Γιάννης Λούλης: Κανείς σοβαρός αναλυτής αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να εκτιμήσει με βεβαιότητα τό τέλος. Καμμία βεβαιότητα δεν «εκβιάζεται».
Ο Γιάννης Λούλης εξηγεί χωρίς βέβαια να μπορεί να επικαλεστεί στοιχεία διότι αυτό απαγορεύεται...
Πάντως είναι σαφής...
Τα debates
Τα debates των πολιτικών αρχηγών είναι βέβαιο ότι έχουν επίπτωση στο πολιτικό τοπίο. Τούτο πιστοποιείται από πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις και τις υπαρκτές εμπειρίες από αυτές. Το 2000 η επικράτηση του Καραμανλή στο debate βοήθησε τη ΝΔ να φθάσει στο όριο του να ανατρέψει ένα αρχικά άνετο προβάδισμα του ΠΑΣΟΚ. Το 2004 η καθαρή επικράτηση του Καραμανλή έναντι του Παπανδρέου στο σχετικό debate, διεύρυνε τη διαφορά υπέρ της ΝΔ, που είχε εξασφαλίσει (προ του debate) ήδη ένα καθαρό προβάδισμα. Το 2007, εκείνος που εντυπωσίασε περισσότερο στο debate ήταν ο Αλέκος Αλαβάνος κερδίζοντας αξιόλογα ποσοστά για το κόμμα του. Την ίδια ώρα όμως, ο Κώστας Καραμανλής έπεισε κρίσιμους ψηφοφόρους της ΝΔ να του δώσουν αυτοδυναμία, ειδικά με κρίσιμες τελικές παρεμβάσεις του.
Στις Ευρωεκλογές του Ιουνίου, μέσω του debate, ο Καραμανλής αρχικά μείωσε την απόσταση από το ΠΑΣΟΚ στο 3% περίπου, όμως η διαφορά διευρύνθηκε εκ νέου μετά τη φυγή Καραβέλα και την απωθητική προφυλάκιση συγγενών του φυγάδα μετά από μια ακατανόητα σκληρή απόφαση δικαστικού λειτουργού, που (αναπόφευκτα) χρεώθηκε η κυβέρνηση.
Άρα τα debates έχουν πολιτικές επιπτώσεις. Βεβαίως κάθε εκλογικό περιβάλλον είναι διαφορετικό, ενώ άλλωστε είναι διαφορετική και η προ του debate δυναμική. Ένα πάντως είναι σίγουρο: Η επίπτωση των πρόσφατων debates δεν είναι εύκολο από τώρα να αποκωδικοποιηθεί πλήρως. Άλλωστε, οι όποιες εντυπώσεις που έχουν ήδη δημιουργηθεί, θα λειτουργήσουν όχι μόνο άμεσα, αλλά κυρίως σταδιακά, καθώς θα απορροφώνται και θα καταλαγιάζουν στους ψηφοφόρους.
Τα δύο τελευταία debates ήταν φυσικά σημαντικά για όλους, αλλά κυρίως για δύο κόμματα: Πρώτον, για το κυβερνών κόμμα, που προ του debate διέθετε μια τεράστια δεξαμενή αναποφάσιστων ψηφοφόρων. Άλλωστε το ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα συσπειρωμένο, εμφάνιζε (επίσης προ του debate) στις δημοσκοπήσεις αισθητή διαφορά υπέρ του, λόγω ακριβώς της αποσυσπείρωσης του βασικού του αντιπάλου. Δεύτερον, για τον ΣΥΡΙΖΑ, που κινείτο, προ του debate, στο όριο του 3%.
Ποια λοιπόν είναι η πραγματικότητα για την εικόνα των debates; Στο debate των πολιτικών αρχηγών, οι δύο κερδισμένοι ήταν εκείνοι με τη μεγαλύτερη πρόκληση ενώπιόν τους: Δηλαδή ο Κώστας Καραμανλής και ο Αλέξης Τσίπρας.
Ο Αλέξης Τσίπρας διόρθωσε διαμιάς και με μια εντυπωσιακή «επαναφορά» συσσωρευμένα επικοινωνιακά λάθη του παρελθόντος, εκπέμποντας τώρα σεμνότητα, χαμηλούς τόνους και ήρεμη αυτοπεποίθηση. Άφησε επίσης στην άκρη «υπερεπαναστατικές» εξάρσεις. Κρίσιμο είναι στρατηγικά ότι εγκατέλειψε τον ξύλινο λόγο, συν μια προσέγγιση αυταρέσκειας που από κοινού ισοπέδωναν την αναντίλεκτη φρεσκάδα του. Αναφορικά με το τελευταίο debate λοιπόν, ο Αλέξης Τσίπρας έκανε σίγουρα μια καλύτερη εμφάνιση από ότι ο Αλέκος Αλαβάνος στις Ευρωεκλογές, καθώς ο τελευταίος δεν είχε σαφή στρατηγική στόχευση αρκούμενος σε μια ανεπιτυχή απόπειρα να επαναλάβει την παρουσία του 2007, όμως σε εντελώς διαφορετικές συγκυρίες.
