Ένα ταξίδι, δυο βήματα μακριά...


Μια φορά κι έναν καιρό, όχι πολλά χρόνια πριν, ζούσε ένας άνθρωπος λιγομίλητος και μοναχικός. Δε μιλούσε σχεδόν ποτέ σε κανέναν. Έβγαινε κάθε μεσημέρι να κάνει τη βόλτα του και πάντα ακολουθούσε την ίδια διαδρομή. Ο δρόμος του τον έβγαζε κάθε μέρα στο ίδιο σημείο . Μπροστά από μία βιτρίνα. Προχωρούσε με το κεφάλι σκυφτό και το καπέλο του κατεβασμένο. Μονάχα όταν έφτανε μπροστά στη βιτρίνα σήκωνε τα μάτια του. Τη χάζευε με τις ώρες. Γύρω του υπήρχε κόσμος, αυτοκίνητα, φασαρία, μα εκείνος έδειχνε ότι δεν έβλεπε και δεν άκουγε τίποτα. Καθόταν μπροστά στη βιτρίνα ακίνητος με τα χέρια στις τσέπες του παλτού του και οι ώρες περνούσαν, ώσπου βράδιαζε. Τότε , μόνο τότε, όταν ο ήλιος έδυε και δεν ήταν πια σύμμαχός του , έφευγε και πήγαινε στο σπίτι του , μοναχός του ξανά.....
ολο το κείμενο στο πρώτο σχόλιο (πατήστε εδώ)
Νέλλυ Νέζη 9/2/2009

Σχόλια

Ο χρήστης wolf είπε…
Ένα ταξίδι, δυο βήματα μακριά...


Μια φορά κι έναν καιρό, όχι πολλά χρόνια πριν, ζούσε ένας άνθρωπος λιγομίλητος και μοναχικός. Δε μιλούσε σχεδόν ποτέ σε κανέναν. Έβγαινε κάθε μεσημέρι να κάνει τη βόλτα του και πάντα ακολουθούσε την ίδια διαδρομή. Ο δρόμος του τον έβγαζε κάθε μέρα στο ίδιο σημείο . Μπροστά από μία βιτρίνα. Προχωρούσε με το κεφάλι σκυφτό και το καπέλο του κατεβασμένο. Μονάχα όταν έφτανε μπροστά στη βιτρίνα σήκωνε τα μάτια του. Τη χάζευε με τις ώρες. Γύρω του υπήρχε κόσμος, αυτοκίνητα, φασαρία, μα εκείνος έδειχνε ότι δεν έβλεπε και δεν άκουγε τίποτα. Καθόταν μπροστά στη βιτρίνα ακίνητος με τα χέρια στις τσέπες του παλτού του και οι ώρες περνούσαν, ώσπου βράδιαζε. Τότε , μόνο τότε, όταν ο ήλιος έδυε και δεν ήταν πια σύμμαχός του , έφευγε και πήγαινε στο σπίτι του , μοναχός του ξανά.

Πολλοί από τους ανθρώπους που τον έβλεπαν να κάνει συνεχώς το ίδιο πράγμα, απορούσαν και προσπαθούσαν και εκείνοι με τη σειρά τους, αφού εκείνος έφευγε, να δουν και να καταλάβουν τι ήταν αυτό που του τραβούσε τόσο πολύ την προσοχή. Κοιτούσαν ...ξανακοιτούσαν ...μα δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Δεν ήταν και λίγες οι φορές, που προσπάθησαν να του μιλήσουν όσο εκείνος στεκόταν βουβός με το βλέμμα του προσηλωμένο στο γυαλί. Τον ρωτούσαν . Μα απάντηση δεν έπαιρναν. Κι όταν εκείνος ξανακατέβαζε το κεφάλι του και έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού, μαζεύονταν , τα συζητούσαν, και ρωτούσε ο ένας τον άλλον

-Μα τι κοιτάζει;
-Τι βλέπει;
-Μήπως ήταν δικό του το μαγαζί;
-Τον ήξερα τον ιδιοκτήτη. Δεν ήταν αυτός.
-Το μαγαζί είναι πολύ καιρό κλειστό.
-Η βιτρίνα είναι άδεια.
-Τι παράξενος άνθρωπος.
-Πράγματι....
Και ο καιρός περνούσε. Και τίποτα δεν άλλαζε.

