απο την αυριανη Καθημερινη.
Tου Γιωργου Παγουλατου*
«Ενήργησα έτσι, γιατί στα νησάκια μας εμάθαμεν πως τον συνεργάτη σου, όταν μάλιστα είναι και παιδικός φίλος σου, δεν τον απαρνιέσαι αβασάνιστα, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται για σένα», είπε ο τ. υπουργός κ. Αριστοτέλης Παυλίδης, εξηγώντας γιατί συνέχισε να κρατά δίπλα του υπό επίσημη ιδιότητα τον διωκόμενο για κακουργηματική εκβίαση και δωροληψία διευθυντή του πολιτικού του γραφείου. Λέγοντας αυτά, ο τ. υπουργός απέδειξε ότι είναι δυνατόν μια δικαιολογία να είναι χειρότερη από το ίδιο το ατόπημα που προσπαθεί να δικαιολογήσει.
Δεν είναι μόνο η απουσία οποιασδήποτε απολογητικότητας, η προσχηματική επίκληση ενός τάχα υπέρτερου ηθικού κώδικα, ο επιτηδευμένος συναισθηματισμός, η προσποίηση της αυταπάρνησης («με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται»), που προκαλούν τη νοημοσύνη και την αισθητική του πολίτη. Δεν είναι μόνο ο σκανδαλώδης λογαριασμός που πληρώνουμε ως φορολογούμενοι για τα νησιώτικα χουβαρνταλίκια του υπουργείου (από 12 εκατομμύρια ευρώ το 2002, οι επιδοτήσεις των άγονων γραμμών ανήλθαν σε 50 εκατομμύρια το 2007 και προβλέπεται να πάνε στα 70 εκατομμύρια φέτος – βλ. Μπ. Παπαδημητρίου, «Καθημερινή» 24/8/2008). Δεν είναι μόνο τα αμαρτωλά προηγηθέντα και συμπαρομαρτούντα: οι στιβάδες της πολιτικοδικαστικής συγκάλυψης που κράτησαν τη σοβαρότατη αυτή υπόθεση εκτός της συνταγματικά προβλεπόμενης κοινοβουλευτικής διαδικασίας περί ποινικής ευθύνης υπουργών...
Είναι όλα αυτά και κάτι παραπάνω. Πέραν της καταγγελλόμενης διαφθοράς, που η βασιμότητά της μένει να αποδειχθεί, η πεποίθηση του τ. υπουργού ότι μπορεί να δικαιολογεί δημόσιες ενέργειες επικαλούμενος προσωπικές σχέσεις είναι αποκαλυπτική. Κυβερνιόμαστε από ανθρώπους που, κατά ομολογία τους, αδυνατούν να ξεχωρίσουν την ιδιωτική από τη δημόσια σφαίρα, τον ηθικό κώδικα της αφοσίωσης στον «κοντοχωριανό», τον «μπατζανάκη», τον «κολλητό», από τους δεοντολογικούς κανόνες της διακυβέρνησης.
Στο σημαντικό βιβλίο του Spheres of Justice (1983), ο Αμερικανός φιλόσοφος Michael Walzer εξηγεί ότι μια πλουραλιστική κοινωνία απαρτίζεται από διαφορετικές σφαίρες κοινωνικής ζωής, που η καθεμία διέπεται από τη δική της κανονιστική αντίληψη περί δικαίου και ηθικής. Οχι μόνο οι αξίες που κυριαρχούν σε κάθε κοινωνική σφαίρα είναι διαφορετικές, αλλά τα ίδια άτομα συνήθως λειτουργούν ταυτόχρονα σε διαφορετικές σφαίρες. Και αυτό επιτάσσει επίγνωση των ορίων. «Είναι παλιός μου φίλος», «πρέπει να φροντίσω τα γεράματά μου», «έχω κόρη της παντρειάς», συνιστούν θεμιτή δικαιολόγηση προσωπικών και επαγγελματικών επιλογών, αλλά η επίκλησή τους κατά την άσκηση δημόσιας διακυβέρνησης είναι πρόδηλα απαράδεκτη. Ο,τι είναι ηθικά αποδεκτό στην ιδιωτική σφαίρα δεν είναι εξίσου αποδεκτό και στη δημόσια.
