Αν και ένα ελάχιστο τμήμα των Σκοπίων ανήκε στην αρχαία Μακεδονία οι Σλάβοι σκοπιανοί έφτασαν εκεί τον 6ο μ.Χ. αιώνα.

Αποτέλεσμα εικόνας για σκοπια αγαλμα μεγαλου αλεξανδρου




Η Γιουγκοσλαβική Στρατιωτική Εγκυκλοπαίδεια κατατάσσει τους προγόνους της πλειονότητας των σημερινών κατοίκων της πΓΔΜ ως Σλάβους, ανθρώπους των πρώτων Σλαβικών φυλών: Βερζήτες, Σαγουδάτες, Στρουμιάνοι και άλλοι, οι οποίοι κατέφτασαν στην περιοχή τον 6ο μ.Χ. αιώνα. 

Στην περιοχή της Αχρίδας κατέφθασε η Σλαβική φυλή των Βερζητών και εποίκησε τις σημερινές πόλεις της Αχρίδας, Καβανταρτσίου, Πρίλαπου, Μοναστηρίου και Δίβρης και όλη την περιοχή που αυτές περιβάλλουν. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς άρχισαν να αποκαλούν αυτήν την περιοχή Σκλαβηνία. 




Στο κέντρο της σημερινής πΓΔΜ εγκαταστάθηκαν οι σλάβοι Σαγουδάτες εποικίζοντας την περιοχή κατά μήκος του ποταμού Μπρεγκάλνιτσα (Καμένιτσα, Κότσανη, Βίνιτσα, Στιπ) και τις δυτικές, προς το νότο, όχθες του ποταμού Βαρδάρη (Αξιού). 

Στην ανατολική πλευρά της χώρας εγκαταστάθηκαν οι Στρουμνιάνοι. Η σλαβική αυτή φυλή πήρε το όνομα της από τον ποταμό Στρούμιτσα (Στρωμνιτσιώτης), εποίκησε τη Στρώμνιτσα και όλη την ανατολική περιοχή.

Υπό τη βασιλεία του Χαν των Βουλγάρων Πρεσιάν (836-852) η Βουλγαρία φάνηκε να επεκτείνεται ελέγχοντας πλέον πολλές Σλαβικές φυλές που ζούσαν στην περιοχή της πΓΔΜ. 

Οι Σλάβοι της περιοχής δέχτηκαν το Χριστιανισμό ως δική τους θρησκεία γύρω στον 9ο αιώνα, όταν Τσάρος της Βουλγαρίας ήταν ο Μπόρις Α'.

Το 1014, ο βυζαντινός Αυτοκράτορας Βασίλειος Β' νίκησε το στρατό του Τσάρου Σαμουήλ της Βουλγαρίας και το 1018 οι Βυζαντινοί ανέκτησαν τον έλεγχο της περιοχής (και όλων των Βαλκανίων) για πρώτη φορά ύστερα από τον 7ο αιώνα. Επί Βυζαντίου η περιοχή ονομαζόταν Μοναστήρι. Παρόλα αυτά, στα τέλη του 12ου αιώνα, η παρακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οδήγησε στη διεκδίκηση της περιοχής από διάφορες πολιτικές οντότητες, με μία σύντομη Νορμανδική κατοχή τη δεκαετία του 1080.

Το 13ο αιώνα, η ανανεωμένη Βουλγαρική Αυτοκρατορία επανέκτησε τον έλεγχο της περιοχής, κατάσταση η οποία ανατράπηκε σύντομα λόγω πολλών πολιτικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Βουλγαρία στο εσωτερικό της, όταν η περιοχή της Μακεδονίας κατακτήθηκε ξανά από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στις αρχές του 14ου αιώνα. Λίγα χρόνια αργότερα η περιοχή πέρασε στα χέρια της Σερβικής Αυτοκρατορίας. 

