Τουρκία καί αγωγοί: «Aν περπατάς στη μέση του δρόμου, κινδυνεύεις να χτυπηθείς από τα αυτοκίνητα που κινούνται και προς τις δύο κατευθύνσεις»

Οι συνέπειες της ενεργειακής συνεργασίας Ρωσίας - Τουρκίας.

Του Θανου Π. Ντοκου*

Αν δεν αιφνιδίασε την Αθήνα η πρόσφατη υπογραφή πακέτου συμφωνιών ενεργειακής συνεργασίας μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, σίγουρα προκάλεσε έντονο προβληματισμό. Η ελληνική πλευρά αισθάνεται πιθανόν «προδομένη» από τη διαφαινόμενη αναβάθμιση του ενεργειακού ρόλου της Τουρκίας. Είναι δικαιολογημένη αυτή η ενόχληση; Τι ακριβώς συνέβη και ποιες θα είναι οι γεωπολιτικές συνέπειες;

Στο εξελισσόμενο «Μεγάλο Ενεργειακό Παιχνίδι» έχουν ήδη κατασκευαστεί κάποιοι αγωγοί μεταφοράς φυσικού αερίου και πετρελαίου και συζητείται η κατασκευή αρκετών άλλων, εκ των οποίων θα υλοποιηθούν ορισμένοι μόνο, με βάση οικονομικά και πολιτικά κριτήρια. Και εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επάρκεια φυσικού αερίου για τη λειτουργία όλων των σχεδιαζόμενων αγωγών είναι εξαιρετικά αμφίβολη, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα. Μόνο η είσοδος του Ιράν στη δυτική αγορά φυσικού αερίου –ανέφικτη προς το παρόν για πολιτικούς λόγους– φαίνεται ικανή να αλλάξει την κατάσταση.

Είναι προφανές ότι οι «παίκτες» πρώτης κατηγορίας σε αυτό το παιχνίδι είναι οι χώρες παραγωγής ενεργειακών πόρων, οι «παίκτες» δεύτερης κατηγορίας οι χώρες που ελέγχουν διαδρομές μεταφοράς για τις οποίες δεν υπάρχει εναλλακτική οδός και οι «παίκτες» τρίτης κατηγορίας οι χώρες από το έδαφος των οποίων διέρχονται εναλλακτικοί αγωγοί. Σύμφωνα με την παραπάνω ταξινόμηση, η Τουρκία είναι σημαντικός «παίκτης» δεύτερης κατηγορίας, με δυνατότητα μάλιστα ανόδου στην πρώτη κατηγορία με κάποιο ειδικό στάτους, ενώ η Ελλάδα κατατάσσεται στην τρίτη κατηγορία. Βεβαίως, είναι σαφώς προτιμότερο να είναι κανείς «παίκτης» τρίτης κατηγορίας με σαφές όμως ίχνος στον ενεργειακό χάρτη παρά να απουσιάζει και να παρακολουθεί τις εξελίξεις ως απλός θεατής ή μάλλον καταναλωτής.

Εφόσον υλοποιηθεί η συμφωνία για τον αγωγό South Stream, η τρίτη μετά τον πετρελαιαγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και του αγωγού φυσικού αερίου Τουρκία-Ελλάδα-Ιταλία (ΙTGI), θα μεγεθυνθεί το ίχνος της Ελλάδας στον διεθνή ενεργειακό χάρτη. Αν και οι αγωγοί αυτοί δεν αναμένεται να έχουν καταλυτικές οικονομικές και γεωπολιτικές συνέπειες για τη χώρα μας, αυτό δεν μειώνει τη σημασία τους αφού η Ελλάδα βρίσκεται σε μια περιοχή όπου τα διάφορα δίκτυα –ενέργειας, μεταφορών, τηλεπικοινωνιών, κ.λπ.– συνεπάγονται πολιτικά και οικονομικά οφέλη για τις χώρες που συμμετέχουν. Αντίστροφα, μη συμμετοχή σημαίνει περιθωριοποίηση προς όφελος κάποιου άλλου.

Η προσπάθεια της Ε.Ε. (και των ΗΠΑ) για μείωση της ευρωπαϊκής εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο μέσω της κατασκευής του αγωγού NABUCCO, προκάλεσε την αντίδραση της Μόσχας, αρχικά με την προσπάθεια ελέγχου των ενεργειακών αποθεμάτων του πρώην σοβιετικού χώρου και πρόσφατα με τη συμφωνία με την Αγκυρα για τον South Stream. Οι ρωσικές κινήσεις επηρεάστηκαν και από τη στάση της νέας βουλγαρικής κυβέρνησης, η οποία επανεξετάζει, τόσο για οικονομικούς, όσο και για πολιτικούς λόγους, την υλοποίηση των ενεργειακών έργων με τη Ρωσία.

