Σάββατο απόγευμα, στην πλατεία του Αγίου Νικολάου, δύο βήματα από την Αχαρνών. Αν ξεχάσω ότι είμαι σε μια μεγάλη πόλη αυτή η πλατεία με την εκκλησία, τα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία, τα παιδιά που τρέχουν πάνω κάτω και τους γέροντες σε μια σκιερή άκρη θα μπορούσε να είναι το απαύγασμα της εικονογραφίας της ελληνικής υπαίθρου.
Βρίσκομαι, παρ’ όλα αυτά, στην καρδιά της πάλαι ποτέ μεσοαστικής Αθήνας και οι ορδές από μπόμπιρες και λιλιπούτειους μπαλαδόρους κάθε χρώματος και φυλής πυροδοτούν μια απονεκρωμένη ανάμνηση. Αυτά τα παιδιά με τις φωνές και τα τρεχαλητά τους ανασταίνουν την ατμόσφαιρα της συνοικιακής Αθήνας όταν μεγαλώναμε εμείς, η τελευταία γενιά που έπαιξε έξω στους δρόμους ελεύθερη και ακηδεμόνευτη.
«Οχι, δεν θα φύγω»
Τα περισσότερα από «αυτά τα παιδιά» δεν είναι «ελληνάκια». Τα πιο μικρά μιλάνε στη γλώσσα τους, τα μεγαλύτερα ελληνικά. Εδώ φέρνει, σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, τη μικρή της κόρη και παίζει η Αλεξάνδρα Βούλγαρη. Ανήκει στη μειοψηφία των Ελλήνων, οι οποίοι γεννήθηκαν, μεγάλωσαν κι επιμένουν να ζουν σε μια περιοχή που άλλαξε κυριολεκτικά δέρμα τις δύο τελευταίες δεκαετίες. «Εισπράττω μια έμμεση κριτική, ένα είδος αποδοκιμασίας, από το φιλικό μου περιβάλλον το οποίο αρνείται να συμβιβαστεί με την επιλογή μου να μην αφήσω τη γειτονιά που μεγάλωσα και αγαπάω», μας λέει σχεδόν αγανακτισμένη. «Δεν είμαι τυφλή, βλέπω τα προβλήματα, αλλά την ομορφιά που έβλεπα πριν από τις μεγάλες αλλαγές του ’90 εξακολουθώ να τη βλέπω και σήμερα». Δεν έχει σκεφτεί να σηκωθεί να φύγει; «Υπάρχει μια πλευρά μου που θέλει να φύγει όχι γιατί αισθάνεται ανασφαλής ή φοβάται, αλλά επειδή θα ήθελε να ζει κάπου πιο όμορφα με περισσότερο πράσινο, ας πούμε». Αλλά; «Υπάρχει ένα πείσμα μέσα μου που λέει “όχι δεν θα φύγεις κι εσύ, δεν θα τους κάνεις το χατίρι”». Σήμερα, ομολογεί, ζει λίγο στο κενό. Οι παιδικοί της φίλοι εγκατέλειψαν την περιοχή και μιλάνε για την παλιά τους γειτονιά απαξιωτικά, σαν να δραπέτευσαν από κάποιο απαίσιο μέρος. Και οι νέοι μέτοικοι, οι ξένοι μετανάστες, διστάζουν να σε βάλουν στον κόσμο τους, όσο καλοπροαίρετος κι αν είσαι, ζουν σε μικρά γκέτο. «Αυτός ο συνδυασμός δημιουργεί μια περίεργη ατμόσφαιρα κατάθλιψης και απομόνωσης», καταλήγει εμφανώς προβληματισμένη.
Ζώντας στην Αχαρνών
Η Αργυρώ Μποζώνη επέλεξε την αντίστροφη διαδρομή από τους παλιούς γείτονες της Αλεξάνδρας. Αγόρασε ένα μεγάλο διαμέρισμα σε εξωφρενικά χαμηλή τιμή σε μια παλιά, καλοφτιαγμένη αστική πολυκατοικία της Αχαρνών. Μεγαλωμένη στο Θησείο και χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, έψαχνε «κάτι» στο κέντρο. «Είμαι ιδεολογικά υπέρ του κέντρου, δεν είχα κανένα λόγο να πάω στα προάστια. Το θέμα ήταν σε ποιο “κέντρο” θα έφτιαχνα το σπίτι μου;». Η Αχαρνών της προσέφερε μια μεγάλη ευκαιρία που λίγες περιοχές μπορούσαν. Και σήμερα, λίγα χρόνια μετά, δεν το έχει μετανιώσει καθόλου. «Ζω ανάμεσα σε μετανάστες που εργάζονται, δεν έχει μεγάλη διαφορά από το Παγκράτι. Δεν είμαστε στην επικίνδυνη ζώνη εδώ. Απολαμβάνω ένα άριστο συγκοινωνιακό δίκτυο με μετρό στη Βικτώρια, λεωφορεία και το ταξί σπάνια μού κοστίζει περισσότερο από τέσσερα ευρώ». Δεν φοβάται τα βράδια; «Ποτέ δεν έχω γυρίσει ξένοιαστη σπίτι μου, αλλά μην μου πείτε ότι στα Εξάρχεια αισθάνεσαι μεγαλύτερη ασφάλεια; Και οι τιμές είναι τριπλάσιες από δω». Ολα καλά λοιπόν; «Οχι, καθόλου. Η περιοχή είναι πνιγμένη στα σκουπίδια και στη βρώμα, δεν υπάρχουν καν κάδοι ανακύκλωσης!».
