Stratfor: Τό νέο δόγμα τών ΗΠΑ. Αφήνουν τα πράγματα να εξελιχθούν, επεμβαίνουν άμεσα μόνο όταν θίγονται θεμελιώδη συμφέροντά τους.


Τό νέο δόγμα τών ΗΠΑ
του George Friedman
Δημοσιεύθηκε: 08:01 - 16/10/12
Την περασμένη εβδομάδα άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι η συριακή αντιπολίτευση θα επιτρέψει σε μέλη του καθεστώτος Άσαντ να παραμείνουν στη Συρία και να συμμετάσχουν στη νέα κυβέρνηση. 

Οι φήμες έχουν γίνει το κύριο εξαγωγικό προϊόν της Συρίας και ως τέτοιες δεν πρέπει να λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη. Εντούτοις, αυτό που συμβαίνει στη Συρία είναι ενδεικτικό για το νέο δόγμα εξωτερικής πολιτικής που αναδύεται στις ΗΠΑ - στο οποίο οι ΗΠΑ δεν θα αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα, αλλά θα αφήνουν τις τοπικές κρίσεις να εξελίσσονται μέχρι να επιτευχθεί μια νέα ισορροπία στην περιοχή. 

Ανεξάρτητα από το αν είναι καλή ή κακή πολιτική -κι αυτό είναι ένα από τα καθοριστικά σημεία της προεδρικής κούρσας στις ΗΠΑ-, είναι υπαρκτή και πηγάζει από τα διδάγματα του παρελθόντος. 

Οι απειλές που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ είναι πολλές και πολύπλοκες, αλλά η άμεση προτεραιότητα της Ουάσιγκτον είναι να διασφαλίσει ότι καμία από αυτές δεν θα πλήξει τα θεμελιώδη συμφέροντά τους. Με μια κάπως απλοϊκή διατύπωση, αυτό συνοψίζεται στο να περιορίσει τις απειλές ενάντια στην αμερικάνικη ναυτική κυριαρχία, αποτρέποντας την ανάδυση μιας ευρασιατικής δύναμης, που θα είναι σε θέση να παρατάξει δυνάμεις με αυτόν τον στόχο.

Περιλαμβάνει επίσης το να παρεμποδίσει την ανάπτυξη διηπειρωτικής πυρηνικής δυνατότητας, που θα μπορούσε να απειλήσει τις ΗΠΑ, στην περίπτωση όπου κάποια χώρα δεν θα αποθαρρυνόταν από τη στρατιωτική ισχύ τους. Προφανώς υπάρχουν και άλλα συμφέροντα, αλλά τα παραπάνω είναι θεμελιώδους σημασίας. 

Ως εκ τούτου, είναι κατανοητό το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για ό,τι γίνεται στον δυτικό Ειρηνικό. Αλλά ακόμα και εκεί, οι ΗΠΑ επιτρέπουν, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, σε τοπικές δυνάμεις να εμπλακούν σε συγκρούσεις που ως τώρα δεν έχουν επηρεάσει την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Οι σύμμαχοί τους και τα φιλικά προσκείμενα κράτη, μεταξύ των οποίων το Βιετνάμ, η Ιαπωνία και οι Φιλιππίνες, παίζουν σκάκι στις θάλασσες της περιοχής, χωρίς την άμεση εμπλοκή των αμερικάνικων ναυτικών δυνάμεων, αν και ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί. 
Τα διδάγματα του παρελθόντος 

Οι ρίζες της πολιτικής αυτής βρίσκονται στο Ιράκ. Το Ιράν και το Ιράκ έχουν μακρά ιστορία διενέξεων. Ενεπλάκησαν σε μια μακροχρόνια πολεμική σύγκρουση τη δεκαετία του '80 με τεράστιες απώλειες. Μεταξύ των δύο υπήρχε μια ισορροπία δυνάμεων που δεν καθησύχαζε κανένα από τα δύο κράτη, όμως και κανένα δεν μπορούσε να την υπερβεί. Η μια δύναμη συγκρατούσε την άλλη με ελάχιστη εξωτερική εμπλοκή. 

