«Θέλω να βγω στην Μπήλιω, να παίξ’ τη φλογέρα».


Ενας συνάδελφος και φίλος βρέθηκε πρόσφατα σε ένα ορεινό χωριό της Ρούμελης, φιλοξενούμενος ενός συγγενή του. Στο καφενείο του χωριού μαθεύτηκε η επαγγελματική του ιδιότητα, αν και το γεγονός ότι εργάζεται σε εφημερίδα και όχι στην τηλεόραση αφαιρούσε κάτι από την αίγλη του. (Αν ήταν ο Γιώργος Αυτιάς, μάλλον θα έσφαζαν κριάρια για χάρη του).

Eκεί στο καφενείο τον πλησίασε ένας θαλερός γέροντας, άνω των 80, που του εξομολογήθηκε ότι παίζει φλογέρα. Μα πολύ ωραία φλογέρα!

«Θα μ’ κάν’ς μια χάρ’, πατριώτη, που ‘σι και δημουσιογράφ’ς;»

«Θα σ’ την κάνω».

«Θέλω να βγω στην Μπήλιω, να παίξ’ τη φλογέρα».

Ναι, στην Μπήλιω Τσουκαλά, που η εκπομπή της, το «Εχει γούστο», έχει κάνει αρκετά αφιερώματα στο δημοτικό τραγούδι.

Ο φίλος μας προσπάθησε να του εξηγήσει ότι δεν γνωρίζει προσωπικά την Μπήλιω και ότι ο ίδιος δεν έχει σχέση με το καλλιτεχνικό ή το τηλεοπτικό ρεπορτάζ. Τον ρώτησε όμως αν ενδιαφερόταν για την εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου, καθώς εκεί θα μπορούσε ίσως να βρεθεί μια άκρη.

Οχι, δεν τον θέλει τον Σπύρ’. Ούτε «Ελλάδα, έχεις ταλέντο» θέλει, ούτε τον Λιάκου ή τον Ψινάκ’ θέλει, ούτε τον Μικρούτσικ’, ούτε τις Μαγγίρες και τις Μαγγιροπούλες. Θέλει μόνο Μπήλιω. Μπήλιω και ξερό ψωμί.

Υστερα από μισή ώρα, ενώ ο φίλος μου βρισκόταν στο συγγενικό σπίτι, άκουσε ήχο φλογέρας. Κοίταξε από το παράθυρο και είδε τον μπάρμπα ανεβασμένο σε έναν γήλοφο, απέναντι από το δρόμο, να παίζει τάχα συμπτωματικά. Ομως δεν ήταν ο ίδιος γέροντας που είχε συναντήσει στο καφενείο, αλλά ο ιππότης των ορέων. Είχε ξυριστεί, είχε χτενιστεί, είχε βγάλει τις γαλότσες και το τριμμένο τζιν και φορούσε γραβάτα και το καλό του μαύρο μάλλινο κοστούμι και ας έσκαγε ο τζίτζικας από τη ζέστη. Στητός και σοβαρός, έπαιζε με επαγγελματική προσήλωση για έναν μόνο ακροατή, για τη γέφυρα που θα τον οδηγούσε στην Μπήλιω.

«Eπαιζε καλά;» ρώτησα βλακωδώς.

Ο φίλος μου με αποπήρε. «Τι σημασία έχει; Τσοπάνος ήταν μια ζωή, η φλογέρα είναι κομμάτι της ζωής του».

Θα ήταν αναίδεια το να πούμε ότι η τηλεόραση μας παίρνει τα μυαλά, ότι παρασύρει νέους, γέρους και παιδιά. Ο άνθρωπος δεν ήταν ψώνιο, δεν ζήλευε τη Σούζαν Μπόιλ, δεν ονειρευόταν να κάνει καριέρα, δεν γύρευε τη διασημότητα, απλώς ήθελε κάποιοι να τον δουν, να τον ακούσουν, να τον καμαρώσουν. Για μια μόνο φορά.

H «Φλογέρα» είναι ένα συγκινητικό διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη, που δημοσιεύτηκε το 1890. Εδώ ένας «γέρων ρουμελιώτης» παίζει τη φλογέρα του και τραγουδά κλέφτικα άσματα, καθισμένος σταυροπόδι στο πεζοδρόμιο απέναντι από τον Βασιλικό Κήπο. Κάποιοι περαστικοί ρίχνουν και καμιά πεντάρα στον σκούφο του. «Και πού ξέπεσες δώθε, γέρο;» τον ρωτούν.

«Αϊ, αέρας μ’ έριξε».

Σήμερα ένα άλλο γεροντάκι παρακαλά τον αέρα να τον ρίξει στο στούντιο και στην ποδιά της Μπήλιως, ν’ αντιλαλήσει η φλογέρα του σε πόλεις, κάμπους και βουνά. Ζητάει πολλά;http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_01/08/2009_324169

Σχόλια