Τι αλλάζει μετά την υπογραφή της ρωσοτουρκικής συμφωνίας; Κατ’ αρχήν, εκφράστηκαν ανησυχίες για ενεργειακή εξάρτηση –και άρα δυνατότητα «εκβιασμού»– της Ελλάδας από την Τουρκία. Εκτός του ότι ο South Stream θα διέρχεται απλώς από τα τουρκικά χωρικά ύδατα και η Αγκυρα δεν θα έχει τη δυνατότητα να κλείσει τις στρόφιγγες, η διακοπή της λειτουργίας του αγωγού θα είναι απόφαση αποκλειστικά της Μόσχας, ενώ στην περίπτωση του ITGI, αλλά και του South Stream, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες άλλων πελατών (Ιταλία, Βουλγαρία, κ.λπ.). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, θα ήταν φρόνιμο για την Ελλάδα να διαφοροποιήσει όσο μπορεί τους προμηθευτές ενέργειας.

Η Αθήνα προβληματίζεται και για την υποβάθμιση της θέσης της έναντι της Μόσχας. Γράφαμε σε ανύποπτο χρόνο ότι η Ρωσία, όπως και κάθε σοβαρή χώρα, χαράζει εξωτερική πολιτική με κριτήριο τα εθνικά συμφέροντα και όχι συναισθηματικές θεωρήσεις (συχνά ανακριβείς) περί αδελφών λαών και ιστορικών συμμάχων. Η Αθήνα ούτε μπορεί να παίξει σημαντικά μεγαλύτερο ρόλο στο πλαίσιο των ρωσικών σχεδιασμών, ούτε και θα έπρεπε να το επιδιώξει, αφού η ικανοποιητική διευθέτηση των σημαντικότερων ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής, αλλά και η πορεία της ελληνικής οικονομίας, εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον.

Βεβαίως, κάθε χώρα οφείλει να αναπτύσσει μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και να διευρύνει τα γεωπολιτικά ερείσματά της. Στην προκειμένη περίπτωση η Αθήνα επιδίωξε διπλωματική στήριξη και πολιτικά και οικονομικά οφέλη και πέραν του ευρω-ατλαντικού πλαισίου, ενώ επιθυμούσε να στείλει το μήνυμα προς την Ουάσιγκτον ότι δεν πρέπει να θεωρείται «απολύτως δεδομένη» σε όλα τα ζητήματα. Ορθώς, λοιπόν, έγινε το άνοιγμα προς τη Μόσχα, αλλά θα πρέπει να αποφευχθούν υψηλές προσδοκίες για ουσιαστική ρωσική στήριξη στα ελληνοτουρκικά ζητήματα ή ακόμα και στο ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ.

Οσο για τη γεωστρατηγική αναβάθμιση της γειτονικής μας χώρας, η Αγκυρα προσπαθεί να υλοποιήσει μια πολυεπίπεδη, πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, με ανοίγματα προς όλες τις κατευθύνσεις και επιδιώκει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι είναι η χώρα-κλειδί για τη διευθέτηση σχεδόν κάθε περιφερειακού ζητήματος. Αν η προσπάθεια είναι επιτυχημένη, τότε ασφαλώς τα οφέλη θα είναι σημαντικά. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρουσα η αμερικανική παροιμία ότι «αν περπατάς στη μέση του δρόμου, κινδυνεύεις να χτυπηθείς από τα αυτοκίνητα που κινούνται και προς τις δύο κατευθύνσεις», ιδιαίτερα όταν οι εταίροι της Τουρκίας έχουν αποκλίνοντα ή και συγκρουόμενα συμφέροντα σε κάποια ζητήματα.

Συμπερασματικά, (α) θα υπάρξουν αρκετά επεισόδια ακόμη στο σίριαλ των αγωγών (β) η επιλογή σύσφιγξης των ελληνο-ρωσικών σχέσεων θα μπορούσε να έχει γεωπολιτικά οφέλη για την Ελλάδα εφόσον βεβαίως αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης διπλωματικής στρατηγικής που δεν θα παρεκκλίνει σημαντικά –και πάντως όχι συστηματικά– από το ευρω-ατλαντικό πλαίσιο και (γ) παράλληλα με τη σώφρονα αξιοποίηση του «ρωσικού χαρτιού», η Αθήνα θα πρέπει να αναζητήσει περιφερειακό ρόλο, ενώ βασική πρόκληση θα αποτελέσει η αξιολόγηση και διαχείριση των συνεπειών της νεο-οθωμανικής πολιτικής της Αγκυρας, προσπάθεια καθόλου εύκολη σε περίοδο οικονομικής και πολιτικής κρίσης.

* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_politics_2_15/08/2009_325849


Σχόλια