Η παρέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ είχε πολλές αιτίες, αλλά μία καθοριστική συνέπεια: καταστρέφοντας το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, ένα καθεστώς το οποίο ήταν τουλάχιστον το ίδιο τερατώδες με αυτά των Μουαμάρ Καντάφι και Μπασάρ αλ Άσαντ, οι ΗΠΑ κατέστρεψαν την ισορροπία δυνάμεων με το Ιράν. Επίσης, δεν υπολόγισαν σωστά τις επιπτώσεις της εισβολής και ήρθαν αντιμέτωπες με μια αξιοσημείωτη αντίσταση. 

Όταν οι ΗΠΑ κατάλαβαν ότι η απόσυρση αποτελεί τη σοφότερη επιλογή -απόφαση που πάρθηκε από την κυβέρνηση Μπους και συνεχίστηκε από αυτήν του Ομπάμα- το Ιράν αύξανε διαρκώς την ισχύ του. Ενδεχομένως τα αποτελέσματα αυτά θα έπρεπε να είχαν προβλεφθεί, αλλά το γεγονός ότι η αναγκαστική απόσυρση δεν ήταν αναμενόμενη σημαίνει ότι οι συνέπειες δεν είχαν εκτιμηθεί σωστά και τα προειδοποιητικά σημάδια είχαν αγνοηθεί. 

Αν και το Ιράκ υπήρξε το μεγάλο και καθοριστικό μάθημα για τις συνέπειες μιας επέμβασης, η Λιβύη ήταν το μικρότερο και λιγότερο σημαντικό μάθημα που κατέστησε τις συνέπειες αυτές πιο εμφανείς. Οι ΗΠΑ δεν ήθελαν να παρέμβουν στη Λιβύη. Ακολουθώντας τη λογική της νέας τους πολιτικής, η χώρα αυτή δεν αποτελούσε απειλή για τα συμφέροντά τους. Εκείνοι που υποστήριξαν ότι πρέπει να υπάρξει απάντηση στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το καθεστώς του Καντάφι και ότι η απάντηση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί γρήγορα και αποτελεσματικά με αεροπορικές επιθέσεις ήταν οι Ευρωπαίοι, και συγκεκριμένα οι Γάλλοι. 

Αρχικά, η θέση της Ουάσιγκτον ήταν ότι η Γαλλία και οι σύμμαχοί της ήταν ελεύθεροι να αναμειχθούν, αλλά ότι οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν να παρέμβουν. 
Όμως η θέση αυτή άλλαξε γρήγορα μόλις οι Ευρωπαίοι ξεκίνησαν τις αεροπορικές επιθέσεις. Είδαν ότι το καθεστώς του Καντάφι δεν πρόκειται να καταρρεύσει απλώς επειδή τα γαλλικά αεροσκάφη εισήλθαν στον εναέριο χώρο της Λιβύης. Είδαν επίσης ότι η εκστρατεία θα κρατούσε περισσότερο και θα ήταν πιο δύσκολη από ό,τι είχαν προβλέψει. 

Δεσμευμένες μέχρι εκείνη τη στιγμή στη διατήρηση της συμμαχίας με τους Ευρωπαίους, οι ΗΠΑ βρέθηκαν σε μια θέση όπου έπρεπε να επιλέξουν είτε τη διάλυση της συμμαχίας, είτε τη συμμετοχή στην αεροπορική εκστρατεία. Διάλεξαν το δεύτερο, έχοντας κατά νου έναν διακριτικό ρόλο και αντιμετωπίζοντας ως πρώτο τους μέλημα τη στήριξη της συμμαχίας. 

Η Λιβύη και το Ιράκ μας δίδαξαν δύο πράγματα: Το πρώτο ήταν ότι οι εκστρατείες που έχουν ως στόχο την ανατροπή βίαιων δικτατόρων δεν οδηγούν αναγκαστικά σε καλύτερα καθεστώτα. Στη θέση της βαρβαρότητας των τυράννων αναδύθηκε η βαρβαρότητα του χάους και μικρότερων τυράννων. Το δεύτερο μάθημα, το οποίο μας δίδαξε πολύ καλά το Ιράκ, είναι ότι ο κόσμος δεν είναι βέβαιο ότι θα εκτιμήσει επεμβάσεις που γίνονται στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι ΗΠΑ έμαθαν ακόμα ότι η θέση του κόσμου μπορεί να αλλάξει με εντυπωσιακή ταχύτητα, από την απαίτηση μιας αμερικάνικης επέμβασης στην καταδίκη μιας αμερικάνικης επέμβασης. 
Ακόμη περισσότερο, η Ουάσιγκτον ανακάλυψε ότι η επέμβαση μπορεί να απελευθερώσει αντιαμερικανικές δυνάμεις, που στην περίπτωση της Λιβύης στοίχισαν τη ζωή ενός Αμερικανού διπλωμάτη. 