Η διάκριση του Walzer δεν απέχει από το γενικό περί δικαίου αίσθημα της κοινωνίας. Θεωρούμε θεμιτό ένας επιχειρηματίας να επιδιώκει τη μεγιστοποίηση του κέρδους του στην αγορά, αλλά όχι και απέναντι στους δικούς του ανθρώπους. Δεν αρνούμαστε σε ένα δημόσιο λειτουργό το δικαίωμα να φροντίζει την οικογένεια, τους φίλους ή τα περιουσιακά του συμφέροντα, αρκεί αυτό να μην εμπλέκεται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Και αναγνωρίζουμε διαισθητικά τις παραβιάσεις των ορίων: όταν στη σφαίρα της διακυβέρνησης εισέρχονται οι νόρμες της αγοράς, τότε συνήθως μιλάμε για διαφθορά, όταν εισάγονται οι νόρμες της οικογένειας, για νεποτισμό.
Αυτή η προσέγγιση διαφοροποιείται από την ισοπεδωτική θεώρηση ότι πάντοτε και παντού τα άτομα δρουν μονοσήμαντα για το στενό ατομικό τους συμφέρον. Λειτουργώντας σε διαφορετικές σφαίρες, οι άνθρωποι έχουν ένα ηθικό ρεπερτόριο ευρύτερο από τη θεμιτή ιδιοτέλεια που επιδεικνύουν στη σφαίρα της αγοράς: εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος στην πολιτική, αλληλεγγύη στη σφαίρα του κοινωνικού εθελοντισμού, αυταπάρνηση στην οικογενειακή σφαίρα. Συχνά, πρόκειται για τα ίδια άτομα, υπό διαφορετικές όμως ιδιότητες.
Επομένως, το να επικαλείσαι την προσωπική σου φιλία ως δικαιολογία για μια πράξη διακυβέρνησης (που οφείλει εξ ορισμού να λογοδοτεί αποκλειστικά στη δημόσια ηθική του γενικού συμφέροντος), υποδεικνύει μια ηθική ανωριμότητα αντίστοιχη με το να ανατρέφεις τα παιδιά σου με γνώμονα πώς εσύ θα βγάλεις περισσότερα λεφτά!
Είναι ένδειξη θεσμικής υστέρησης μιας κοινωνίας και υπανάπτυκτης πολιτικής παιδείας των πολιτικών μας, η αδυναμία διάκρισης των διαφορετικών κοινωνικών σφαιρών. Αυτή η ποιοτική υπανάπτυξη αποτυπώνεται στον πολιτικό που πολιτεύεται σαν στενός τοπάρχης ή σαν οικογενειάρχης που πασχίζει να βολέψει τα παιδιά του, στον δικαστή που διαχειρίζεται δημόσια εξουσία σαν επιχειρηματίας, στον κρατικοδίαιτο επιχειρηματία που λειτουργεί σαν προέκταση του πολιτικού του πάτρωνα. Αποτυπώνεται, επίσης, στον πολίτη που προσεγγίζει τον δημόσιο υπάλληλο έτοιμος να συναλλαγεί ή έστω να δηλώσει «πατριωτάκι», προκειμένου να εξυπηρετηθεί...
Γιατί να εκπλήσσει επομένως το ότι, σύμφωνα με τη Διεθνή Διαφάνεια, 27% των Ελλήνων το 2007 (έναντι 11% το 2004) ομολογούν ότι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν; (Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. το 2007 είναι μόλις 5%). Αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί, όπως η επιτροπή GRECO του Συμβουλίου της Ευρώπης, αξιολογούν την Ελλάδα ως ουραγό στα θεσμικά εργαλεία καταπολέμησης της διαφθοράς, επισημαίνοντας την ανεπαρκή προστασία όσων καταγγέλλουν πράξεις δωροληψίας και την ελλιπέστατη δικαστική διερεύνηση υποθέσεων δωροδοκιών. «Εμείς όμως εδώ δεν απαρνιόμαστε τους παιδικούς μας φίλους», θα απαντούσε περήφανα ο ντερμπεντέρης υπουργός, υπό τα χειροκροτήματα των συντοπιτών του.
* Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Tου Γιωργου Παγουλατου*
«Ενήργησα έτσι, γιατί στα νησάκια μας εμάθαμεν πως τον συνεργάτη σου, όταν μάλιστα είναι και παιδικός φίλος σου, δεν τον απαρνιέσαι αβασάνιστα, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται για σένα», είπε ο τ. υπουργός κ. Αριστοτέλης Παυλίδης, εξηγώντας γιατί συνέχισε να κρατά δίπλα του υπό επίσημη ιδιότητα τον διωκόμενο για κακουργηματική εκβίαση και δωροληψία διευθυντή του πολιτικού του γραφείου. Λέγοντας αυτά, ο τ. υπουργός απέδειξε ότι είναι δυνατόν μια δικαιολογία να είναι χειρότερη από το ίδιο το ατόπημα που προσπαθεί να δικαιολογήσει.
Δεν είναι μόνο η απουσία οποιασδήποτε απολογητικότητας, η προσχηματική επίκληση ενός τάχα υπέρτερου ηθικού κώδικα, ο επιτηδευμένος συναισθηματισμός, η προσποίηση της αυταπάρνησης («με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται»), που προκαλούν τη νοημοσύνη και την αισθητική του πολίτη. Δεν είναι μόνο ο σκανδαλώδης λογαριασμός που πληρώνουμε ως φορολογούμενοι για τα νησιώτικα χουβαρνταλίκια του υπουργείου (από 12 εκατομμύρια ευρώ το 2002, οι επιδοτήσεις των άγονων γραμμών ανήλθαν σε 50 εκατομμύρια το 2007 και προβλέπεται να πάνε στα 70 εκατομμύρια φέτος – βλ. Μπ. Παπαδημητρίου, «Καθημερινή» 24/8/2008). Δεν είναι μόνο τα αμαρτωλά προηγηθέντα και συμπαρομαρτούντα: οι στιβάδες της πολιτικοδικαστικής συγκάλυψης που κράτησαν τη σοβαρότατη αυτή υπόθεση εκτός της συνταγματικά προβλεπόμενης κοινοβουλευτικής διαδικασίας περί ποινικής ευθύνης υπουργών...
Είναι όλα αυτά και κάτι παραπάνω. Πέραν της καταγγελλόμενης διαφθοράς, που η βασιμότητά της μένει να αποδειχθεί, η πεποίθηση του τ. υπουργού ότι μπορεί να δικαιολογεί δημόσιες ενέργειες επικαλούμενος προσωπικές σχέσεις είναι αποκαλυπτική. Κυβερνιόμαστε από ανθρώπους που, κατά ομολογία τους, αδυνατούν να ξεχωρίσουν την ιδιωτική από τη δημόσια σφαίρα, τον ηθικό κώδικα της αφοσίωσης στον «κοντοχωριανό», τον «μπατζανάκη», τον «κολλητό», από τους δεοντολογικούς κανόνες της διακυβέρνησης.
Στο σημαντικό βιβλίο του Spheres of Justice (1983), ο Αμερικανός φιλόσοφος Michael Walzer εξηγεί ότι μια πλουραλιστική κοινωνία απαρτίζεται από διαφορετικές σφαίρες κοινωνικής ζωής, που η καθεμία διέπεται από τη δική της κανονιστική αντίληψη περί δικαίου και ηθικής. Οχι μόνο οι αξίες που κυριαρχούν σε κάθε κοινωνική σφαίρα είναι διαφορετικές, αλλά τα ίδια άτομα συνήθως λειτουργούν ταυτόχρονα σε διαφορετικές σφαίρες. Και αυτό επιτάσσει επίγνωση των ορίων. «Είναι παλιός μου φίλος», «πρέπει να φροντίσω τα γεράματά μου», «έχω κόρη της παντρειάς», συνιστούν θεμιτή δικαιολόγηση προσωπικών και επαγγελματικών επιλογών, αλλά η επίκλησή τους κατά την άσκηση δημόσιας διακυβέρνησης είναι πρόδηλα απαράδεκτη. Ο,τι είναι ηθικά αποδεκτό στην ιδιωτική σφαίρα δεν είναι εξίσου αποδεκτό και στη δημόσια.