Ώσπου μια μέρα, την ώρα που εκείνος έστεκε και πάλι μπροστά στο μαγαζί, μία μπάλα κύλησε στα πόδια του. Μία παιδική φωνή του τράβηξε για λίγο την προσοχή.

- Ει ...κύριε....μας πετάτε την μπάλα; Ει; ...Δεν ακούτε; ...Μπορείτε να μας πετάξετε την μπάλα;

Δε γύρισε . Τίποτα δεν έμοιαζε αρκετό για να τον κάνει να αντιδράσει.
Ένα μικρό αγόρι τον έφτασε τρέχοντας και τράβηξε την άκρη του παλτού του. Τότε εκείνος γύρισε και κοίταξε το μικρό παιδί απρόθυμα, ενοχλημένος που του χαλούσε την ησυχία του.

- Κύριε; Έι κύριε! Εσύ δεν είσαι αυτός που έρχεται κάθε μέρα και κοιτάζει την άδεια βιτρίνα;

Ξαναγύρισε αργά το βλέμμα του προς το αγόρι μα και πάλι δεν του μίλησε.
Ο μικρός όμως, δεν έδειχνε ότι θα έφευγε γρήγορα.

-Τι βλέπεις ; Θα μου πεις; Επέμεινε.

Η σιωπή του άντρα δεν τον απογοήτευσε. Παρά μόνο ...τον πείσμωσε. Από εκείνη τη μέρα και μετά, όποτε τον έβλεπε να φτάνει, άφηνε το παιχνίδι του με τους φίλους του , έτρεχε και καθόταν δίπλα στα πόδια του, κατάχαμα στο δρόμο. Άλλες φορές του μιλούσε , άλλοτε σιωπούσε κι εκείνο. Συνέχισε να τον ρωτά και να περιμένει απάντηση. Ο παράξενος άνθρωπος δεν του έδινε ποτέ σημασία. Τον άφηνε να κάθεται δίπλα του μα ποτέ δεν του είπε ούτε μία κουβέντα.

Μία μέρα ο μικρός δε φάνηκε. Εκείνος συνηθισμένος πια στην παρουσία του παιδιού δίπλα του, τον γύρεψε για λίγο σιωπηλός με τη ματιά του . Το παιδί δεν ήρθε ούτε την επόμενη. Έκανε να φανεί τρεις μέρες, κι όταν την τέταρτη έτρεξε και στρογγυλοκάθισε κοντά στον περίεργο κύριο, όπως τον έλεγε, του είπε ότι ήταν άρρωστο κι ότι η μαμά του τον κρατούσε με το ζόρι κρεβατωμένο.

-Εγώ ήθελα να έρθω να σου κάνω παρέα, αλλά η μαμά μου δε με άφηνε. -Στεναχωρήθηκες που έλειπα; -Πάλι δε μου μιλάς; -Δεν πειράζει.

-Βλέπω....παιδιά να παίζουν. Βλέπω καταπράσινα δέντρα. Βλέπω πολύχρωμα λουλούδια. Ομορφιά . Χαρά. Βλέπω όσα αγαπώ . Όσα θα ήθελα να έχω . Βλέπω ανθρώπους να γελούν . Να ζεσταίνονται στον ήλιο. Παιδιά να χαίρονται....είπε ξαφνικά ο περίεργος κύριος και ο μικρός απόμεινε να τον κοιτά με το στόμα ανοιχτό .

