ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΕΞΑΓΟΡΑ ΤΗΣ SΗΕLL Ο ΟΜΙΛΟΣ ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗ Μονομαχία ΕΛΠΕ - Μotor Οil στα καύσιμα.


Ευρείας κλίμακας ανακατατάξεις δρομολογούνται στην ελληνική αγορά υγρών καυσίμων, η οποία ελληνοποιείται πλήρως

με την επικείμενη εξαγορά της πολυεθνικής Shell από τη Μότορ Όιλ που ακολουθεί την πρόσφατη εξαγορά της ΒΡ από τον όμιλο των Ελληνικών Πετρελαίων.

Σύμφωνα με πληροφορίες από την αγορά, το deal ανάμεσα στον όμιλο Βαρδινογιάννη έχει κλείσει και είναι θέμα ημερών να γίνουν και οι επίσημες ανακοινώσεις οι οποίες θα αναδείξουν τη Μότορ Όιλ σε δεύτερη δύναμη και στον τομέα της εμπορίας υγρών καυσίμων πέραν αυτού της διύλισης πετρελαιοειδών, όπου ελέγχει το 25% της αγοράς.

Με τη θυγατρική του ομίλου ΑVΙΝ να κατέχει μερίδιο αγοράς στην εμπορία καυσίμων περίπου 9%, την επίσης θυγατρική εταιρεία Cyclon να ελέγχει γύρω στο 3% και τη Shell περίπου 13%, ο όμιλος της Μότορ Όιλ θα ελέγχει αυτόματα με το πέσιμο των τελικών υπογραφών ένα ποσοστό της τάξεως του 23%.

Στην αντίπερα όχθη ο όμιλος των Ελληνικών Πετρελαίων που ελέγχεται σε ποσοστά περίπου 35% από το Ελληνικό Δημόσιο και τον όμιλο Λάτση αντίστοιχα ελέγχει στον τομέα της διύλισης το 75% και στον τομέα της εμπορίας υγρών καυσίμων μετά την εξαγορά των πρατηρίων της ΒΡ το 31% της αγοράς.

Σκληραίνει ο ανταγωνισμός
Με τις δύο αυτές εξαγορές οι δύο μεγαλύτεροι πετρελαϊκοί όμιλοι της χώρας θα ελέγχουν πλέον μαζί περίπου το 54% της ελληνικής αγοράς εμπορίας υγρών καυσίμων, περίπου ένα 30% ελέγχεται από τις πέντε μεσαίου μεγέθους εταιρείες (Αegean, Εlinoil, Revoil, Jetoil, ΕΤΕΚΑ), ενώ το υπόλοιπο από δεκάδες άλλες μικρότερες εταιρείες.

Ωστόσο στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι το σημερινό σκηνικό θα αλλάξει στην πορεία του χρόνου, καθώς ο ανταγωνισμός σε επίπεδο τιμών, ποιότητας προϊόντων και παρεχόμενων συναφών υπηρεσιών και μιας σειράς άλλων προσφορών και δώρων θα πιέζει σε τέτοιο βαθμό τις μικρές εταιρείες που θα τις αναγκάσει είτε να βάλουν λουκέτο είτε να αναζητήσουν την «προστασία» κάποιου από τους μεσαίους του κλάδου.

Η διαδικασία της αφομοίωσης μικρότερων εταιρειών εκτιμάται ότι θα κλιμακωθεί μέσα στο 2010 και όλοι σχεδόν οι μεσαίοι της αγοράς καυσίμων δηλώνουν ότι θα σπεύσουν να αξιοποιήσουν τις όποιες ευκαιρίες παρουσιαστούν.

Η εναλλακτική λύση
Ο διευθύνων σύμβουλος της Ελινόιλ κ. Γιάννης Αληγιζάκης δεν κρύβει το ενδιαφέρον της εταιρείας να συμμετάσχει στις ανακατατάξεις που συντελούνται στην αγορά καυσίμων, «με την προϋπόθεση όμως η εταιρεία στόχος να είναι συγγενής ως προς την επιχειρηματική της φιλοσοφία με την Ελινόιλ».

Ο ίδιος επισημαίνει ότι «το στοίχημα για τις μεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου είναι το ποια από αυτές θα αναδειχθεί “σε εναλλακτική λύση” που θα σταθεί απέναντι στα μεγαθήρια των Ελληνικών Πετρελαίων και της Μότορ Όιλ.

Φυσικά στις πιθανές εξαγορές (κάποιες από αυτές βρίσκονται ήδη σε φάση διαπραγματεύσεων) σημαντικό ρόλο θα παίξει και το τίμημα που θα ζητά η εξαγοραζόμενη εταιρεία. Εκτιμάται ότι η οικονομική κρίση η οποία συσσώρευσε οικονομικά προβλήματα σε μια σειρά εταιρείες θα πιέσει να πέσουν τα τιμήματα σε επίπεδα κατά πολύ χαμηλότερα από αυτά που έπεφταν στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων πριν από την κρίση.