«Ετοιμος για τα πάντα»
Ο Ηλίας Χατζηχριστοδούλου μεγάλωσε στην Αχαρνών και αισθάνεται προνομιούχος. Ηταν «γειτονιά» ακόμα κι αν στην ίδια γειτονιά βρέθηκε σε μικρή ηλικία μαχαιρωμένος από το πουθενά. «Σε γενικές γραμμές όταν μια περιοχή είναι πλέον τόσο ανομοιογενής και φοβάσαι πλέον πάρα πολύ (και για να το πω καλύτερα, φυλάγεσαι πλέον πάρα πολύ) αυτό σου δίνει εν τέλει μεγαλύτερη ασφάλεια. Το να είσαι υποψιασμένος είναι το πιο ασφαλές. Είσαι πάντα έτοιμος για τα πάντα. Διατηρείς χαμηλό προφίλ, και δέχεσαι ότι η περιοχή έχει το δικαίωμα να ανήκει στον καθένα που με σεβασμό ήρθε από το όποιο μέρος του κόσμου και έχει φτιάξει την οικογένειά του. Αν φερθείς ευγενικά στους ανθρώπους το παίρνεις πίσω εις διπλούν, όπως και με τα πάντα στη ζωή σου».
Αλήθεια, πώς τα πηγαίνει με τους ξένους; «Σίγουρα όταν χαμηλώνουν τα φώτα όλα είναι διαφορετικά. Και μετά τα μεσάνυχτα ακόμα πιο δύσκολα. Οι ξένοι πίνουν πολύ, τσακώνονται για το παραμικρό και σίγουρα θεωρούν τα πάντα κεκτημένα τους. Σίγουρα όμως όχι όλοι. Αλλά αυτό δεν (μας) σώζει. Και σίγουρα δεν ξέρω τι θα συμβεί σε μερικά ακόμη χρόνια ή ξέρω αλλά δεν θέλω να το πιστέψω. Και αυτό επειδή θα συνεχίσω να είμαι κάτοικος αυτής της περιοχής. Μιας περιοχής που οι συναντήσεις γίνονταν στον “Μαλάμο”, απογεύματα παίζαμε στις πλατείες και στα στενά πλησίον του Αγίου Παντελεήμονα και τα βράδια μας τα περνούσαμε στην Ακαδημία, στο “Roxy” και στο “Au Revoir”».http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_03/07/2009_320776
Βρίσκομαι, παρ’ όλα αυτά, στην καρδιά της πάλαι ποτέ μεσοαστικής Αθήνας και οι ορδές από μπόμπιρες και λιλιπούτειους μπαλαδόρους κάθε χρώματος και φυλής πυροδοτούν μια απονεκρωμένη ανάμνηση. Αυτά τα παιδιά με τις φωνές και τα τρεχαλητά τους ανασταίνουν την ατμόσφαιρα της συνοικιακής Αθήνας όταν μεγαλώναμε εμείς, η τελευταία γενιά που έπαιξε έξω στους δρόμους ελεύθερη και ακηδεμόνευτη.
«Οχι, δεν θα φύγω»
Τα περισσότερα από «αυτά τα παιδιά» δεν είναι «ελληνάκια». Τα πιο μικρά μιλάνε στη γλώσσα τους, τα μεγαλύτερα ελληνικά. Εδώ φέρνει, σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, τη μικρή της κόρη και παίζει η Αλεξάνδρα Βούλγαρη. Ανήκει στη μειοψηφία των Ελλήνων, οι οποίοι γεννήθηκαν, μεγάλωσαν κι επιμένουν να ζουν σε μια περιοχή που άλλαξε κυριολεκτικά δέρμα τις δύο τελευταίες δεκαετίες. «Εισπράττω μια έμμεση κριτική, ένα είδος αποδοκιμασίας, από το φιλικό μου περιβάλλον το οποίο αρνείται να συμβιβαστεί με την επιλογή μου να μην αφήσω τη γειτονιά που μεγάλωσα και αγαπάω», μας λέει σχεδόν αγανακτισμένη. «Δεν είμαι τυφλή, βλέπω τα προβλήματα, αλλά την ομορφιά που έβλεπα πριν από τις μεγάλες αλλαγές του ’90 εξακολουθώ να τη βλέπω και σήμερα». Δεν έχει σκεφτεί να σηκωθεί να φύγει; «Υπάρχει μια πλευρά μου που θέλει να φύγει όχι γιατί αισθάνεται ανασφαλής ή φοβάται, αλλά επειδή θα ήθελε να ζει κάπου πιο όμορφα με περισσότερο πράσινο, ας πούμε». Αλλά; «Υπάρχει ένα πείσμα μέσα μου που λέει “όχι δεν θα φύγεις κι εσύ, δεν θα τους κάνεις το χατίρι”». Σήμερα, ομολογεί, ζει λίγο στο κενό. Οι παιδικοί της φίλοι εγκατέλειψαν την περιοχή και μιλάνε για την παλιά τους γειτονιά απαξιωτικά, σαν να δραπέτευσαν από κάποιο απαίσιο μέρος. Και οι νέοι μέτοικοι, οι ξένοι μετανάστες, διστάζουν να σε βάλουν στον κόσμο τους, όσο καλοπροαίρετος κι αν είσαι, ζουν σε μικρά γκέτο. «Αυτός ο συνδυασμός δημιουργεί μια περίεργη ατμόσφαιρα κατάθλιψης και απομόνωσης», καταλήγει εμφανώς προβληματισμένη.