Από τη στιγμή όπου οι ΗΠΑ συμμετέχουν σε μια επέμβαση, ανεξάρτητα από το πόσο διστακτικά το κάνουν και τον ρόλο που έχουν, θα θεωρηθούν υπεύθυνες από τον υπόλοιπο κόσμο - σίγουρα δε από τους κατοίκους της χώρας που βιώνει την επέμβαση. 

Όπως και στο Ιράκ, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα, η επέμβαση στη Λιβύη είχε αναπάντεχες συνέπειες. 

Τα μαθήματα αυτά έχουν επιδράσει στην πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στη Συρία, η οποία επηρεάζει μερικά μόνο αμερικανικά συμφέροντα. Οποιαδήποτε αμερικάνικη επέμβαση στη Συρία προϋποθέτει ένα ρίσκο και μια προσπάθεια που είναι δυσανάλογα με τα συμφέροντα αυτά. Ειδικά μετά τη Λιβύη, οι Γάλλοι και οι Ευρωπαίοι συνειδητοποίησαν ότι χωρίς τους Αμερικανούς δεν διαθέτουν επαρκείς δυνάμεις για να επέμβουν στη Συρία, οπότε αρνήθηκαν να το κάνουν. 

Φυσικά όλα αυτά προηγήθηκαν των δολοφονιών των Αμερικανών διπλωματών στη Βεγγάζη της Λιβύης, αλλά δεν προηγήθηκαν του γεγονότος ότι η επέμβαση στη Λιβύη εξέπληξε τους σχεδιαστές της με τη διάρκειά της και με τη δυσκολία δημιουργίας ενός διάδοχου καθεστώτος που θα είναι λιγότερο βάρβαρο από αυτό που αντικατέστησε. Οι ΗΠΑ δεν ήταν προετοιμασμένες να επέμβουν με συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις. 
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν συμφέροντα στη Συρία. Συγκεκριμένα, η Ουάσιγκτον δεν θέλει η Συρία να γίνει υποχείριο του Ιράν, που θα επέτρεπε στην επιρροή της Τεχεράνης να εξαπλωθεί μέσω του Ιράκ στη Μεσόγειο. Οι ΗΠΑ ήταν ευχαριστημένες με το καθεστώς της Συρίας όσο ήταν απλώς ένας σύμμαχος του Ιράν και όχι υπό τον έλεγχό του. Ωστόσο, προέβλεψαν ότι η Συρία θα υπαγόταν στον έλεγχο του Ιράν αν επιβίωνε το καθεστώς του Άσαντ. 

Οι ΗΠΑ ήθελαν να εμποδίσουν το Ιράν και αυτό σήμαινε την αντικατάσταση του καθεστώτος του Άσαντ. Δεν σήμαινε ότι η Ουάσιγκτον ήθελε να επέμβει στρατιωτικά, εκτός ίσως μέσω παροχής βοήθειας και εκπαίδευσης από τις ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ - μια πιο περιορισμένη επέμβαση από αυτήν που επιθυμούσαν κάποιοι. 

Θεμελιώδη συμφέροντα 

Η αμερικάνικη λύση είναι διαφωτιστική για το νέο δόγμα. Πρώτον, οι ΗΠΑ αποδέχτηκαν ότι ο Άσαντ, όπως και ο Σαντάμ Χουσεΐν και ο Καντάφι, ήταν ένας τύραννος. Αλλά δεν αποδέχτηκαν την ιδέα ότι η πτώση του θα δημιουργούσε ένα ηθικά ανώτερο καθεστώς. Σε κάθε περίπτωση, περίμεναν τις εσωτερικές δυνάμεις στη Συρία να αντιμετωπίσουν τον Άσαντ και ήταν διατεθειμένες να επιτρέψουν αυτές τις εξελίξεις. Δεύτερον, οι ΗΠΑ περίμεναν από τις τοπικές δυνάμεις να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της Συρίας, εφόσον το επιθυμούσαν. 

