Η Ελλάδα δέν είναι Ελβετία πού λειτουργεί κάνοντας απλή διαχείριση. Η Ελλάδα γιά να λειτουργήσει θέλει όραμα, θέλει πάθος. Υπάρχει;


.....Η διαχείριση είναι μια πολυτέλεια που θα μπορούσε ίσως να δουλέψει σε ένα κράτος-ρολόι, στην Σουηδία φερειπείν ή την Ελβετία, όπου όλα είναι στρωμένα και το μόνο που απαιτείται είναι η διαχείριση αυτής ή της άλλης λεπτομέρειας. Μια χώρα όπως η Ελλάδα δεν απαιτεί διαχείριση, αλλά το εντελώς αντίθετο: όραμα, στόχους, μακροπρόθεσμα πλάνα, διάλογο για τις προοπτικές της. Μια στρωμένη επιχείρηση μπορεί να την διαχειριστεί ίσως ένας λογιστάκος ή ένας τεχνοκράτης. Ένα μαγαζί με παθητικό, το οποίο τη βγάζει με δανεικά, χωρίς εισοδήματα και χωρίς συγκεκριμένο προϊον δεν απαιτεί διαχείριση αλλά επανεφεύρεση. Δεν λειτουργεί με μάνατζαρέους και τίτλους σπουδών αλλά με το πάθος των ιδιοκτητών του.....
ΥΓ στη φωτό η Γενεύη..

Σχόλια

Ο χρήστης wolf είπε…
Η διαπίστωση είναι κοινή: βουλιάζουμε σε άπατα, ανακαλύπτουμε την πολιτική άβυσσο. Παρακαλάμε να βρούμε πάτο, μπας και μπορέσουμε να πατήσουμε κάπου και να ξεκολλήσουμε. Ως χώρα, ως κοινωνία, ως οικονομία, σε κάθε άλλο τομέα, από τις επιστήμες έως τον αθλητισμό, βουλιάζουμε, πνιγόμαστε και δεν έχουμε καν μαλλιά να πιαστούμε. Οι εξαιρέσεις υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Άλλωστε και αυτές ολοένα και λιγοστεύουν, ο κανόνας επιβεβαιώνεται λες από μόνος του. Αν «η λογική του κατήφορου είναι ο πάτος», αυτός αποτελεί και τη μόνη μας ελπίδα...

Ο έλληνας που μας ανέθρεψε, ο έλληνας του ‘50 και του ‘60, παρά τις ιδεολογικές συγκρούσεις, ή ίσως και εξαιτίας τους, διατηρούσε την πίστη του στην κοινωνική και πολιτική πρόοδο. Αισθάνθηκε όσο ποτέ δικαιωμένος στη μεταπολίτευση, περίοδο κατά την οποία απαξάπαν το ανάδελφον έθνος ήταν ειδικό επί της προόδου. Η χώρα έβγαινε από την φρίκη της χούντας, αλλά μπορούσε να προσβλέπει στο μέλλον, στην «αλλαγή», σύνθημα που έπιασε τον παλμό ακόμη και όσων δεν ψήφισαν τη νικηφόρα παράταξη της εποχής.

Τριάντα χρόνια και πολλές ψευδαισθήσεις αργότερα, βιώνουμε το αίσθημα του τέλους εποχής, χωρίς καν να υποψιαζόμαστε τι είδους εποχή θα ξημερώσει και πότε. Τελευταία ελπίδα μας, αν το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν από την αυγή, να αποδώσουμε σε αυτό το σκότος το γεγονός της πάνδημης ανομολόγητης πεποίθησης ότι όλα και όλοι εργάζονται εναντίoν μας.

Η ―όποια― κυβέρνηση είναι κάτι το οποίο ψηφίζουμε αναγκαστικά, ως το μικρότερο κακό έναντι των αντιπάλων. Από εκεί και πέρα, αυτή κι εμείς βρισκόμαστε σε ανοικτό και συνεχή πόλεμο. Είναι αναπόφευκτο, όταν κανείς μας κατ ουσίαν δεν προσβλέπει σε τίποτα από κάθε νέα εναλλαγή στην εξουσία. Όλοι γνωρίζουν ότι κάθε καινούργιο νομοσχέδιο δεν πρόκειται να φέρει παρά νέους φόρους, λιγότερα εργασιακά δικαιώματα, μείωση των κοινωνικών παροχών, ξεπούλημα της δωρεάν παιδείας και της δημόσιας υγείας. Κάθε νέος νόμος επιτίθεται σε κάποιο κεκτημένο. Κάθε νέο εισπρακτικό μέτρο επιτίθεται σε ό,τι απέμεινε στην τσέπη μας.