Ζώντας στην Αχαρνών
Η Αργυρώ Μποζώνη επέλεξε την αντίστροφη διαδρομή από τους παλιούς γείτονες της Αλεξάνδρας. Αγόρασε ένα μεγάλο διαμέρισμα σε εξωφρενικά χαμηλή τιμή σε μια παλιά, καλοφτιαγμένη αστική πολυκατοικία της Αχαρνών. Μεγαλωμένη στο Θησείο και χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, έψαχνε «κάτι» στο κέντρο. «Είμαι ιδεολογικά υπέρ του κέντρου, δεν είχα κανένα λόγο να πάω στα προάστια. Το θέμα ήταν σε ποιο “κέντρο” θα έφτιαχνα το σπίτι μου;». Η Αχαρνών της προσέφερε μια μεγάλη ευκαιρία που λίγες περιοχές μπορούσαν. Και σήμερα, λίγα χρόνια μετά, δεν το έχει μετανιώσει καθόλου. «Ζω ανάμεσα σε μετανάστες που εργάζονται, δεν έχει μεγάλη διαφορά από το Παγκράτι. Δεν είμαστε στην επικίνδυνη ζώνη εδώ. Απολαμβάνω ένα άριστο συγκοινωνιακό δίκτυο με μετρό στη Βικτώρια, λεωφορεία και το ταξί σπάνια μού κοστίζει περισσότερο από τέσσερα ευρώ». Δεν φοβάται τα βράδια; «Ποτέ δεν έχω γυρίσει ξένοιαστη σπίτι μου, αλλά μην μου πείτε ότι στα Εξάρχεια αισθάνεσαι μεγαλύτερη ασφάλεια; Και οι τιμές είναι τριπλάσιες από δω». Ολα καλά λοιπόν; «Οχι, καθόλου. Η περιοχή είναι πνιγμένη στα σκουπίδια και στη βρώμα, δεν υπάρχουν καν κάδοι ανακύκλωσης!».
«Ετοιμος για τα πάντα»
Ο Ηλίας Χατζηχριστοδούλου μεγάλωσε στην Αχαρνών και αισθάνεται προνομιούχος. Ηταν «γειτονιά» ακόμα κι αν στην ίδια γειτονιά βρέθηκε σε μικρή ηλικία μαχαιρωμένος από το πουθενά. «Σε γενικές γραμμές όταν μια περιοχή είναι πλέον τόσο ανομοιογενής και φοβάσαι πλέον πάρα πολύ (και για να το πω καλύτερα, φυλάγεσαι πλέον πάρα πολύ) αυτό σου δίνει εν τέλει μεγαλύτερη ασφάλεια. Το να είσαι υποψιασμένος είναι το πιο ασφαλές. Είσαι πάντα έτοιμος για τα πάντα. Διατηρείς χαμηλό προφίλ, και δέχεσαι ότι η περιοχή έχει το δικαίωμα να ανήκει στον καθένα που με σεβασμό ήρθε από το όποιο μέρος του κόσμου και έχει φτιάξει την οικογένειά του. Αν φερθείς ευγενικά στους ανθρώπους το παίρνεις πίσω εις διπλούν, όπως και με τα πάντα στη ζωή σου».
Αλήθεια, πώς τα πηγαίνει με τους ξένους; «Σίγουρα όταν χαμηλώνουν τα φώτα όλα είναι διαφορετικά. Και μετά τα μεσάνυχτα ακόμα πιο δύσκολα. Οι ξένοι πίνουν πολύ, τσακώνονται για το παραμικρό και σίγουρα θεωρούν τα πάντα κεκτημένα τους. Σίγουρα όμως όχι όλοι. Αλλά αυτό δεν (μας) σώζει. Και σίγουρα δεν ξέρω τι θα συμβεί σε μερικά ακόμη χρόνια ή ξέρω αλλά δεν θέλω να το πιστέψω. Και αυτό επειδή θα συνεχίσω να είμαι κάτοικος αυτής της περιοχής. Μιας περιοχής που οι συναντήσεις γίνονταν στον “Μαλάμο”, απογεύματα παίζαμε στις πλατείες και στα στενά πλησίον του Αγίου Παντελεήμονα και τα βράδια μας τα περνούσαμε στην Ακαδημία, στο “Roxy” και στο “Au Revoir”».http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_03/07/2009_320776
Σχόλια