Από τη σκοπιά των Αμερικανών, οι Τούρκοι και οι Σαουδάραβες είχαν ακόμα μεγαλύτερο συμφέρον να περιορίσουν την ιρανική σφαίρα επιρροής και είχαν πολλούς περισσότερους μοχλούς για να καθορίσουν το αποτέλεσμα στη Συρία. Το Ισραήλ είναι βέβαια περιφερειακή δύναμη, αλλά δεν ήταν σε θέση να επέμβει. Οι Ισραηλινοί δεν είχαν τη δύναμη να επιβάλουν μια λύση, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη Συρία, ενώ τυχόν ισραηλινή στήριξη σε οποιαδήποτε συριακή πολιτική ομάδα θα απονομιμοποιούσε αυτόματα την ομάδα αυτή. Οποιαδήποτε επέμβαση θα έπρεπε να είναι τοπική και να υποκινείται από τα εθνικά συμφέροντα του κάθε εμπλεκόμενου. 

Οι Τούρκοι συνειδητοποίησαν ότι το δικό τους εθνικό συμφέρον, αν και επηρεάζεται από τη Συρία, δεν απαιτούσε μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επέμβαση, που θα ήταν δύσκολο να εκτελεστεί και η έκβαση της οποίας θα ήταν άγνωστη. Οι Σαουδάραβες και οι Καταριανοί δεν προετοιμάστηκαν ποτέ για μια επέμβαση κι έκαναν ό,τι μπορούσαν με κρυφές επιχειρήσεις, χρησιμοποιώντας χρήματα, όπλα και θρησκευόμενους μαχητές για να επηρεάσουν τις εξελίξεις. 

Όμως καμία χώρα δεν ήταν διατεθειμένη να ρισκάρει πολλά για να διαμορφώσει τις εξελίξεις στη Συρία. Ήταν διατεθειμένες να χρησιμοποιήσουν έμμεσους τρόπους αντί συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι η διαμάχη δεν έχει επιλυθεί ακόμα. 

Υπό τις συνθήκες αυτές, τόσο το συριακό καθεστώς όσο και οι αντάρτες αναγνωρίζουν πλέον ότι μια άμεση στρατιωτική νίκη δεν φαίνεται πιθανή. Η στήριξη του Ιράν για το καθεστώς και οι διάφορες πηγές στήριξης των Σύριων ανταρτών δεν έχουν αποδειχθεί καθοριστικές. Παράλληλα, εμφανίζονται φήμες ενός επικείμενου πολιτικού συμβιβασμού. 
Την εφαρμογή αυτού του δόγματος τη βλέπουμε και στο Ιράν. Η Τεχεράνη αναπτύσσει πυρηνικά όπλα που μπορεί να απειλήσουν το Ισραήλ. Την ίδια ώρα, οι ΗΠA δεν είναι διατεθειμένες να εμπλακούν σε πόλεμο με το Ιράν, ούτε να υποστηρίξουν μια ισραηλινή επίθεση με επιπρόσθετη στρατιωτική δύναμη. Χρησιμοποιούν ανεπαρκή μέτρα πίεσης -κυρώσεις-, τα οποία έχουν φέρει κάποια αποτελέσματα με την υποτίμηση του ιρανικού νομίσματος. Όμως οι ΗΠΑ δεν επιδιώκουν να επιλύσουν το ιρανικό πρόβλημα, ούτε είναι διατεθειμένες να αναλάβουν την κύρια ευθύνη γι' αυτό, εκτός κι αν το Ιράν εξελιχθεί σε απειλή για τα θεμελιώδη συμφέροντά τους. Είναι ικανοποιημένες με το να αφήσουν τα γεγονότα να ξεδιπλωθούν από μόνα τους και να δράσουν μόνο όταν δεν υπάρχει άλλη επιλογή. 

Υπό το αναδυόμενο δόγμα, η απουσία ενός θεμελιώδους αμερικάνικου συμφέροντος, σημαίνει ότι η μοίρα μιας χώρας όπως η Συρία βρίσκεται στα χέρια του συριακού λαού ή των γειτονικών χωρών. Οι ΗΠΑ είναι απρόθυμες να αναλάβουν το κόστος και τις επικρίσεις για την προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος. Είναι λιγότερο μια μορφή απομονωτισμού και περισσότερο μια αναγνώριση των ορίων της ισχύος και των συμφερόντων τους. Οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο δεν δικαιολογεί την επέμβαση των ΗΠΑ. 