Τα ευρωπαϊκά standars
Πάντως και άσχετα από την κρίση, στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι αν η ελληνική αγορά εμπορίας πετρελαιοειδών λειτουργούσε με ευρωπαϊκά standars δεν θα επέτρεπε την ύπαρξη 8.500 πρατηρίων, αριθμός δυσανάλογος με αυτό που ισχύει στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα ίδια στελέχη επισημαίνουν ότι οι συνθήκες που επιτρέπουν την ύπαρξη και επιβίωση τόσο πολλών πρατηρίων είναι, μεταξύ άλλων, και οι γνωστές συνταγές του λαθρεμπορίου και της νοθείας.

Οι δύο μεγαλύτεροι πετρελαϊκοί όμιλοι της χώρας ελέγχουν πλέον μαζί περίπου το 54% της ελληνικής αγοράς εμπορίας υγρών καυσίμων

Οι αντίπαλες δυνάμεις


Σε επίπεδο δικτύου, η ΕΚΟ σήμερα διαθέτει περισσότερα από 1.250 πρατήρια με το σήμα της, ενώ η ΒΡ περισσότερα από 1.200. Τα δύο δίκτυα προβλέπεται να συγχωνευτούν, αν και το σήμα της ΒΡ αναμένεται να συνεχίσει να υπάρχει για ένα- δύο χρόνια ακόμη. Από πλευράς τζίρου δημιουργείαται ένα νέο μεγάλο επιχειρηματικό σχήμα που ξεπερνά τα 4 δισ. ευρώ. Το 2008 η μεν ΒΡ έφτασε το 1,975 δισ. ευρώ, ενώ η ΕΚΟ τα 2,285 δισ. ευρώ. Το δίκτυο της Shell ξεπερνά τα 750 πρατήρια, ενώ της ΑVΙΝ είναι περίπου 600. Ωστόσο η ΑVΙΝ αποκτά πρόσβαση σε περιοχές όπου μέχρι σήμερα δεν είχε ισχυρή παρουσία όπως η αγορά της Β. Ελλάδος, όπου η Shell διαθέτει αποθηκευτικούς χώρους σε Θεσσαλονίκη και Αλεξανδρούπολη. Η Αegean Οil (συμφερόντων Δημήτρη Μελισσανίδη) με περίπου 550 πρατήρια διαθέτει μερίδιο αγοράς γύρω στο 8%, η Ελίν με 500 πρατήρια (η οικογένεια του Σπυρίδωνα Καρνέση ελέγχει το 63,8% του μετοχικού κεφαλαίου) γύρω στο 6,7%, η Revoil (ελέγχεται κατά 73% από την οικογένεια Ρούσσου) με 400 πρατήρια ελέγχει μερίδιο 6,28%, η Cyclon (της Μotor Οil) διαθέτει μερίδιο 3,16%. Η εταιρεία Jetoil ελέγχει ένα δίκτυο περίπου 620 πρατηρίων σε όλη την Ελλάδα, έχει στην ιδιοκτησία της αποθηκευτικό χώρο καυσίμων (χωρητικότητας 200.000 κ.μ.) στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης, ενώ το μερίδιό της κυμαίνεται γύρω στο 8%.


Γυρίζουν την πλάτη οι πολυεθνικές


Στην αγορά λέγεται ότι ένας από τους λόγους που οδήγησαν τις δύο πολυεθνικές εταιρείες ΒΡ και Shell να γυρίσουν την πλάτη στην Ελλάδα ήταν και αυτές οι συνθήκες οι οποίες «νοθεύουν τον υγιή ανταγωνισμό». Βεβαίως στις αποφάσεις τόσο της ΒΡ όσο και της Shell έπαιξαν ρόλο και άλλοι λόγοι: Τα τσουχτερά πρόστιμα που τους επέβαλε η Επιτροπή Ανταγωνισμού με το αιτιολογικό των εναρμονισμένων πρακτικών, τα μικρά περιθώρια κέρδους και η στασιμότητα των τελευταίων δύο ετών στην ελληνική αγορά καυσίμων, αλλά και κάποιες άλλες προτεραιότητες στη στρατηγική των μητρικών ομίλων για τους οποίους η ελληνική αγορά δεν ήταν παρά μια μικρή δραστηριότητα.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι τόσο για τα πρατήρια της ΒΡ όσο και για τα πρατήρια της Shell κανένας ξένος όμιλος δεν ενδιαφέρθηκε παρά μόνο οι ελληνικοί όμιλοι των Ελληνικών Πετρελαίων και της Μότορ Όιλ. Το ενδιαφέρον της ισραηλινής εταιρείας για τη Shell ήταν μάλλον διερευνητικό.http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&artid=4537036&ct=3

Σχόλια