Η διάκριση του Walzer δεν απέχει από το γενικό περί δικαίου αίσθημα της κοινωνίας. Θεωρούμε θεμιτό ένας επιχειρηματίας να επιδιώκει τη μεγιστοποίηση του κέρδους του στην αγορά, αλλά όχι και απέναντι στους δικούς του ανθρώπους. Δεν αρνούμαστε σε ένα δημόσιο λειτουργό το δικαίωμα να φροντίζει την οικογένεια, τους φίλους ή τα περιουσιακά του συμφέροντα, αρκεί αυτό να μην εμπλέκεται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Και αναγνωρίζουμε διαισθητικά τις παραβιάσεις των ορίων: όταν στη σφαίρα της διακυβέρνησης εισέρχονται οι νόρμες της αγοράς, τότε συνήθως μιλάμε για διαφθορά, όταν εισάγονται οι νόρμες της οικογένειας, για νεποτισμό.
Αυτή η προσέγγιση διαφοροποιείται από την ισοπεδωτική θεώρηση ότι πάντοτε και παντού τα άτομα δρουν μονοσήμαντα για το στενό ατομικό τους συμφέρον. Λειτουργώντας σε διαφορετικές σφαίρες, οι άνθρωποι έχουν ένα ηθικό ρεπερτόριο ευρύτερο από τη θεμιτή ιδιοτέλεια που επιδεικνύουν στη σφαίρα της αγοράς: εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος στην πολιτική, αλληλεγγύη στη σφαίρα του κοινωνικού εθελοντισμού, αυταπάρνηση στην οικογενειακή σφαίρα. Συχνά, πρόκειται για τα ίδια άτομα, υπό διαφορετικές όμως ιδιότητες.
Επομένως, το να επικαλείσαι την προσωπική σου φιλία ως δικαιολογία για μια πράξη διακυβέρνησης (που οφείλει εξ ορισμού να λογοδοτεί αποκλειστικά στη δημόσια ηθική του γενικού συμφέροντος), υποδεικνύει μια ηθική ανωριμότητα αντίστοιχη με το να ανατρέφεις τα παιδιά σου με γνώμονα πώς εσύ θα βγάλεις περισσότερα λεφτά!
Είναι ένδειξη θεσμικής υστέρησης μιας κοινωνίας και υπανάπτυκτης πολιτικής παιδείας των πολιτικών μας, η αδυναμία διάκρισης των διαφορετικών κοινωνικών σφαιρών. Αυτή η ποιοτική υπανάπτυξη αποτυπώνεται στον πολιτικό που πολιτεύεται σαν στενός τοπάρχης ή σαν οικογενειάρχης που πασχίζει να βολέψει τα παιδιά του, στον δικαστή που διαχειρίζεται δημόσια εξουσία σαν επιχειρηματίας, στον κρατικοδίαιτο επιχειρηματία που λειτουργεί σαν προέκταση του πολιτικού του πάτρωνα. Αποτυπώνεται, επίσης, στον πολίτη που προσεγγίζει τον δημόσιο υπάλληλο έτοιμος να συναλλαγεί ή έστω να δηλώσει «πατριωτάκι», προκειμένου να εξυπηρετηθεί...
Γιατί να εκπλήσσει επομένως το ότι, σύμφωνα με τη Διεθνή Διαφάνεια, 27% των Ελλήνων το 2007 (έναντι 11% το 2004) ομολογούν ότι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν; (Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. το 2007 είναι μόλις 5%). Αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί, όπως η επιτροπή GRECO του Συμβουλίου της Ευρώπης, αξιολογούν την Ελλάδα ως ουραγό στα θεσμικά εργαλεία καταπολέμησης της διαφθοράς, επισημαίνοντας την ανεπαρκή προστασία όσων καταγγέλλουν πράξεις δωροληψίας και την ελλιπέστατη δικαστική διερεύνηση υποθέσεων δωροδοκιών. «Εμείς όμως εδώ δεν απαρνιόμαστε τους παιδικούς μας φίλους», θα απαντούσε περήφανα ο ντερμπεντέρης υπουργός, υπό τα χειροκροτήματα των συντοπιτών του.
* Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Σχόλια