.....Ενώ το ελληνικό έθνος συρρικνωνόταν ακατάπαυστα για να συμπέσει με
ένα κράτος, του οποίου τα σύνορα είχαν ουσιαστικά διαμορφωθεί ήδη
από το 1913, η Τουρκία διήνυσε τον αντίθετο ακριβώς δρόμο: τα σύνορα
του οθωμανικού κράτους συρρικνώθηκαν για να συμπέσουν λίγο-πολύ,
την επαύριο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με τα σύνορα, μέσα στα
όποια όφειλε να ζήσει στο έξης το τουρκικό έθνος. Χάρη στη μεγάλη
προσωπικότητα του Κεμάλ, η απότομη και οδυνηρή αυτή μετάβαση όχι
μόνο δεν συνεπέφερε τον πολιτικό κατακερματισμό, αλλά απεναντίας
συνδέθηκε μ' ένα μεταρρυθμιστικό έργο, μ' ένα νέο αίσθημα ανάτασης
καί με μια νέα συλλογική μυθολογία, απ' όπου η Τουρκία μπορεί ν'
αντλεί άμεσα ακόμα και σήμερα, πάνω από μισόν αιώνα αργότερα. Από
την άλλη μεριά, παρέμειναν ενεργά ζωτικά κατάλοιπα οθωμανισμού,
διάχυτα και από καιρό σε καιρό πιεστικά ρεύματα μουσουλμανικού
λαϊκισμού, προβλήματα μειονοτήτων, ανισομέρειες περιφερειακές καί
αγκυλώσεις κοινωνικές - και όλα αυτά συνιστούσαν και συνιστούν ένα
αντιφατικό πλέγμα. Θα ήταν όμως μεγάλο λάθος να θεωρήσει κανείς τις
εσωτερικές αντιφάσεις και διαμάχες, που σημαδεύουν βαθιά το τουρκικό
έθνος, ως παράγοντα με αναγκαστικά αρνητική επίδραση πάνω στο
γεωπολιτικό του δυναμικό. Ο Machiavelli, που ασφαλώς κάτι εγνώριζε
από πολιτική, υπογράμμιζε ότι την αδιάκοπη επέκταση της Ρώμης προς
τα έξω την προκαλούσαν οι συνεχείς διενέξεις μεταξύ πληβείων και
πατρικίων στο εσωτερικό, ακριβώς δηλαδή ό,τι θα μπορούσε να
θεωρηθεί η αγιάτρευτη πληγή της πόλης. Ώστε οι εσωτερικές τριβές και
αντιφάσεις σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις θέτουν σε κίνηση μια
χειμαρρώδη επεκτατική ορμή. Αν αυτό γίνει πράγματι, τότε ό,τι στα
προκατειλημμένα μάτια των «εκσυγχρονισμένων» και «πολιτισμένων»
«δημοκρατών» εμφανίζεται ως «υπανάπτυξη» καί άρνηση της
«κοινωνίας των πολιτών», μεταβάλλεται σε ιδεώδες μίγμα για την
άσκηση επιθετικής εξωτερικής πολιτικής με όλα τα μέσα. Μάζες
μισοχορτασμένων ή μισοπεινασμένων, ικανών να φανατισθούν και να
πεθάνουν, ζυμωμένων ακόμα με τις πατριαρχικές αξίες - μάζες τέτοιες,
καθοδηγούμενες από ξεσκολισμένες, μακροπρόθεσμα και ψυχρά
σκεπτόμενες διπλωματικές και στρατιωτικές ελίτ, αποτελούν όργανο
επέκτασης πολύ προσφυέστερο από ένα πλαδαρό κοινωνικό σώμα
αιωρούμενο γύρω από τον μέσο όρο μιας γενικής ευημερίας, όπου
ύψιστη αποστολή της πολιτικής ηγεσίας είναι ακριβώς να εγγυάται τη
διατήρηση αυτού του μέσου όρου και αυτής της πλαδαρότητας. Σε σχέση
με τη σημερινή Τουρκία, είναι πρακτικά αδιάφορο σε ποιο χωνευτήρι θα
συντηχθούν οι αντιφάσεις, σε ποια κοίτη θα μπούν και με ποια πρόσημα
θα προβάλουν, αν δηλαδή θα πάρουν μάλλον ισλαμική, μάλλον
στρατιωτικοκεμαλική ή μάλλον οικονομικοπολιτική («δυτική») χροιά.
