Κάτω από τον παραπάνω τίτλο επιχειρεί η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt να παραλληλίσει τη σημερινή κατάσταση στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με εκείνη των αρχών της δεκαετίας του 1930 στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η εφημερίδα εκτιμά στον υπότιτλό της: «Όταν τα κράτη χάνουν την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να απαλλαγούν από τα χρέη τους, η κατάσταση γίνεται επικίνδυνη. Ανάμεσα στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και την Ελλάδα υπάρχουν πολλές αναλογίες».
Όπως επισημαίνει το δημοσίευμα, «πριν από τις δύο κρίσεις (σ.σ. στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και στη Γερμανία του ’30) υπήρξε μία φάση μείωσης του πληθωρισμού και οικονομικής σταθεροποίησης. Στη συνέχεια ακολούθησε μαζική εισροή εξωτερικού ιδιωτικού κεφαλαίου, το οποίο μόνο εν μέρει αξιοποιήθηκε για παραγωγικές επενδύσεις. Μία οικονομική κρίση με προέλευση από τις ΗΠΑ τελείωσε ‘το παιχνίδι’ και στις δύο περιπτώσεις, προκαλώντας οικονομική ύφεση. Την κατάσταση επιδείνωσε ακόμη περισσότερο ένα γιγάντιο βουνό εξωτερικού χρέους. Το 1932, η ανεργία στη Γερμανία ήταν εξίσου υψηλή, όσο είναι σήμερα στην Ισπανία και την Ελλάδα».
Το δημοσίευμα παραθέτει άποψη του Άμπρεχτ Ριτσλ, γερμανού καθηγητή Οικονομικής Ιστορίας στο London School of Economics, που εκτιμά ότι «οι δυνατότητες είσπραξης του χρέους από τα κράτη με ειρηνικό τρόπο είναι περιορισμένες. Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς προειδοποιούσε στο παρελθόν ότι οι υψηλές πολεμικές αποζημιώσεις, που είχαν επιβληθεί στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα οδηγούσαν σε νέο πόλεμο». Το δημοσίευμα της Handelsblatt κλείνει με το εξής διδακτικό συμπέρασμα: «Όταν μία χώρα είναι τόσο χρεωμένη, ώστε η πλήρης εξόφληση των δανείων δεν μπορεί να επιβληθεί με ειρηνικά μέσα, τότε είναι προς το συμφέρον των δανειστών, να αναδιατάξουν το χρέος μειώνοντάς σε εξυπηρετήσιμο επίπεδο».
πηγή
Σχόλια