Αν διατηρηθεί το δόγμα αυτό, θα αναγκάσει τον κόσμο να ξανασκεφτεί πολλά πράγματα. Σε ένα πρόσφατο ταξίδι στην Ευρώπη και στον Καύκασο, δεχόμουν συνέχεια ερωτήσεις για το τι θα έκαναν οι ΗΠΑ για διάφορα ζητήματα. Απάντησα λέγοντας ότι θα έκαναν πολύ λίγα και ότι είναι δικό τους ζήτημα να δράσουν. 

Η απάντησή μου προκάλεσε αναπάντεχη ταραχή. Πολλοί που καταδικάζουν την ηγεμονία των ΗΠΑ φαίνεται ταυτόχρονα να την επιζητούν. Δεν έχουν παρατηρήσει ακόμα τη μετατόπιση που πραγματοποιείται. Αντιλαμβάνονται την απουσία ως αμερικάνικη αποτυχία. Οι προσπάθειές μου να τους το εξηγήσω δεν στέφθηκαν πάντοτε με επιτυχία. 
Δεδομένου ότι στις ΗΠΑ είναι σε εξέλιξη η προεκλογική κούρσα, το δόγμα αυτό, το οποίο αναδύθηκε σιωπηρά υπό την προεδρία του Ομπάμα, φαίνεται να έρχεται σε σύγκρουση με τις απόψεις του Μιτ Ρόμνεϊ, γεγονός που είχα επισημάνει σε προηγούμενο άρθρο μου. Το βασικό μου επιχείρημα για την εξωτερική πολιτική είναι ότι τη διαμορφώνει η πραγματικότητα, όχι οι πρόεδροι και οι κυβερνητικές εκθέσεις. Οι ΗΠΑ έχουν εισέλθει σε μια περίοδο στην οποία πρέπει να μεταβούν από τη στρατιωτική κυριαρχία σε έναν πιο διακριτικό έλεγχο και το κυριότερο να επιτρέψουν στα γεγονότα να ακολουθήσουν την πορεία τους. 

Είναι μια εξέλιξη που αποτελεί ωρίμανση της εξωτερικής πολιτικής τους και όχι εξασθένισή της. Επιπλέον, η στροφή αυτή προκαλείται από απρόσωπες δυνάμεις που θα επικρατήσουν, ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές και από το τι μπορεί να επιθυμεί. Είτε για να αυξήσουν την επιθετικότητα των ΗΠΑ για λόγους εθνικού συμφέροντος, είτε για να προστατέψουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι ΗΠΑ αλλάζουν το μοντέλο λειτουργίας τους. Ξανασχεδιάζουν το λειτουργικό σύστημα για να επικεντρωθούν στα θεμελιώδη και να αποδεχτούν ότι ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, το οποίο δεν τις αφορά άμεσα, θα είναι ελεύθερο να εξελιχθεί όπως επιθυμεί. 
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα αποκοπούν από τις διεθνείς εξελίξεις. Ελέγχουν τους ωκεανούς και παράγουν σχεδόν το ένα τέταρτο του παγκόσμιου ακαθάριστου προϊόντος. Παρόλο που η αποκοπή είναι αδύνατη, μια ελεγχόμενη εμπλοκή, που θα βασίζεται σε μια ρεαλιστική κατανόηση του εθνικού συμφέροντος, είναι δυνατή. 

Κάτι τέτοιο θα ταράξει το διεθνές σύστημα, ιδίως τους συμμάχους των ΗΠΑ. Επίσης θα δημιουργήσει εντάσεις στις ΗΠΑ, τόσο από την αριστερά, η οποία υπερασπίζεται μια ανθρωπιστική εξωτερική πολιτική, όσο και από τη δεξιά, η οποία καθορίζει με πιο ευρύ τρόπο το εθνικό συμφέρον. Όμως οι περιορισμοί της περασμένης δεκαετίας βαραίνουν τις ΗΠΑ και ως εκ τούτου θα αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο κόσμος. 

Το καθοριστικό στοιχείο είναι ότι κανείς δεν αποφάσισε αυτό το δόγμα. Αναδύεται από την ίδια την πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο αναδύονται τα ισχυρά δόγματα. Πρώτα αποκαλύπτονται και μετά ανακοινώνονται, μόλις καταλάβουν όλοι ότι αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν τα πράγματα.

Σχόλια