μεγαλύτερη συγγνώμη που μπορεί να ζητηθεί. Ότι ένας άνθρωπος που κράτησε την ελληνική σημαία δυο φορές σε ολυμπιακούς αγώνες, που φαινόταν χορτασμένος από δόξα ήταν ένας αποδεδειγμένα διεφθαρμένος, ξεδιάντροπος, κλέφτης. Και δεν είναι ούτε η απληστία του που σοκάρει. Είναι η απιστία.
Ναι, ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος ήταν ενας άπιστος.
Μας έκλεψε, μας πούλησε, μας πρόδωσε. Είτε τον είχαμε ψηφίσει είτε τον είχαμε μαυρίσει.
πηγή
Σχόλια