Μπροστά στην επεκτατική εκδίπλωση του γεωπολιτικού δυναμικού όλα
αυτά είναι επιφανειακά και συμβεβηκότα, πολύ περισσότερο γιατί, όποια
ελίτ κι αν πάρει στα χέρια της μακροπρόθεσμα τα ηνία, για να
προσελκύσει κατά το δυνατόν ευρύτερες μάζες θα καταφύγει σ’ έναν
ελαστικό ιδεολογικό εκλεκτισμό. Οι «κεμαλιστές» στρατιωτικοί, oι
οποίοι το 1997 καταπολεμούν τον «ισλαμισμό» φοβούμενοι ότι δεν
μπορούν πλέον να τον ελέγξουν, ενθάρρυναν μετά το πραξικόπημα του
1980 μετριοπαθείς θρησκευτικές τάσεις θέλοντας να τίς
χρησιμοποιήσουν ως αντίβαρο εναντίον του αριστερού ριζοσπαστισμού·
το ίδιο έκανε κι ο πρωθυπουργός Οζάλ λίγο αργότερα, παρά τον κατά τα
αλλά φιλελεύθερο-οικονομιστικό προσανατολισμό του.
Γενικά, οι εσωτερικές αντιφάσεις επιδρούν παραλυτικά στους
ανίσχυρους , ενώ αποδεσμεύουν επεκτατικές δυνάμεις σε όσους έχουν εκ
των πραγμάτων ένα τέτοιο γεωπολιτικό δυναμικό, ώστε δεν τους
απομένει παρά το άλμα ή η φυγή προς τα εμπρός. Με άλλα λόγια: τα
βαθύτερα στρώματα της ιστορικής και κοινωνικής ύπαρξης ενός
συλλογικού υποκειμένου προσδιορίζουν το πώς θα λειτουργήσουν oι
εσωτερικές του αντιφάσεις. Στη σημερινή Τουρκία δρούν αχαλίνωτες
στοιχειακές δυνάμεις, που ωθούν τις εσωτερικές αντιφάσεις προς την
επέκταση. Και πρώτη ανάμεσά τους είναι η πληθυσμιακή έκρηξη, της
οποίας τα βασικά δεδομένα θα συγκεφαλαιώσουμε στη διαχρονική τους
εξέλιξη και σε αντιπαράθεση με τα αντίστοιχα ελληνικά. Λίγο μετά την
εγκατάσταση της Τουρκίας και της Ελλάδας στα σημερινά τους περίπου
σύνορα και επίσης μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών η Ελλάδα είχε
6.200.000 κατοίκους (απογραφή 1928) και η Τουρκία 13.600.000
(απογραφή 1927), ήτοι πάνω-κάτω τους διπλάσιους. Μόλις σε διάστημα
μιας γενεάς η διαφορά αυτή διπλασιάστηκε: η Ελλάδα είχε πληθυσμό
8.400.000 κατοίκων (απογραφή 1961) και η Τουρκία 31.100.000
(απογραφή 1964), ήτοι σχεδόν τετραπλάσιο. Μετά από μίαν ακόμη γενεά
η Ελλάδα έχει πληθυσμό 10.200.000 (απογραφή 1991), ενώ η Τουρκία
έχει ξεπεράσει τα 62.000.000: η διαφορά έχει περάσει το εξαπλάσιο, και
ακόμα κρισιμότερη είναι η διαφορά των ρυθμών της αύξησης. Ενώ στην
Ελλάδα η δημογραφική απίσχνανση καθίσταται ενδημικό φαινόμενο με
ήδη αισθητές συνέπειες για την οικονομία και την άμυνα, στην Τουρκία