Οι Σέρβοι θεωρούσαν τον εαυτό τους απελευθερωτές της Σλαβικής οικογένειας από το Βυζαντινό δεσποτισμό, αλλά και κατακτητές των Ρωμαίων, γι αυτό και μετονόμασαν της Αυτοκρατορία τους σε "Αυτοκρατορία των Σέρβων και των Ρωμαίων". Τα Σκόπια έγιναν η πρωτεύουσα της νέας αυτοκρατορίας του Σέρβου Τσάρου Στέφανου Δουσάν.



Μετά το θάνατο του βασιλιά Ντουσάν, η εμφάνιση ενός νέου αδύναμου διαδόχου οδήγησε σε πολιτική σύγκρουση των Σέρβων αριστοκρατών, οι οποίοι επιχειρώντας να συγκεντρώσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κομμάτια εξουσίας κατόρθωσαν να χωρίσουν τα Βαλκάνια για μία ακόμη φορά. Η συγκεκριμένη κρίση συνέπεσε με την άνοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις πρώτες επεκτατικές της κινήσεις προς την Ευρώπη. Η Ηγεμονία του Πρίλεπ υπήρξε ένα από τα βραχύβια κράτη που εμφανίστηκαν ύστερα από την κατάρρευση της Σερβικής Αυτοκρατορίας το 14ο αιώνα. Χωρίς να έχει παραμείνει κάποια αξιόλογη δύναμη στις χριστιανικές βαλκανικές χώρες, οι Οθωμανοί κατόρθωσαν σχετικά εύκολα να κατακτήσουν τα κεντρικά Βαλκάνια και να τα διατηρήσουν υπό τη κυριαρχία τους για τους επόμενους πέντε αιώνες. Καθοριστική ήττα του Σερβικού στρατού που έκρινε το μέλλον της περιοχής θεωρείται η μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389. Μέχρι το τέλος του 14ου αιώνα, οι Οθωμανοί είχαν κατακτήσει όλα τα εδάφη της σημερινής πΓΔΜ, με την κατάκτηση των Σκοπίων στις 19 Ιανουαρίου 1392. 

Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η περιοχή στην αρχή ανήκε στο βιλαέτι του Πρίζρεν, κατόπιν στο βιλαέτι του Μαναστίρ (Μοναστηρίου) και οριστικά στο βιλαέτι του Κοσσυφοπεδίου του οποίου τα Σκόπια για ένα διάστημα υπήρξαν και πρωτεύουσα του.

Μετά το πέρας των δύο Βαλκανικών Πολέμων το 1912 και 1913, τα περισσότερα ευρωπαϊκά εδάφη της διαλυμένης πλέον Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μοιράστηκαν μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας. 

Η περιοχή που βρίσκεται σήμερα η πΓΔΜ ονομάστηκε επίσημα Νότια Σερβία (Južna Srbija, Јужна Србија / Γιούζνα Σρμπιγια). 

Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1918, η Σερβία έγινε μέρος του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων. Το 1929, το Βασίλειο μετονομάστηκε επισήμως σε Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας και διαιρέθηκε σε περιφέρειες γνωστές και ως μπανόβινα. 

Η Νότια Σερβία, δηλαδή η περιοχή της σημερινής πΓΔΜ, έγινε γνωστή ως η Βαρντάρσκα Μπανόβινα του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας.


Το όραμα της Ενωμένης Μακεδονίας χρησιμοποιήθηκε από την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (IMRO) στο διάστημα του Μεσοπολέμου. 

Οι αρχηγοί της οργάνωσης, όπως οι Τόντορ Αλεξάντροφ, Αλεξάνταρ Προτογέροφ και Ιβάν Μιχαήλοφ, προώθησαν τη συγκεκριμένη ιδέα με στόχο την προσάρτηση των ελεγχόμενων από την Ελλάδα και Σερβία εδαφών και τη δημιουργία μίας ενωμένης Μακεδονίας για όλους τους Μακεδόνες, ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνικότητας. 