-Παιδιά να παίζουν; Και πράσινα δέντρα;

- Μερικές φορές βλέπω και πουλιά να πετάνε. Τα τρομάζουν τα παιδιά. Τα κυνηγούν κι εκείνα φτερουγίζουν για λίγο μα μετά από λίγο επιστρέφουν . Βλέπω την ευτυχία. Δεν μπορώ να την αγγίξω. Μας χωρίζει το γυαλί


Το αγόρι σηκώθηκε και στάθηκε δίπλα του να χαζέψει τη βιτρίνα όπως έκανε εκείνος.

-Μα ναι...έχεις δίκιο. Όλα όσα μου λες είναι πίσω από τη βιτρίνα.

Ο άντρας, έδειξε να ξαφνιάζεται με τα λόγια του μικρού παιδιού. Το κοίταξε για πρώτη φορά μέσα στα μάτια και το ρώτησε

-Πες μου. Μου λες αλήθεια; Τα βλέπεις κι εσύ;
-Αλήθεια.
-Στέκομαι τόσο καιρό εδώ και προσπαθώ να βρω τη δύναμη να..να σπάσω τη βιτρίνα. Να βρεθώ μεμιάς μέσα σε όλα αυτά που λαχταρώ. Μα φοβάμαι. Φοβάμαι ότι αν το κάνω, όλα θα εξαφανιστούν.

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη κουβέντα του και το αγόρι άρπαξε μια πέτρα και την πέταξε με δύναμη στο τζάμι ενώ την ίδια στιγμή σχεδόν, έσπρωξε τον άντρα να πέσουν κι οι δυο τους γρήγορα κάτω. Γυαλιά πετάχτηκαν παντού.

-Τι έκανες; Τον ρώτησε αναστατωμένος ενώ σηκωνόταν.
-Αυτό που φοβόσουν εσύ. Κοίτα.

Το συννεφιασμένο πρόσωπο του άντρα, μαρτυρούσε την απογοήτευσή του.
-Είχα δίκιο λοιπόν. Όλα εξαφανίστηκαν. Γιατί; Γιατί το έκανες; Ήταν η ευτυχία μου! Γιατί μου την πήρες; Φώναζε και ταρακανούσε σύγκορμο το καημένο το παιδάκι.

-Όσα λες ότι βλέπεις , όσα κοιτάς τόσο καιρό και ονειρεύεσαι είναι ακριβώς πίσω σου! Να! Κοίτα....σας χωρίζει μόνο ένας δρόμος. Γύρνα! Γύρνα που σου λέω!

Εκείνος σάστισε . Μη μπορώντας να πιστέψει αυτά που του έλεγε το μικρό αγόρι, γύρισε το κεφάλι του κατακει που του έδειχνε.
Δεν ήταν ψέμα. Όλα όσα λαχταρούσε , ήταν ακριβώς πίσω του. Μα εκείνος ποτέ δεν τα είχε δει. Πώς ήταν δυνατόν να μην τα είχε ποτέ προσέξει;
Όλα όσα ονειρευόταν και του ζέσταιναν τη ψυχή , ήταν μοναχά δύο βήματα μακριά. Ποτέ δεν τα είχε δει. Ποτέ δεν τα είχε ακούσει. Προχωρούσε πάντα με το κεφάλι σκυφτό. Πόσα πράγματα είχε χάσει... Κρατούσε την πόρτα του κλειστή και το καπέλο του κατεβασμένο. Τι κρίμα.

Το αγόρι τον τράβηξε με δύναμη από το χέρι και έτρεξαν μαζί στην απέναντι πλευρά. Πέρασαν τον δρόμο .
Ο ήλιος κόντευε να δύσει και ο μικρός ήξερε ότι σε λίγο ο φίλος του θα έφευγε.
-Μη φύγεις ! Σε παρακαλώ. Σήμερα μείνε λίγο παραπάνω κι ας είναι αργά.
-Ποτέ δεν είναι αργά......ψιθύρισε ο περίεργος κύριος και πήρε το καπέλο στα χέρια του.


Νέλλυ Νέζη 9/2/2009
απο http://nellinezi.blogspot.com/