Η τάση είναι συγκεκριμένη και σταθερή. Αύξηση αντί για μείωση της φορολογίας. Αύξηση αντί μείωσης των εργοδοτικών δικαιωμάτων επί των εργαζομένων. Αύξηση αντί μείωσης των ωρών εργασίας. Αύξηση αντί μείωσης της συμμετοχής στην υγειονομική περίθαλψη. Αύξηση αντί μείωσης του ορίου συνταξιοδότησης. Εγκατάλειψη αντί μέριμνας για την δημόσια παιδεία. Εγκατάλειψη αντί μέριμνας για την κοινωνική συνοχή. Ανοικτός πόλεμος εναντίον της κοινωνίας.

Ποτέ άλλοτε δεν αδιαφορούσε η εκάστοτε κυβέρνηση τόσο πολύ για την λαϊκή δυσφορία όσο τα τελευταία 15 χρόνια - κατάσταση ενδεικτική της απόστασης ανάμεσα στις ανάγκες της κοινωνίας και τις κρατικές επιλογές. Εξ’ ου και η αυξανόμενη αδιαφορία για τα ολοένα και περισσότερα σκάνδαλα, τα οποία κάποτε έριχναν κυβερνήσεις. Τώρα πια, η κάθε διακυβέρνηση αντιμετωπίζεται από όλους ως μήτρα διαφθοράς και σκανδάλων.

Όταν στις δημοσκοπήσεις ο «καταλληλότερος για πρωθυπουργός» είναι από άλλο κόμμα από εκείνο που αναδεικνύεται ως πρώτο, τότε η πολιτική είναι τελειωμένη υπόθεση. Για να φθάσει ο κόσμος να επιλέξει μεμονωμένα πρόσωπα ως καταλληλότερα, πρέπει να έχει ήδη απαξιώσει τα πολιτικά κόμματα όσο και τα προγράμματα. Όταν τα πολιτικά προγράμματα και οι ιδεολογίες είχαν ακόμα νόημα κανείς δεν θα διανοούταν να επιλέξει ως πρώτο κόμμα π.χ. την Ε.Ρ.Ε και καταλληλότερο για πρωθυπουργό τον Ηλία Ηλιού.

Οι ίδιοι οι κυβερνώντες γνωρίζουν την ανικανότητά τους. Γι αυτό, προφασιζόμενοι μια ―υπαρκτή, ίσως― κατάσταση έκτακτης ανάγκης και επωφελούμενοι του «τέλους των ιδεολογιών», μας δήλωσαν με στόμφο ότι η πολιτική πρέπει να περιοριστεί στην διαχείριση. Δεν χρειάζεται πλέον ιδεολογία, όραμα ή πολιτική συμμετοχή, είπαν, αλλά τεχνικός χειρισμός των προβλημάτων. Όταν όμως οι πολίτες, πεπεισμένοι, εξέλεξαν άχρωμους λογιστές και τεχνοκράτες, δεν προέκυψε παρά ένα όργιο κακοδιαχείρισης. Γιατί, φυσικά, διαχείριση χωρίς στόχους, δηλαδή χωρίς συγκεκριμένο όραμα, δεν έχει νόημα. Μόνο (πολιτικά) τέρατα μπορούν να παραχθούν, όταν κάποιοι αποφασίζουν για τις «καλύτερες» λύσεις, ερήμην της κοινωνίας.

Η διαχείριση είναι μια πολυτέλεια που θα μπορούσε ίσως να δουλέψει σε ένα κράτος-ρολόι, στην Σουηδία φερειπείν ή την Ελβετία, όπου όλα είναι στρωμένα και το μόνο που απαιτείται είναι η διαχείριση αυτής ή της άλλης λεπτομέρειας. Μια χώρα όπως η Ελλάδα δεν απαιτεί διαχείριση, αλλά το εντελώς αντίθετο: όραμα, στόχους, μακροπρόθεσμα πλάνα, διάλογο για τις προοπτικές της. Μια στρωμένη επιχείρηση μπορεί να την διαχειριστεί ίσως ένας λογιστάκος ή ένας τεχνοκράτης. Ένα μαγαζί με παθητικό, το οποίο τη βγάζει με δανεικά, χωρίς εισοδήματα και χωρίς συγκεκριμένο προϊον δεν απαιτεί διαχείριση αλλά επανεφεύρεση. Δεν λειτουργεί με μάνατζαρέους και τίτλους σπουδών αλλά με το πάθος των ιδιοκτητών τουhttp://www.skai.gr/master_story.php?id=119355