Η Βουλγαρική κυβέρνηση του Αλεξάντερ Μαλίνοφ το 1918 προσφέρθηκε να παραδώσει τη Μακεδονία του Πιρίν για αυτόν το σκοπό μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν το επέτρεψαν, καθώς η Σερβία και η Ελλάδα εναντιώθηκαν στη συγκεκριμένη ιδέα.

Το 1934, σε συνεδρίαση της Γραμματείας Βαλκανικών Κρατών (ΓΒΚ) της Κομμουνιστικής Διεθνούς αποφασίζεται η υιοθέτηση της υπόθεσης ενός "Μακεδονικού" έθνους που θα αγωνίζονταν για την αυτοδιάθεσή του στα πλαίσια μιας "Μακεδονικής Δημοκρατίας των Εργαζόμενων Μαζών". 

Ο λόγος αυτής της στροφής ήταν το αντιστάθμισμα στις Βουλγαρικές διεκδικήσεις στο Μακεδονικό ζήτημα, ενόψει της ανόδου του Ναζισμού στη Γερμανία και της διαφαινόμενης συμμαχίας με τη Βουλγαρία, που ενδέχετο να αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευσης. Το κείμενο - απόφαση που δημοσιοποιήθηκε, επιμελήθηκε από τον Ότο Βίλχελμ Κουουσίνεν, Γραμματέα της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς και μέλους του Φινλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος και επιβλήθηκε αρχικά στα τρία Κομμουνιστικά κόμματα των άμεσα εμπλεκόμενων κρατών, Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας, και στη συνέχεια στα Κομμουνιστικά κόμματα όλων των κρατών. 

Παράλληλα, τα κομμουνιστικά κόμματα Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας υποχρεώθηκαν να ενισχύσουν και να βοηθήσουν τη δράση της οργάνωσης ΕΜΕΟ Ενωμένη, που στο εξής θα αναλάμβανε την διάδοση της εθνικής ιδέας του "Μακεδονισμού" και θα μπορούσε να μετεξελιχθεί στο μέλλον, εάν οι συνθήκες το επέτρεπαν σε "Κομμουνιστικό Κόμμα Μακεδονίας". Η ΕΜΕΟ Ενωμένη έως τότε εξυπηρετούσε τα Βουλγαρικά συμφέροντα στην περιοχή, αλλά λόγω του νέου της ρόλου, η Βουλγαρική εθνικιστική πτέρυγά της αναγκάστηκε σε αποχώρηση, έτσι ώστε η οργάνωση να μπορέσει να συμβιβαστεί με τη νέα γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς. 

Το 1935 ο Βούλγαρος Άγγελ Ντίνεφ που εξέδιδε την εφημερίδα Μακεδονικά Νέα προσπάθησε να δώσει ένα ιστορικό υπόβαθρο στη "μακεδονική εθνότητα", συνδέοντάς το για πρώτη φορά με την Εξέγερση του Ίλιντεν (που έως τότε θεωρούνταν από όλους ως Βουλγαρική) και τους Έλληνες ιεραπόστολους των Σλάβων Κύριλλο και Μεθόδιο. Παράλληλα το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας αν και είχε μετακινηθεί από την αρχική γραμμή περί αυτοδιάθεσης του "μακεδονικού έθνους" και είχε υιοθετήσει το σύνθημα "ισοτιμία για όλους τους λαούς της Μακεδονίας", συνέχισε να υποστηρίζει την ΕΜΕΟ Ενωμένη εντός ελληνικού εδάφους και το 1935 δημοσίευσε στα ελληνικά άρθρο του Βούλγαρου Βασίλ Ιβανόφσκι, ο οποίος επιχείρησε μία ιστορική προσέγγιση του "μακεδονικού έθνους" υποστηρίζοντας για πρώτη φορά ότι προέρχεται από τους αρχαίους Μακεδόνες (οι οποίοι κατ' αυτόν δεν ήταν Έλληνες) και αναμίχθηκε με τους Σλάβους που εισχώρησαν στη Βαλκανική 10 αιώνες αργότερα. Στο ίδιο άρθρο υποστηρίζει ότι ο τσάρος Σαμουήλ ενσάρκωσε τους πόθους του "Μακεδονικού έθνους". 