ο πληθυσμός αυξάνεται τουλάχιστον κατά 2% τον χρόνο (το 1993 π.χ. oι
γεννήσεις ήσαν το 2,7% επί του συνόλου και οι θάνατοι το 0,7%. Έτσι,
από τους 56.500.000 κατοίκους της απογραφής του 1990 φτάσαμε στους
σημερινούς 61-62.000.000). Αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο προστίθενται
πάνω από 1.000.000 άνθρωποι στο ενεργητικό της χώρας - μια ολόκληρη
Ελλάδα κάθε 7-8 χρόνια! Γύρω στο 2020 η Τουρκία θα έχει φτάσει ή και
ξεπεράσει τα 100.000.000, δηλαδή το σημερινό εξαπλάσιο θα έχει γίνει
δεκαπλάσιο, ενώ παράλληλα η Ελλάδα, έχοντας μετατραπεί εν τω μεταξύ
πλήρως σε χώρα ηλικιωμένων, θα δέχεται ισχυρότατη δημογραφική
πίεση και από μίαν άλλη, όχι οπωσδήποτε φιλική πλευρά. Ο αλβανικός
πληθυσμός, ο οποίος σήμερα αριθμεί συνολικά σχεδόν 6.000.000 στην
Αλβανία, στο Κοσσυφοπέδιο, στο Μαυροβούνιο και στην πρώην
Jημοκρατία της Μακεδονίας, θα έχει γίνει τουλάχιστον ισάριθμος με τον
ελληνικό πληθυσμό· η Αλβανία είναι άλλωστε η μόνη ευρωπαϊκή χώρα,
της οποίας ο πληθυσμός μεταπολεμικά σχεδόν τριπλασιάστηκε,
περνώντας από 1.250.000 το 1945 σε 3.400.000 σήμερα......
ΥΓ αργοτερα η συνεχεια για την Τουρκια αλλα και οι πιθανοτητες να κερδισουμε εναν ελληνοτουρκικο πολεμο.
ένα κράτος, του οποίου τα σύνορα είχαν ουσιαστικά διαμορφωθεί ήδη
από το 1913, η Τουρκία διήνυσε τον αντίθετο ακριβώς δρόμο: τα σύνορα
του οθωμανικού κράτους συρρικνώθηκαν για να συμπέσουν λίγο-πολύ,
την επαύριο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με τα σύνορα, μέσα στα
όποια όφειλε να ζήσει στο έξης το τουρκικό έθνος. Χάρη στη μεγάλη
προσωπικότητα του Κεμάλ, η απότομη και οδυνηρή αυτή μετάβαση όχι
μόνο δεν συνεπέφερε τον πολιτικό κατακερματισμό, αλλά απεναντίας
συνδέθηκε μ' ένα μεταρρυθμιστικό έργο, μ' ένα νέο αίσθημα ανάτασης
καί με μια νέα συλλογική μυθολογία, απ' όπου η Τουρκία μπορεί ν'
αντλεί άμεσα ακόμα και σήμερα, πάνω από μισόν αιώνα αργότερα. Από
την άλλη μεριά, παρέμειναν ενεργά ζωτικά κατάλοιπα οθωμανισμού,
διάχυτα και από καιρό σε καιρό πιεστικά ρεύματα μουσουλμανικού
λαϊκισμού, προβλήματα μειονοτήτων, ανισομέρειες περιφερειακές καί
αγκυλώσεις κοινωνικές - και όλα αυτά συνιστούσαν και συνιστούν ένα
αντιφατικό πλέγμα. Θα ήταν όμως μεγάλο λάθος να θεωρήσει κανείς τις
εσωτερικές αντιφάσεις και διαμάχες, που σημαδεύουν βαθιά το τουρκικό