Όσον αφορά στον Κώστα Καραμανλή, σε σύγκριση με τον Γιώργο Παπανδρέου, εμφανίσθηκε σαφώς πιο καθαρός στο μήνυμά του, ενημερωμένος και συγκροτημένος. Ο τελευταίος ξεκίνησε καλά, αλλά σταδιακά έγινε πιο αόριστος, χωρίς συγκρότηση, και ειδικά στο τέλος, παρασύρθηκε σε μια μάλλον ανερμάτιστη γενικολογία.
Από τα άλλα μικρότερα κόμματα, ο αρχηγός του ΛΑΟΣ, παρά τη γνωστή τηλεοπτική του «άνεση», απογοήτευσε. Ειδικά μάλιστα με ένα «κλείσιμο» που αναλώθηκε σε μια ανούσια προσωπική αυτοπροβολή, με αποτέλεσμα να αποπνέει απουσία πολιτικού «βάρους».
Με τη σειρά της, η Αλέκα Παπαρήγα είχε ένα πολύ καλό κλείσιμο, όμως στα επιμέρους, ενώ ανέδειξε εύστροφο ρεαλισμό εν σχέσει με τους «σοσιαλιστικούς στόχους» του κόμματός της, την ίδια ώρα ακύρωσε μέρος του ρεαλισμού αυτού με ένα περιχαρακωμένο δογματισμό (π.χ. τη θέση για μια απόλυτα κρατικοποιημένη παιδεία!). Φυσικά η Παπαρήγα αποτελεί όπλο του κόμματός της, όμως το περιχαρακωμένο ΚΚΕ θα είχε πολλά να διδαχθεί από την ευελιξία και το ρεαλισμό του ΑΚΕΛ και του Δημήτρη Χριστόφια (που εντυπωσίασε τον γράφοντα στη πρόσφατη συνεργασία τους στις τελευταίες Κυπριακές Προεδρικές εκλογές).
Τέλος, ο εκπρόσωπος των Οικολόγων, Χρυσόγελος, ήταν εμφανώς καλύτερος του αυτοκαταστροφικού Τρεμόπουλου, αν και ο ψευδοεντυπωσιασμός του τέλους, με τη φιάλη νερού, ήταν περιττός και ξένος προς τη σοβαρότητα που είχε συνολικά αναδείξει. Πάντως ένα είναι σίγουρο: Οι φθίνοντες Οικολόγοι ξαναμπήκαν στη μάχη της διεκδίκησης μιας συμμετοχής στη Βουλή (χωρίς φυσικά να μπορεί κανείς να προδικάσει τι θα συμβεί).
Όσον αφορά τώρα το debate μεταξύ των δύο αρχηγών των μεγαλύτερων κομμάτων, όσα είχαν διαφανεί στο debate όλων των αρχηγών επαναλήφθηκαν και εδραιώθηκαν. Ο Καραμανλής είχε θέσεις, γνώση του πεδίου και καθαρό μήνυμα. Ταυτόχρονα καίρια ήταν η συνεχής ανάδειξη της αοριστίας του αντιπάλου του, χωρίς ποτέ να σηκώσει υπέρμετρα τους τόνους.
Ο Παπανδρέου είναι προφανές ότι επενδύει στρατηγικά στην αοριστία, αφού άλλωστε προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Όμως η αοριστία αυτή έχει ξεπεράσει τα όποια εύλογα όρια και αρχίζει να γεννά σοβαρά ερωτηματικά τουλάχιστον για την απουσία στοιχειωδώς αξιόπιστου οικονομικού προγράμματος. Αυτή η προσέγγιση επιτρέπει στη ΝΔ, όσο περνάει ο καιρός, να κερδίζει πόντους. Φυσικά το όπλο του ΠΑΣΟΚ, που είναι η αρνητική ψήφος με στόχο την κυβέρνηση, δεν μπορεί να υποτιμηθεί, έστω και εάν η «κυβερνησιμότητα» του ΠΑΣΟΚ πάσχει ως πειστική εναλλακτική λύση.
Τα debates λοιπόν, επιδρούν στο εκάστοτε εκλογικό τοπίο: Προκαλούν όχι μόνο άμεσες και βραχυχρόνιες εντυπώσεις, αλλά και διαμορφώνουν συγκυρίες «ωρίμανσης» των εντυπώσεων αυτών και σταδιακής μονιμοποίησής τους. Αυτή η διαδικασία βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Ειδικά σε ένα ρευστό τοπίο όπως το σημερινό, με υψηλότατη αδιευκρίνιστη ψήφο, οι καταλαγιασμένες εντυπώσεις από τα debates θα παίξουν το ρόλο τους, καθώς θα πλησιάζει η στιγμή της αλήθειας. Φυσικά το τοπίο που προϋπήρχε των debate, είναι προφανώς ένα πρόσθετο δεδομένο.
Πάντως ένα είναι σίγουρο: Τα debates ανατάραξαν ένα προϋπάρχον τοπίο. Σε τι βαθμό όμως έχει αυτό συμβεί, και πως ακριβώς θα κατακαθίσει η σκόνη, κανείς σοβαρός αναλυτής αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να το εκτιμήσει με βεβαιότητα. Στο συγκεκριμένο τοπίο λοιπόν, καμία βεβαιότητα δεν «εκβιάζεται».http://www.johnloulis.gr/default.asp?siteID=1&pageID=5&tablePageID=1&langID=1&entryID=454
Σχόλια