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας κατά το Μεσοπόλεμο προσπάθησε να καλλιεργήσει την ιδέα της "μακεδονικής εθνικής ταυτότητας" στους σλαβόφωνους της Μακεδονίας και κατάφερε να δημιουργήσει αρκετά στελέχη που ασπάζονταν το "Μακεδονισμό", μεταξύ των οποίων οι Λάζαρος Τερπόφσκι, Ανδρέας Τσίπας, Πασχάλης Μητρόπουλος, Μιχάλης Κεραμιτζής, Ηλίας Τουρούντζας, Γιώργος Τουρούντζας και άλλοι. Αντίθετα, την ίδια περίοδο τα κομμουνιστικά κόμματα της Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας δεν κατάφεραν να σημειώσουν πρόοδο στην καλλιέργεια του "μακεδονισμού" στους σλάβους και τους σλαβόφωνους των μακεδονικών περιοχών που βρίσκονταν στην επικράτειά τους

Η ιδέα ότι οι Σλαβομακεδόνες κατάγονται από τους αρχαίους Μακεδόνες και η χρήση της εικόνας του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι σχετικά πρόσφατες. 

Προέρχονται από τη σλαβομακεδονική διασπορά, παρούσα κυρίως στον Καναδά και στην Αυστραλία, που αποτελείται από μετανάστες που έφευγαν για να ξεφύγουν από την καταστολή και είναι περισσότερο εθνικιστές από τους ομοεθνείς τους. 

Τη δεκαετία του 1970 εμφανίστηκε πολιτισμικός εξτρεμισμός στην αυστραλιανή διασπορά, που ξεκίνησε να ταυτίζεται με τους αρχαίους Μακεδόνες, και αυτή η ιδέα γρήγορα διαδόθηκε ανάμεσα στους κατοίκους της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.


Η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (σλαβομακεδονικά: поранешна Југословенска Република Македонија[4][5], προφέρεται: ποράνεσνα Γιουγκοσλοβένσκα Ρεπούμπλικα Μακεντόνιγια), για συντομία ΠΓΔΜ[6] ή πΓΔΜ και σύμφωνα με τη συνταγματική της ονομασία Δημοκρατία της Μακεδονίας (σλαβομακεδονικά: Република Македонија, Ρεπούμπλικα Μακεντόνιγια προφέρεται: [rɛˈpublika makɛˈdɔnija]  είναι χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στα κεντρικά Βαλκάνια.


Καταλαμβάνει συνολική έκταση 25.333 τετραγωνικών χιλιομέτρων (ξηρά: 24.856 τ.χλμ., ύδατα: 477 τ.χλμ.). Χώρα περίκλειστη, συνορεύει με το Κόσοβο στα βορειοδυτικά, τη Σερβία στα βόρεια, τη Βουλγαρία στα ανατολικά, την Ελλάδα στα νότια και την Αλβανία στα δυτικά. Αποτελεί περίπου το βορειοδυτικό τρίτο της μεγαλύτερης γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας, που περιλαμβάνει επίσης τα γειτονικά τμήματα της βόρειας Ελλάδας και μικρότερα τμήματα της νοτιοδυτικής Βουλγαρίας και της νοτιοανατολικής Αλβανίας. Η γεωγραφία της χώρας καθορίζεται πρωτίστως από βουνά, κοιλάδες και ποτάμια. Στην πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη Σκόπια ζει περίπου το ένα τέταρτο των 2,06 εκατομμυρίων κατοίκων. 

Η πλειοψηφία των κατοίκων είναι Σλαβομακεδόνες, ένας νότιος Σλαβικός λαός. 

Οι Αλβανοί αποτελούν μια σημαντική μειονότητα, περίπου 25% του πληθυσμού της χώρας, ακολουθούμενοι από τους Τούρκους, Σέρβους, Ρομά και άλλες μικρότερες μειονότητες.

Σχόλια