έθνος, ως παράγοντα με αναγκαστικά αρνητική επίδραση πάνω στο
γεωπολιτικό του δυναμικό. Ο Machiavelli, που ασφαλώς κάτι εγνώριζε
από πολιτική, υπογράμμιζε ότι την αδιάκοπη επέκταση της Ρώμης προς
τα έξω την προκαλούσαν οι συνεχείς διενέξεις μεταξύ πληβείων και
πατρικίων στο εσωτερικό, ακριβώς δηλαδή ό,τι θα μπορούσε να
θεωρηθεί η αγιάτρευτη πληγή της πόλης. Ώστε οι εσωτερικές τριβές και
αντιφάσεις σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις θέτουν σε κίνηση μια
χειμαρρώδη επεκτατική ορμή. Αν αυτό γίνει πράγματι, τότε ό,τι στα
προκατειλημμένα μάτια των «εκσυγχρονισμένων» και «πολιτισμένων»
«δημοκρατών» εμφανίζεται ως «υπανάπτυξη» καί άρνηση της
«κοινωνίας των πολιτών», μεταβάλλεται σε ιδεώδες μίγμα για την
άσκηση επιθετικής εξωτερικής πολιτικής με όλα τα μέσα. Μάζες
μισοχορτασμένων ή μισοπεινασμένων, ικανών να φανατισθούν και να
πεθάνουν, ζυμωμένων ακόμα με τις πατριαρχικές αξίες - μάζες τέτοιες,
καθοδηγούμενες από ξεσκολισμένες, μακροπρόθεσμα και ψυχρά
σκεπτόμενες διπλωματικές και στρατιωτικές ελίτ, αποτελούν όργανο
επέκτασης πολύ προσφυέστερο από ένα πλαδαρό κοινωνικό σώμα
αιωρούμενο γύρω από τον μέσο όρο μιας γενικής ευημερίας, όπου
ύψιστη αποστολή της πολιτικής ηγεσίας είναι ακριβώς να εγγυάται τη
διατήρηση αυτού του μέσου όρου και αυτής της πλαδαρότητας. Σε σχέση
με τη σημερινή Τουρκία, είναι πρακτικά αδιάφορο σε ποιο χωνευτήρι θα
συντηχθούν οι αντιφάσεις, σε ποια κοίτη θα μπούν και με ποια πρόσημα
θα προβάλουν, αν δηλαδή θα πάρουν μάλλον ισλαμική, μάλλον
στρατιωτικοκεμαλική ή μάλλον οικονομικοπολιτική («δυτική») χροιά.
Μπροστά στην επεκτατική εκδίπλωση του γεωπολιτικού δυναμικού όλα
αυτά είναι επιφανειακά και συμβεβηκότα, πολύ περισσότερο γιατί, όποια
ελίτ κι αν πάρει στα χέρια της μακροπρόθεσμα τα ηνία, για να
προσελκύσει κατά το δυνατόν ευρύτερες μάζες θα καταφύγει σ’ έναν
ελαστικό ιδεολογικό εκλεκτισμό. Οι «κεμαλιστές» στρατιωτικοί, oι
οποίοι το 1997 καταπολεμούν τον «ισλαμισμό» φοβούμενοι ότι δεν
μπορούν πλέον να τον ελέγξουν, ενθάρρυναν μετά το πραξικόπημα του
1980 μετριοπαθείς θρησκευτικές τάσεις θέλοντας να τίς
χρησιμοποιήσουν ως αντίβαρο εναντίον του αριστερού ριζοσπαστισμού·
το ίδιο έκανε κι ο πρωθυπουργός Οζάλ λίγο αργότερα, παρά τον κατά τα
αλλά φιλελεύθερο-οικονομιστικό προσανατολισμό του.
Γενικά, οι εσωτερικές αντιφάσεις επιδρούν παραλυτικά στους
ανίσχυρους , ενώ αποδεσμεύουν επεκτατικές δυνάμεις σε όσους έχουν εκ
των πραγμάτων ένα τέτοιο γεωπολιτικό δυναμικό, ώστε δεν τους
απομένει παρά το άλμα ή η φυγή προς τα εμπρός. Με άλλα λόγια: τα
βαθύτερα στρώματα της ιστορικής και κοινωνικής ύπαρξης ενός
συλλογικού υποκειμένου προσδιορίζουν το πώς θα λειτουργήσουν oι
εσωτερικές του αντιφάσεις. Στη σημερινή Τουρκία δρούν αχαλίνωτες
στοιχειακές δυνάμεις, που ωθούν τις εσωτερικές αντιφάσεις προς την
επέκταση. Και πρώτη ανάμεσά τους είναι η πληθυσμιακή έκρηξη, της
οποίας τα βασικά δεδομένα θα συγκεφαλαιώσουμε στη διαχρονική τους
εξέλιξη και σε αντιπαράθεση με τα αντίστοιχα ελληνικά. Λίγο μετά την
εγκατάσταση της Τουρκίας και της Ελλάδας στα σημερινά τους περίπου
σύνορα και επίσης μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών η Ελλάδα είχε
6.200.000 κατοίκους (απογραφή 1928) και η Τουρκία 13.600.000
(απογραφή 1927), ήτοι πάνω-κάτω τους διπλάσιους. Μόλις σε διάστημα
μιας γενεάς η διαφορά αυτή διπλασιάστηκε: η Ελλάδα είχε πληθυσμό
8.400.000 κατοίκων (απογραφή 1961) και η Τουρκία 31.100.000
(απογραφή 1964), ήτοι σχεδόν τετραπλάσιο. Μετά από μίαν ακόμη γενεά
η Ελλάδα έχει πληθυσμό 10.200.000 (απογραφή 1991), ενώ η Τουρκία
έχει ξεπεράσει τα 62.000.000: η διαφορά έχει περάσει το εξαπλάσιο, και
ακόμα κρισιμότερη είναι η διαφορά των ρυθμών της αύξησης. Ενώ στην
Ελλάδα η δημογραφική απίσχνανση καθίσταται ενδημικό φαινόμενο με
ήδη αισθητές συνέπειες για την οικονομία και την άμυνα, στην Τουρκία
ο πληθυσμός αυξάνεται τουλάχιστον κατά 2% τον χρόνο (το 1993 π.χ. oι
γεννήσεις ήσαν το 2,7% επί του συνόλου και οι θάνατοι το 0,7%. Έτσι,
από τους 56.500.000 κατοίκους της απογραφής του 1990 φτάσαμε στους
σημερινούς 61-62.000.000). Αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο προστίθενται
πάνω από 1.000.000 άνθρωποι στο ενεργητικό της χώρας - μια ολόκληρη
Ελλάδα κάθε 7-8 χρόνια! Γύρω στο 2020 η Τουρκία θα έχει φτάσει ή και
ξεπεράσει τα 100.000.000, δηλαδή το σημερινό εξαπλάσιο θα έχει γίνει
δεκαπλάσιο, ενώ παράλληλα η Ελλάδα, έχοντας μετατραπεί εν τω μεταξύ
πλήρως σε χώρα ηλικιωμένων, θα δέχεται ισχυρότατη δημογραφική
πίεση και από μίαν άλλη, όχι οπωσδήποτε φιλική πλευρά. Ο αλβανικός
πληθυσμός, ο οποίος σήμερα αριθμεί συνολικά σχεδόν 6.000.000 στην
Αλβανία, στο Κοσσυφοπέδιο, στο Μαυροβούνιο και στην πρώην
Jημοκρατία της Μακεδονίας, θα έχει γίνει τουλάχιστον ισάριθμος με τον
ελληνικό πληθυσμό· η Αλβανία είναι άλλωστε η μόνη ευρωπαϊκή χώρα,
της οποίας ο πληθυσμός μεταπολεμικά σχεδόν τριπλασιάστηκε,
περνώντας από 1.250.000 το 1945 σε 3.400.000 σήμερα......
ΥΓ αργοτερα η συνεχεια για την Τουρκια αλλα και οι πιθανοτητες να κερδισουμε εναν ελληνοτουρκικο πολεμο.
Σχόλια